04/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η θυσία των «Ξενία»

Εντάχθηκαν στην «περιουσία» του ΤΑΙΠΕΔ και τμηματικά άρχισαν να βγαίνουν «στο σφυρί», με τα όποια έσοδα προκύψουν να οδεύουν στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, χωρίς καμία μέριμνα για τη διαφύλαξη της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής τους αξίας.
      Pin It

Εντάχθηκαν στην «περιουσία» του ΤΑΙΠΕΔ και τμηματικά άρχισαν να βγαίνουν «στο σφυρί», με τα όποια έσοδα προκύψουν να οδεύουν στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, χωρίς καμία μέριμνα για τη διαφύλαξη της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής τους αξίας

 

«Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, φωτισμένοι αρχιτέκτονες, αλλά και φορείς, όπως ο σύλλογος των αρχιτεκτόνων και η μη κερδοσκοπική οργάνωση Monumenta, ξεκίνησαν τις πρώτες κινητοποιήσεις για τη διάσωση των «Ξενία»

 

Της Χαράς Τζαναβάρα

 

Το δίκτυο των 45 ξενοδοχείων-μπουτίκ «Ξενία» δημιουργήθηκε σε μια ιδιαίτερα ευτυχή για την αρχιτεκτονική συγκυρία και με τη διασπορά τους ανά την επικράτεια αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για την κάθε περιοχή. Ηταν στα μέσα της δεκαετίας του 1950, με τη χώρα μας να έχει μόλις βγει από την λαίλαπα του πολέμου και κυρίως του Εμφυλίου, όταν ξεκίνησαν τα πρώτα σχέδια τουριστικής ανάπτυξης.

 

Η ιστορία θα είχε γραφτεί διαφορετικά, αν η ηγεσία του Εθνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ) δεν είχε καλέσει να μπει επικεφαλής της νεοσύστατης τεχνικής του υπηρεσίας ο Χ. Σφαέλλος, που με τη σειρά του άνοιξε την πόρτα σε ό,τι καλύτερο είχε ο τόπος στον χώρο της αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Κ. Κιτσίκης, Γ. Νικολετόπουλος, Φ. Βώκος, Ι. Τριανταφυλλίδης, Δ. Ζήβας, Κ. Σταμάτης, Χ. Μπουγάτσος, Κ. Σπανός και Χ. Μπίτσιος είχαν επιστρατευθεί για τους σχεδιασμούς. Ακόμα και ο πληθωρικός Δημήτρης Πικιώνης, που είχε προσκληθεί ειδικά για το «Ξενία» των Δελφών.

 

Τη σφραγίδα όμως έβαλε ο Αρης Κωνσταντινίδης, που είχε την ευθύνη για το τμήμα μελετών και, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, ήταν αυτός που καθόρισε τη φιλοσοφία των πρωτοποριακών, ακόμη και στις ημέρες μας, εγκαταστάσεων. Ηταν αυτός που μίλησε για την ανάγκη της δόμησης που θα εναρμονίζεται με το τοπίο και τις κλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής. «Το ήπιο κλίμα της χώρας και το ιδιαίτερο κάλλος του ελληνικού τοπίου προδιαγράφουν λύσεις που σε άλλους θα ήτανε ίσως απαράδεκτες», γράφει ο κορυφαίος αρχιτέκτονας στο βιβλίο του «Για την Αρχιτεκτονική» (εκδόσεις «Αγρα»).

 

Ηταν άλλωστε ο πρώτος που έκανε λόγο για τη σύνδεση του εσωτερικού χώρου του κάθε ξενοδοχείου με την περιβάλλουσα ζώνη, για την αξιοποίηση της θέας στους κοινόχρηστους χώρους της τουριστικής εγκατάστασης αλλά και στα δωμάτια, για την ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και υλικών της κάθε περιοχής. Ο ίδιος έχει εξομολογηθεί ότι «η επιλογή του οικοπέδου ήταν η πιο δύσκολη και η πιο βασική αφετηρία για τη σύνταξη των σχεδίων των ξενοδοχείων».

 

Η άλλη καθοριστική παράμετρος ήταν το μέγεθος της κάθε μονάδας, που προσαρμόστηκε όχι μόνον στους υπολογισμούς για την αναμενόμενη τουριστική κίνηση αλλά και τα δεδομένα του κάθε τόπου. Το τελευταίο μέτρησε στη διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων, τα οποία είχαν σχεδιαστεί ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας.

 

Στην περίπτωση των «Ξενία», η αρχιτεκτονική γνώρισε τις καλύτερες στιγμές της. Μονώροφα, με δύο ή το πολύ τρεις ορόφους, όλα τα κτίρια έδιναν την αίσθηση του μέτρου, κάτι που δυστυχώς λείπει από τα σχέδια των σημερινών κυβερνώντων, οι οποίοι σχεδιάζουν πολυώροφα «κουτιά» στη θέση των παλιών εγκαταστάσεων, και όχι μόνο. Τα ανοίγματα (παράθυρα, μπαλκονόπορτες κ.λπ.), οι εξώστες και κυρίως ο προσανατολισμός ήταν αποτέλεσμα επιτόπου παρατηρήσεων από ομάδες αρχιτεκτόνων. Αυτές οι «αυτοψίες» είχαν καθορίσει τα υλικά δόμησης, με κυρίαρχη επιλογή την τοπική πέτρα, το εμφανές μπετόν και το ξύλο. Ηταν στοιχεία που βοηθούσαν στο… καμουφλάρισμα των κτιρίων και την απόλυτη ένταξή τους στον περιβάλλοντα χώρο. Βοηθούσαν και ευρηματικοί ημιυπαίθριοι χώροι και τα εσωτερικά αίθρια, που συνάδουν με τις ελληνικές κλιματικές συνθήκες.

 

Χαρακτηριστικά δείγματα γραφής αποτελούν οι εγκαταστάσεις στα Μετέωρα, τη Μύκονο και το Παληούρι Χαλκιδικής, όλες με την υπογραφή του Αρη Κωνσταντινίδη. Γεννημένος την Αθήνα (1913-1993), σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου και επέστρεψε το 1938 στη γενέτειρα, όπου δούλεψε σε δημόσιες υπηρεσίες αλλά και ως ελεύθερος επαγγελματίας. Πριν βάλει την ανεξίτηλη σφραγίδα του στο πρόγραμμα των «Ξενία», είχε προλάβει να δώσει δείγματα γραφής σε πολυκατοικίες στην Αθήνα, εργατικές κατοικίες και κυρίως σε εξοχικές κατοικίες που διακρίνονται για τη λιτότητα των γραμμών τους και την ανθρώπινη κλίμακά τους.

 

Η παρακμή των περισσότερων εγκαταστάσεων είχε ξεκινήσει από την περίοδο της χούντας, όταν έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα τουριστικά «σούπερ μάρκετ», με πολυώροφες ακαλαίσθητες μονάδες, κυριολεκτικά μέσα στο κύμα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά από αυτά σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί, ενώ ανάλογα, πολύ νεότερα πειράματα στις ακτές της Ισπανίας παίρνουν σειρά για κατεδάφιση!

 

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, φωτισμένοι αρχιτέκτονες, αλλά και φορείς, όπως ο σύλλογος των αρχιτεκτόνων και η μη κερδοσκοπική οργάνωση Monumenta, ξεκίνησαν τις πρώτες κινητοποιήσεις για τη διάσωση των «Ξενία». Κάποια χάθηκαν ή παραμορφώθηκαν, αλλά τα περισσότερα χαρακτηρίστηκαν διατηρητέα και μάλιστα μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο τους. Ηταν το πρώτο βήμα, το επόμενο είναι η ανακαίνισή τους και η λειτουργία τους σε ένα δίκτυο μικρών ξενοδοχειακών μονάδων, που με βάση διεθνή στοιχεία προσελκύουν αξιόλογη ομάδα τουριστών και μάλιστα με υψηλά στάνταρ.

 

Με την οικονομική κρίση που άλλαξε τα δεδομένα, τα μισοερειπωμένα «Ξενία» πέρασαν στην αρμοδιότητα του ΤΑΙΠΕΔ, που ήδη ξεκίνησε τον διαγωνισμό για την πρώτη ομάδα, που περιλαμβάνει τις μονάδες στην Ανδρο, την Τσαγκαράδα Πηλίου και τις Κουκουναριές Σκιάθου.

 

[email protected]

 

Scroll to top