04/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μνήμες από νερό και θειάφι

      Pin It

ΖΑΝ ΜΑΤΕΡΝ

«Από μέλι και γάλα»

Μυθιστόρημα. Μετάφραση Εύα Καραϊτίδη. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 2013, σ. 118.

 

 

 

 

 

ΑΜΟΣ ΟΖ

«Εικόνες από τη ζωή στο χωριό»

Διηγήματα. Μετάφραση (από τα εβραϊκά) Λουίζα Μιζάν, «Καστανιώτης», 2013, σ. 186.

 

 

 

 

Του Ακη Παπαντώνη

 

Ο Ζαν Ματέρν, Αλσατός την καταγωγή, είναι υπεύθυνος της σειράς ξένης λογοτεχνίας του (γαλλικού) εκδοτικού οίκου Γκαγιμάρ. Ζει (βιοπορίζεται και «αναπνέει») από τη λογοτεχνία. Στο αφήγημά του «Από μέλι και γάλα», σε ρέουσα μετάφραση της επικεφαλής των εκδόσεων της Εστίας, Εύας Καραϊτίδη (δεύτερο βιβλίο του στα ελληνικά μετά το μυθιστόρημα «Τα λουτρά του Κιράλυ» από τις ίδιες εκδόσεις), ανασυστήνει λογοτεχνικά τις μνήμες που εκπορεύονται από τη σχέση με τον πατέρα του, στον οποίο είναι αφιερωμένο και το βιβλίο. Με τον τρόπο αυτό του (και μας) ξανασυστήνεται μπροστά στον καθρέφτη του. Ο Αμος Οζ, πολύ πιθανά ο σημαντικότερος εν ζωή Ισραηλινός συγγραφέας, με τη σειρά του, ανασυστήνει μνήμες από «τη ζωή στο χωριό», όπου (με τη βοήθεια της μετάφρασης της Λουίζας Μιζάν) μια περίκλειστη κοινωνία μας αποκαλύπτεται και αποδομείται στα εξ ων συνετέθη.

 

Και τα δύο βιβλία έχουν ως κεντρομόλο δύναμη τη μνήμη –φυσικά, βάσει του (και λογοτεχνικού) διπόλου δράσης-αντίδρασης– και στα δύο ισχυρό σημείο αναφοράς της αφήγησης αποτελεί η φυγόκεντρος δύναμη. Στο μεν βιβλίο του Ματέρν όλα καθορίζονται από τη (δια)φυγή, την αντίσταση στη φυγή, την επιλογή μονοπατιού, τον νόστο και τις ενοχές. Ο νεαρός ήρωας, ενδεχομένως ένα λογοτεχνικό (άρα επινοημένο) alter ego του ίδιου του συγγραφέα και του πατέρα του, μεγαλώνει σε μια περιοχή της Αυστροουγγαρίας όπου η έννοια «εθνικό» δεν υπάρχει. Η επικράτεια αλλάζει χέρια και διχοτομείται κατά τη διάρκεια εμπόλεμων συρράξεων, με αποκορύφωμα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι μισοί άντρες (και έφηβοι) της πόλης τάσσονται στο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων, ενώ οι υπόλοιποι στο πλευρό των ρώσικων.

 

Ο ήρωας του Ματέρν διχάζεται, παλινδρομεί, αδυνατεί να αποχωριστεί τον αδερφικό του φίλο Στέφαν που τον σπρώχνει προς τη γερμανική πλευρά. Εν τέλει, γυρίζει την πλάτη σε όλους, αποκηρύσσει ό,τι τον συνέδεε με τα πατρογονικά εδάφη, καταλήγει πρόσφυγας στη Γαλλία όπου γνωρίζει τη μετέπειτα σύντροφό του και, μαζί της, αφομοιώνεται σε μια (φαινομενικά) ήσυχη ζωή στις πλαγιές της Καμπανίας. Διαρκώς όμως –και έως το βιολογικό τέλος του– ταλαιπωρείται από τις επιλογές του. Κυρίως όμως βλέπει με ένα ζεστό, ουμανιστικό βλέμμα τα τεκταινόμενα της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Ενα ενδεικτικό απόσπασμα από το βιβλίο (σ. 76): «Εκτοτε η τηλεόραση και οι εφημερίδες με έφεραν αντιμέτωπο με τόσες εικόνες ανθρώπων που πετάχτηκαν στο δρόμο. Η ανθρωπότητα δείχνει να ηδονίζεται μυστικά με αυτό τον αιωνίως ανανεούμενο κύκλο της εξορίας. Και κάθε φορά τοποθετώ το πρόσωπό μου του δεκαπεντάχρονου πάνω στο πρόσωπο του Βιετναμέζου, του Σουδανού ή του Βόσνιου εφήβου. Ξεσπιτώνεσαι, παίρνεις τους δρόμους, ύστερα η πύλη του στρατοπέδου προσφύγων – εμπειρία παγκόσμια από τα βάθη των αιώνων».

 

Στη συλλογή διηγημάτων του Οζ κεντρομόλος δύναμη είναι το ίδιο το σκηνικό της αφήγησης. Το χωριό του Τελ Ιλάν παρουσιάζεται ως ένα αιωνόβιο χωνευτήρι ανθρώπων, σχέσεων (ή μη), συνειδήσεων. Κι ενώ σε κάθε διήγημα συναντά κανείς (τουλάχιστον) έναν ήρωα που θέλει να αποδράσει από το χωνευτήρι, η φυγόκεντρος εδώ παρουσιάζεται ασθενική. Ο Οζ, με το πληθωρικό αφηγηματικό στιλ (σε μερικά σημεία υπερ-πληθωρικό), δίνει στις ιστορίες του ένα ρυθμό αργό, υπνωτιστικό, συχνά αφόρητα ασφυκτικό – ακριβώς όπως οι άδειοι δρόμοι του Τελ Ιλάν τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια. Οπως μας λέει ο ίδιος διά στόματος ενός οδηγού υπεραστικού λεωφορείου: (σ. 28) «[...] όποιος δεν ήρθε απόψε σίγουρα θα μας έρθει αύριο το πρωί κι όποιος δεν έρθει αύριο το πρωί θα έρθει αύριο το μεσημέρι. Στο τέλος όλοι έρχονται».

 

Ο συγγραφέας μάς συστήνει ανθρώπους διαφορετικής εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής και ηλικίας, οι οποίοι στο σύνολό τους υποφέρουν από ένα καταπιεστικό αίσθημα χρέους. Χρέος προς εαυτόν, προς προγόνους ή επιγόνους (νεκρούς ή ζώντες), προς το «χωριό» και τη συλλογική μνήμη, προς το (οποιασδήποτε φύσης) ανεκπλήρωτο. Χωρίς εξαίρεση τα διηγήματα στο κλείσιμό τους σκάβουν ένα αφηγηματικό «πηγάδι», στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να χαθεί, να βρει τη λύση του μύθου ή να δει το είδωλό του στο νερό. Με άλλα λόγια, o Οζ αφήνει (με μαεστρία) τον αναγνώστη όσο μετέωρο χρειάζεται, ώστε αφενός να συμπληρώσει το παζλ μόνος του, αφετέρου να μείνει με την αίσθηση του κενού, του ανεκπλήρωτου ή του αναπόδραστου – όπως μένουν και οι ήρωες του βιβλίου άλλωστε. [Στα μάτια τού γράφοντος ο τρόπος που ο Οζ χειρίζεται το αφηγηματικό του υλικό θυμίζει έντονα τα διηγήματα στο εμβληματικό «Τέλος της μικρής μας πόλης» του Δημήτρη Χατζή (εκδ. Ροδακιό).]

 

Με τις ομοιότητες και τις διαφορές τους –σε δομή, γλώσσα και αφηγηματική προσέγγιση, με διαφορετικές αφετηρίες και (πιθανότατα) διαφορετική στόχευση– τα δύο βιβλία καταφέρνουν να αποστάξουν τη συλλογική μνήμη, εξιστορώντας κάθε ατομική διαδρομή– τη συλλογική μνήμη της σύγχρονης Ευρώπης ο Ματέρν, την ισραηλίτικη μνήμη ο Οζ (όχι πάντως ξεκομμένη από την πραγματικότητα της ευρωπαϊκής ιστορίας). Το εν λόγω απόσταγμα μοιάζει κάποιες στιγμές συστατικό απαραίτητο για τον αναγνώστη, όπως το νερό για τη ζωή· άλλες διαβρωτικό όπως το θειάφι. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αποκαλυπτικό της βαρύτητας των προσωπικών επιλογών.

 

Scroll to top