Σαν τα εδέσματα των εκλεκτών σεφ η παράσταση του Εθνικού στηρίχτηκε στα καλύτερα υλικά, δέθηκε με τη μεγαλύτερη μαεστρία, γνώση και σοφία. Και έφερε στο στόμα μας νέα γεύση, μαζί με την επίγευση ελαφράδας και υγείας. Νομίζω πως βρήκα τη λέξη για το πώς αληθινά νιώθεται η παράσταση του Παπαβασιλείου: σαν κάτι το υγιεινό
→Συνέβη πάλι αυτό που συμβαίνει πάντα με τον σκηνοθέτη. Διαβάζω τα κείμενα, παρακολουθώ τις συνεντεύξεις του και βλέπω –όπως όλοι– τον στοχαστή, φιλόσοφο και διανοούμενο. Και ύστερα προσέρχομαι στην παράσταση και ανακαλύπτω στη θέση όλων αυτών των περισπούδαστων το αληθινό βήμα θεάτρου. Μια ελεύθερη, απελευθερωμένη και ελευθεριάζουσα σκηνή, με λυμένο το κορδελάκι στους αέρηδες, με διάπλατα τα παράθυρά της, να παίζει και να περιπαίζει. Μένω διαρκώς με την απορία: Πώς είναι δυνατόν κάτι τόσο εγκεφαλικό και βαρυσήμαντο να οδηγεί σε κάτι θεατρικό, ελαφρύ, αέρινο, διασκεδαστικό κι ανέμελο;
Του Γρηγόρη Ιωαννίδη
Δεν θα κρύψω πως το συναίσθημα που με κατέκλυζε καθώς έφευγα από τον «Κύκλωπα» του Εθνικού την περασμένη Παρασκευή δεν είχε να κάνει μόνο με τη γνωστή χαρά ή το θάμβος που ακολουθούν κάθε εξαιρετική παράσταση: ήταν μαζί και βαθιά ανακούφιση. Μετά την έντονη συζήτηση των τελευταίων ημερών για τον προσανατολισμό -όχι μόνο του θεάτρου κι όχι μόνο της τέχνης μας-, παραστάσεις όπως αυτές έχουν μέσα μου αποτέλεσμα παρηγορητικό και θεραπευτικό. Απέναντι στο λαϊκό φετίχ της Επιδαύρου και στην υψηλόφρονα κατήχησή της, ορίστε η απάντηση του Βασίλη Παπαβασιλείου: ένας εθνικός «Κύκλωπας» με μάτια δεκατέσσερα, ανοιχτά κι άγρυπνα, Κύκλωπας σοφιστικός κι ειρωνικός, προοδευτικός, μάγκας και παιχνιδιάρης, και μαζί –για όσους θέλουν σώνει και καλά το λαϊκό σαν μέτρο– τόσο αληθινός εν τέλει ώστε να δικαιώνεται σαν λαϊκός. Στη δημιουργία ενός αληθινά διανοούμενου και τεχνίτη, θεράποντα και κήνσορα των πολλών, βρίσκεται η ουσιαστική μας ελπίδα.
Συνέβη πάλι αυτό που συμβαίνει πάντα με τον σκηνοθέτη. Διαβάζω τα κείμενα, παρακολουθώ τις συνεντεύξεις του και βλέπω –όπως όλοι– τον στοχαστή, φιλόσοφο και διανοούμενο. Και ύστερα προσέρχομαι στην παράσταση και ανακαλύπτω στη θέση όλων αυτών των περισπούδαστων το αληθινό βήμα θεάτρου. Μια ελεύθερη, απελευθερωμένη και ελευθεριάζουσα σκηνή, με λυμένο το κορδελάκι στους αέρηδες, με διάπλατα τα παράθυρά της, να παίζει και να περιπαίζει. Μένω διαρκώς με την απορία: Πώς είναι δυνατόν κάτι τόσο εγκεφαλικό και βαρυσήμαντο να οδηγεί σε κάτι θεατρικό, ελαφρύ, αέρινο, διασκεδαστικό κι ανέμελο;
Μια που στον «Κύκλωπα» μιλάμε για φαΐ, θα αντλήσω τη μεταφορά μου από εκεί. Σαν τα εδέσματα των εκλεκτών σεφ, λοιπόν, η παράσταση του Εθνικού στηρίχτηκε στα καλύτερα υλικά, δέθηκε με τη μεγαλύτερη μαεστρία, γνώση και σοφία. Και έφερε στο στόμα μας νέα γεύση, μαζί με την επίγευση ελαφράδας και υγείας. Νομίζω πως βρήκα τη λέξη για το πώς αληθινά νιώθεται η παράσταση του Παπαβασιλείου: σαν κάτι το υγιεινό.
Πράγμα εξαιρετικό για κάθε πρόσφορο. Ο Παπαβασιλείου δεν ανεβάζει έργα όπως οι περισσότεροι. Στη συλλογιστική του το ανέβασμα ενός έργου αποτελεί παρέμβαση, διάβημα που εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο αφήγησης της φυλής, ώστε το θέατρο να γίνει κιβωτός της παραμυθικής παρουσίας της.
Μου φαίνεται πως το θέατρο για τον σκηνοθέτη και στοχαστή είναι ο καλύτερος τρόπος τακτοποίησης των οφειλών με τον μύθο μας. Γι’ αυτό και οι παραστάσεις του είναι τελικά θέατρο μιας πολιτείας που ανεβάζει τον εαυτό της, που διαλέγεται με την ταυτότητά της, που εξετάζει με αφορμή μια παράσταση τη σχέση της με τον κόσμο. Τον ελληνικό κόσμο.
Γιατί έχει έναν απαράμιλλο τρόπο ο Παπαβασιλείου να μεταφέρει έναν κόσμο ελληνικό, σύνθετο και αμφιλεγόμενο. Δείτε αυτό το τσούρμο από κάπηλα Ελληνάκια, θιασώτες του Διόνυσου, ηθοποιούς και μικροπωλητές των πάντων που εισβάλλουν και καταλαμβάνουν το θέατρο, ζητώντας από τον μόνιμο σωτήρα τους, τον απόγονο του Οδυσσέα, μπερμπάντη και απατεωνίσκο, στο Μοναστηράκι, να τους βγάλει από το αδιέξοδο. Κι αυτός τους συγκαλεί σε θίασο γύρω από ένα παλιό κείμενο, έργο και παρακαταθήκη, αρπαχτή και παράσταση! Για να σωθούν, να ξεφύγουν, να λυτρωθούν ή να μεταφέρουν το αδιέξοδό τους παραπέρα. Με τον ρόγχο γιορτής που τελειώνει ή το διονυσιακό πνεύμα που αναγεννιέται. Με τον υψηλό τόνο του παλιού θεάτρου και το ταπεινό φορτίο του θεατρίνου. Με το λάθος και το ψέμα, με το ρίσκο και την απόγνωση, ο θίασός τους γεννιέται μπροστά μας και με τη σειρά του γεννάει τον «Κύκλωπα» του Ευριπίδη.
Περίεργο μεταθεατρικό εύρημα, όχι πλήρως κατανοητό, είναι αλήθεια, ούτε κι απόλυτα συνεπές στην εξέλιξή του. Για αντίκρισμά του έχει όμως τη μείξη των «ταπεινών ειδών», από την παρωδία και το παραμυθόδραμα (όπου έχει βέβαια και το Χόλιγουντ θέση) μέχρι το πομπώδες μελόδραμα, το ελαφρύ μιούζικαλ, και βάλε. Το ενδοθεατρικό χιούμορ περισσεύει: Η νύμφη Γαλάτεια του Θεόκριτου –ήταν κάποτε ερωτευμένος με αυτήν ο Κύκλωπας στην ειδυλλιακή εκδοχή του- μας οδηγεί στο φινάλε στη σκηνική εικόνα της «Γαλάτειας» του Βασιλειάδη. Και το σκανδαλιστικό του πρωτότυπου μεταφέρεται σε κατ’ αναλογίαν, χωρίς τα φαλλικά σύμβολα, όχι όμως και άοπλο: η πρόκληση των αστών γίνεται τώρα ομοφυλοφιλική περίπτυξη και δημόσιο κάπνισμα μαριχουάνας (ίσως στην πιο ευρηματική σκηνή της παράστασης). Το πανόραμα που στήνεται στο κέντρο της ορχήστρας γίνεται κυκλόραμα του είδους. Και ο «Κύκλωπας» μετατρέπεται σε εκκύκλημα της αιώνιας θεατρικής μηχανής και μηχανορραφίας.
Αλίμονο αν όλο αυτό έμοιαζε προκαθορισμένο, στημένο. Γίνεται άπαξ και διά παντός. Και αυτό σημαίνει ιδιαίτερη μελέτη του θεατρικού προσώπου, ειδική τεχνική από τους ηθοποιούς, τόλμη, φαντασία και νου. Ο Νίκος Καραθάνος βρίσκεται ντυμένος πειρατής της Καραϊβικής –τι καταπληκτική προσέγγιση!– εγγύτερα από τον καθένα σε έναν Οδυσσέα μόρτη και επιπόλαιο, φευγάτο και ονειροπόλο, χαριτωμένο και γοητευτικό. Ο Δημήτρης Πιατάς έφτιαξε τον πιο βαθύ και χειροπιαστό Κύκλωπα. Εχει εκτόπισμα, ερείσματα και μορφή. Τον ξέρουμε, τον έχουμε συναντήσει, έχει καταβροχθίσει συντρόφους μας. Οπως και ο Σειληνός του Νίκου Χατζόπουλου, που γεμάτος θεατρικότητα, τσαχπινιά και πονηράδα, κρατά άσβηστη τη θράκα του στους αιώνες.
Γύρω τους υπάρχει θίασος ζηλευτός, ικανός να καταρτίσει τη διανομή όχι μιας αλλά πέντε παραστάσεων στην Επίδαυρο. Χόρεψαν, υποκρίθηκαν, τραγούδησαν σαν τα δαιμόνια. Οι ρυθμοί του Νίκου Καμαρωτού δημιουργούσαν την υπόγεια διάσταση του χρόνου στο καρναβάλι. Και τα κοστούμια της Μαρί Νοέλ Σεμέ υπηρετούσαν διπλό σκοπό: να γεμίσουν με χρώμα την ορχήστρα. Και να μεταδώσουν την αίσθηση πως αυτά τα πλάσματα είναι κάποιο είδος ξωτικού, μισά από άνθρωπο, μισά από εσθήτα θεάτρου.
Ολοκληρώνω με την εκλεπτυσμένη, υψηλού ύφους και έντεχνης πνοής μετάφραση του σκηνοθέτη, με τη συνδρομή του Σωτήρη Χαβιάρα στη διασκευή. Εντυσαν και οι δυο την παράσταση με την πνοή ενός αυθεντικού διανοούμενου.