Pin It

Του Γιώργου Σταματόπουλου

 

Το θέλαμε ή όχι, ξεμάθαμε να ενεργούμε αυτοβούλως, με εσωτερική ενέργεια φτιαγμένη από τον πλούσιο άγνωστο κόσμο και φιλτραρισμένη στην παντοκρατορία του νου. Απλώς προσαρμοζόμαστε στις εντολές άνωθεν, υμνούμε τη δύναμη της εξωτερικής ενέργειας (του κράτους, της αστυνομίας, της τρόικας, του περιβάλλοντος και λοιπών αντιανθρώπινων επιβουλών). Η δύναμη, όποια έχει απομείνει, ξοδεύεται σε μηρυκασμούς και υποκλίσεις προς τους ισχυρούς. Ούτε άμυνα ούτε αντεπίθεση.

 

Και το χειρότερο; Ολοι νομίζουμε ότι έχουμε γεννηθεί για κάτι καλύτερο απ' αυτό που υφιστάμεθα ή απ' ό,τι επαγγελλόμαστε. Λησμονούμε τους διαμέσους που διαμόρφωσαν τη ζωή μας, μάλλον τους έχουμε αφομοιώσει ή έχουμε γίνει ίδιοι μ' αυτούς, ώστε τίποτε δεν μας εκπλήσσει και, άρα, δεν μπορεί να μας ταρακουνήσει. Φλύαροι οι πλείστοι, κακομαθημένοι, ανάξιοι.

 

Φταίει η παγκοσμιοποίηση λένε όσοι δεν μπορούν να χωνέψουν ότι έχουν υποταχθεί στη μοιρολατρία. Αλλά η παγκοσμιοποίηση δεν είναι καινούργιο φρούτο στην ιστορία μας. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι γραμμένο το 1887, περίπου, και ο συγγραφέας του ουδέποτε διεκδίκησε δάφνες οικονομολόγου ή πολιτικού αναλυτή, κοινωνιολόγου και λοιπά: «Κοσμοπολιτισμός των τροφών, των λογοτεχνών, των εφημερίδων, των μορφών, των προτιμήσεων, ακόμη και των τοπίων. Ο ρυθμός αυτής της εισβολής ένα prestissimo· οι εντυπώσεις σβήνουν η μία την άλλη· αρνούμαστε ενστικτωδώς να κάνουμε να εισέλθει οτιδήποτε, να το αφομοιώσουμε σε βάθος, να “χωνέψουμε” κάτι· προκύπτει από εκεί η αποδυνάμωση της πεπτικής ικανότητας. Ενα είδος προσαρμογής εμφανίζεται σ' αυτή την υπερφόρτωση των εντυπώσεων· οι άνθρωποι αντιδρούν μόνο στα ερεθίσματα που έρχονται απ' έξω…»

 

Χάθηκαν: η ξεγνοιασιά, η χαρά, η κομψότητα, η πνευματική διαύγεια· υποχώρησαν στο χρώμα, στην πραγματικότητα, φουσκωμένη με υλόφρονες, οχληρές για την ανεξαρτησία του πνεύματος, «αξίες». Χάθηκε: ο παλαιός, αυτόχθων (;) πολιτισμός, η ικανότητα δηλαδή να αφομοιώνουμε τον ζωντανό πολιτισμό των προηγμένων λαών, όπως έκαναν οι παλιοί με τους Πέρσες, τους Φοίνικες, τους Ετρούσκους, τους Σκύθες και λοιπούς λαούς. Ο,τι μάθαιναν ήθελαν αμέσως και να το ζήσουν. Δεν τους ενδιέφερε η γνώση καθεαυτή όσο η ζωή που κέρδιζε σε ποιότητα απ' αυτήν τη γνώση.

 

Ελεγε ο συγγραφέας μας στο βιβλίο του «Η γέννηση της φιλοσοφίας»: «Οι Ελληνες, εφευρέτες, ταξιδιώτες και αποικιστές. Ξέρουν να μαθαίνουν. Η εποχή μας ας φυλαχτεί από του να πιστέψει πως είναι ανώτερή τους με τη ροπή προς τη γνώση. Στους Ελληνες όλα γίνονται ζωή! Σε μας τα πάντα μένουν στο στάδιο της γνώσης». Να γιατί «ο Ηράκλειτος δεν μπορεί να γεράσει», γιατί «είναι ποίηση που ξεφεύγει από τα όρια της πείρας», να γιατί οι Ελληνες «εξάρτησαν τον πολιτισμό τους από τη μουσική».

 

Με την αρετή τα μπέρδεψαν λίγο. Υπάρχει; Διδάσκεται, εφευρίσκεται; Ολα υπάρχουν όταν θέλουμε να υπάρχουν. Τρυφερό, μεγαλειώδες κι ακαταμάχητο πάθος, βάσανο και γλύκα των μεγαλόψυχων καρδιών την αποκαλούσε ο πολύς Ροβεσπιέρος, για να δικαιολογήσει την επανάσταση, να, όμως, πώς: «η βαθιά φρίκη για την τυραννία, ο συμπονετικός ζήλος για τους καταπιεσμένους, η ιερή αγάπη για την πατρίδα, η υψηλότερη κι αγιότερη αγάπη για την ανθρωπότητα, δίχως την οποία μια μεγάλη επανάσταση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα θορυβώδες έγκλημα που καταστρέφει ένα άλλο έγκλημα».

 

Να αφομοιώσουμε μια τέτοια αρετή; Μήπως είναι πολύ βαθιά και δεν μπορέσουμε να τη γνωρίσουμε; Αλλά εναντιώνεται στη βία της πραγματικότητας που άλλοι κατασκεύασαν για να τη βιώσουμε εμείς εκόντες άκοντες. Αρετή, βία κι ένστικτο: λόγος, ορθολογισμός, εξέγερση. Δεν είναι «μια από τα ίδια», είναι δυνατή ψυχική και νοϊκή διεργασία που ίσως κάποτε απαντήσει στην απορία της 15χρονης: «Αφού υποφέρει ο λαός γιατί δεν κάνει κάτι;»

 

[email protected]

 

Scroll to top