11/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο κόσμος του Αντώνη Σαμαράκη

Δέκα χρόνια από το «θρίλερ» του θανάτου του.
      Pin It

Δέκα χρόνια από το «θρίλερ» του θανάτου του

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

Απεχθάνομαι τις λέξεις σασπένς και θρίλερ (βάλτε και το «απίστευτο»), για την ευκολία με την οποία εκστομίζονται, κυρίως από τα ηλεκτρονικά μέσα, χάριν εντυπωσιασμού, για ασήμαντα θέματα. Ομως κείνη την Παρασκευή της 8ης Αυγούστου 2003 (πριν από δέκα χρόνια), στο καλλιτεχνικό τμήμα της «Ελευθεροτυπίας», ζήσαμε ένα μικρό θρίλερ, όταν μαθεύτηκε ότι στην Πύλο της Μεσσηνίας όπου βρισκόταν, πέθανε ο Αντώνης Σαμαράκης. Συγγενείς και φίλοι του συγγραφέα, στον βαθμό που βρίσκονταν, δήλωναν αδυναμία να επιβεβαιώσουν το τι και πώς. Σε σημείο που αναρωτιόμαστε μήπως ήταν κάποια μακάβρια φάρσα του Σαμαράκη ή ότι, μετρ του σασπένς ο ίδιος, ήθελε κάπως έτσι το τέλος του.

 

Εντέλει κάποια στιγμή ήρθε η επιβεβαίωση, κάναμε τις αναγκαίες αλλαγές στις σελίδες, αλλά έμεναν ερωτήματα, που δεν ήταν μόνο δικά μας – ειδικότερα σε σχέση με το πότε και πού της κηδείας. Χρειάστηκε να φτάσει η Κυριακή, για να μαθευτεί ότι επιθυμία του εκλιπόντος ήταν να δωρηθεί το σώμα του στους φοιτητές της ιατρικής για έρευνα, οπότε δεν θα γινόταν και νεκρώσιμη ακολουθία.

 

«Αιώνιος έφηβος»

 

Από τους πολυδιαβασμένους και πολυμεταφρασμένους νεοέλληνες συγγραφείς, ο Αντώνης Σαμαράκης (πτυχιούχος της Νομικής, υπάλληλος στο υπουργείο Εργασίας ώς το 1963, καταδικασμένος από τους Γερμανούς σε θάνατο για την αντιστασιακή του δράση) είχε κατά τα άλλα τη χαρά να απολαύσει εν ζωή όλες τις τιμές (τις οποίες δεν καταφρονούσε): να πολυβραβευτεί, εδώ και στο εξωτερικό, να ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης σε 37 (μοναδικό ρεκόρ) πόλεις της Ελλάδας και της Κύπρου, πρεσβευτής Καλής Θέλησης της UNICEF, να αγαπηθεί από τους νέους, που τον είχαν αποδεχθεί ως πρόεδρό τους στη Βουλή των Εφήβων – όντας «αιώνιος έφηβος» και ο ίδιος. Το πιο σημαντικό, μολονότι η συγγραφική του ακμή σταματά, κατά τους μελετητές του, στο μυθιστόρημά του «Το Λάθος» (1965), εξακολουθούσε ώς το τέλος του να βρίσκεται στην επικαιρότητα, με τις παρεμβάσεις και τη συμμετοχή του στα κοινά.

 

Υπήρξαν βέβαια και οι επικριτές του έργου του, όπως ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, ο οποίος σε εκτενή κριτική του στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (Μάιος – Ιούνιος 1966) γράφει μεταξύ άλλων:

 

«Ολα σχεδόν όσα έχει γράψει ο Αντ. Σ. είναι κομμάτια μιας κορυφαίας στιγμής. Και δεν πρόκειται για καμιά κορυφαία αφηγηματική στιγμή –τον πυρήνα του διηγήματος της κλασικής μορφής– αλλά για τη στιγμή μιας ποιοτικής μεταβολής, θα λέγαμε, στον ψυχισμό και στη συνείδηση ενός προσώπου που αναλαμβάνει την ευθύνη του μηνύματος […] Ετσι αποκαλύπτεται όμως ότι έχουμε να κάνουμε με μια μηχανική εγκεφαλική σύλληψη ενός ευρήματος με βάση τη μόνιμη ιδεοληψία του συγγραφέα, που εξυπηρετείται αισθηματικά μα όχι και αισθητικά».

 

Οι αφιερώσεις του

 

Υπήρξα αναγνώστης των βιβλίων του Σαμαράκη πριν μπω στη δημοσιογραφία και φίλος από την πρώτη συνέντευξη που του πήρα τον Μάρτιο του 1966, λίγο μετά την έκδοση του «Λάθους» (για το περιοδικό «Η Γενιά μας», της Νεολαίας Λαμπράκη). Και λέω φίλος γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να γνωριστείς με τον Σαμαράκη και να μην αισθανθείς φίλος. Εκεί, από την πρώτη στιγμή, ο ενικός, το μικρό όνομα, η οικειότητα. Και αυτές οι μοναδικές αφιερώσεις στα βιβλία του:

 

● «…για έναν κόσμο με ελευθερία, ειρήνη και ανθρωπιά».

 

● «…για μια ανθρωπότητα λιγότερο απάνθρωπη».

 

● «…για έναν κόσμο με χαμόγελο, με καλοσύνη, με ομορφιά, με τρυφερότητα, με ΕΛΠΙΔΑ».

 

● «…με την ελπίδα η ανθρωπότητα να σωθεί επιτέλους από τους “σωτήρες” της».

 

● «… για έναν κόσμο χωρίς τα δεσμά των Εν ΟΝΟΜΑΤΙ» [που είναι και ο τίτλος του τελευταίου του μυθιστορήματος].

 

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, εκτιμώ ότι, όντας χορτασμένος εν ζωή, ο Αντώνης Σαμαράκης τι χρειαζόταν τις μεταθανάτιες τιμές, από τη στιγμή μάλιστα που δεν μπορούσε να τις απολαύσει; Εξ ου και η επιλογή του να εκδημήσει στα 84 του, με τον τρόπο που έγινε γνωστός. Κι από την άποψη αυτή, λέω, θα πρέπει να έφυγε ικανοποιημένος – για να μην πω ευτυχισμένος.

 

(Οι εκδόσεις «Ψυχογιός», τιμώντας τη μνήμη του Σαμαράκη, επανεκδίδουν τα βιβλία του, με τη φροντίδα προφανώς και της συζύγου του συγγραφέα, Ελένης Κουρεμπανά).

 

………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Στο πλαίσιο

 

→Είκοσι, το 2014, τα χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι – τριάντα τα έβγαλε ο υπουργός Πολιτισμού Πάνος Παναγιωτόπουλος, μιλώντας στη Βουλή για τις επιλογές του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Σωτήρη Χατζάκη (τις οποίες υπερασπίστηκε), που οδήγησαν στην παραίτηση του προέδρου του Δ.Σ. Σταύρου Ξαρχάκου (κι αν τον ξαναδείτε..). Αλλά βέβαια είκοσι, το 2014, είναι και τα χρόνια από τον θάνατο της Μελίνας, που παρέλειψε ο υπουργός. Αναφέρθηκε όμως –πάλι καλά– στα 88χρονα του Μίκη Θεοδωράκη (29 Ιουλίου), που βρίσκεται πάντα ανάμεσά μας – ολοζώντανη συνείδηση.

 

→«Πατρίδα, είσαι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους», επισημαίνει πάντως σ’ ένα ποίημά του ο Τάσος Λειβαδίτης, που στις 30 Οκτωβρίου συμπληρώνονται 25 χρόνια από τον θάνατό του, στα 66 του. Το ανθεκτικό περιοδικό «Μετρονόμος» του αφιερώνει το νέο τεύχος του, με έμφαση στον μελοποιημένο λόγο του. «Ποιητής μεγάλου διαμετρήματος διοχέτευσε μέσα στους στίχους του όχι μόνο το πιστεύω του αλλά και το ταξίδι προς τον εσωτερικό του κόσμο με συνταξιδιώτες το χρόνο και τη μνήμη», γράφει προλογίζοντας ο εκδότης Θανάσης Συλιβός.

 

→Εύλογο το ερώτημα: Με τέτοια κρίση, πώς γίνεται και λείπει τόσος κόσμος; Πώς τα βολεύει και πώς του περισσεύουν; Αλλά είναι και τα ερωτήματα των άλλων που βάζουν σε δοκιμασία: Πού θα πάτε; Πού πήγατε; Πώς τα περάσατε; Κι άντε να πεις ότι δεν δύνασαι. Ο μήνας πάντως αυτός, απ' ό,τι φαίνεται, θα κυλήσει στο χαλαρό. Από τον άλλο, βλέπουμε…

 

→ΚΑΙ… «Τι κάνεις εκεί;» του λέω. «Τι να κάνω;» μου λέει – «ανησυχώ» (κι αυτό του Λειβαδίτη).

 

[email protected]

 

Scroll to top