11/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Καταγραφές της Εθνικής Αφροσύνης

Χρήστος Καραγιάννης Η ιστορία ενός στρατιώτη (1918-1922) Επιμέλεια-Σχολιασμός: Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής. Εκδόσεις «Κέδρος», 2013, σελ. .
      Pin It

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάϊς

 

 Χρήστος Καραγιάννης
Η ιστορία ενός στρατιώτη
(1918-1922)
Επιμέλεια-Σχολιασμός: Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής. Εκδόσεις «Κέδρος», 2013, σελ. 290

 

Του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου

 

Περί τα μέσα της δεκαετίας του ’70, πιθανόν στα 1977, δημοσιεύτηκε στον αθηναϊκό Τύπο η πληροφορία για την κυκλοφορία, σε πολυγραφημένη έκδοση, του Ημερολογίου ενός στρατιώτη, ο οποίος (από το 1918 μέχρι το 1922) όργωσε κυριολεκτικά με τα πόδια του εδάφη της Μακεδονίας, της Ουκρανίας και της Μικράς Ασίας, πολεμώντας υπέρ των εθνικών μας ιδεωδών… Ενας αριθμός τηλεφώνου παρέπεμπε στον εκδώσαντα αυτήν τη μαρτυρία.

 

Προμηθεύτηκα εκείνη την έκδοση πηγαίνοντας ένα μεσημεράκι στην οδό Κερκύρας, στην Κυψέλη – ακριβώς εκεί όπου τελειώνει η μεγάλη κατηφόρα, απέναντι από το Σχολείο.

 

Επρόκειτο για ένα βιβλίο σε μεγάλο σχήμα, στο μέγεθος που καθόριζαν οι μεμβράνες του πολυγράφου (αυτή ήταν η μόνη δυνατότητα της εποχής για πολλαπλά αντίτυπα), με προβλήματα εκτυπώσεως και αισθητικής -πλην οι καταγραφές του δημοσιευμένου Ημερολογίου (ενός αυτοδίδακτου και, στην πραγματικότητα, αγράμματου στρατιώτη) συνιστούσαν μια μαρτυρία όχι απλώς συναρπαστική, αλλά συγκλονιστική και αποκαλυπτική.

 

Αυτήν, ακριβώς, την έκδοση, και μάλιστα χωρίς εξώφυλλα, βρήκε προ ετών τυχαία στο Μοναστηράκι ο Φ. Δ. Δρακονταειδής. Εντυπωσιασμένος, την υπέβαλε στη βάσανο εξαντλητικού σχολιασμού, διασταυρώνοντας κάθε πληροφορία με ποικίλες άλλες πηγές -κυρίως, δε, με τη συχνή προσφυγή στα πολύτιμα και άριστα οργανωμένα Αρχεία της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού.

 

Ετσι, στο «Ημερολόγιο» του στρατιώτη Χρήστου Καραγιάννη του Ιωάννη, κλάσεως 1915, γεννημένου το 1895 στο χωριό Κορώνεια του Νομού Βοιωτίας, δεν παρακολουθούμε μόνον τον ηρωισμό των Ελλήνων μαχητών στις τελευταίες μάχες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στη Βόρεια Ελλάδα (1918) και τις απίστευτες και ακατανόητες περιπέτειες του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία (1919), αλλά (κυρίως) την πορεία του Στρατού (και του Εθνους) προς την τραγική Καταστροφή της Μικράς Ασίας (1920-1922) – μια πορεία που δημιουργεί συνεχώς άπειρες απορίες, καθώς βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ακραίες όψεις εθνικής αφροσύνης.

 

Απορίες δημιουργεί και το ίδιο το κείμενο: είναι προφανές ότι έχει υποστεί επεμβάσεις, από γραμματικούς ή μη, την έκταση και το βάθος των οποίων αγνοούμε. Μία σημείωση, π.χ., του ίδιου του Καραγιάννη στην τελευταία σελίδα του Ημερολογίου του:

 

«Τώρα που παρήλθαι ο χρόνος ευρίσκομαι άρωστος και με άνευ υλικής αξίας, ευρίσκομαι ως ναυαγός με μόνην την ανίκανη ζωήν μου, στερούμενη των πάντων…», δημιουργεί απορίες πατρότητος για πάρα πολλές φράσεις του βιβλίου όπως π.χ.: «Παρετηρήθη την παρελθούσα εσπέρα», «Η νύχτα προχωρούσε απλώνοντας το μαύρο πέπλο της», «Εξελθών δε του καφενείου απήλθε εν τάχει και η σύλληψίς του δεν κατέστη δυνατή» κ.λπ. κ.λπ. – καίτοι ενίοτε μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι πρόκειται για αντιγραφές της τρέχουσας καθαρεύουσας του Στρατού.

 

Ανεξαρτήτως όλων αυτών, ο Καραγιάννης αναπλάθει με μοναδική πειθώ τη σκληρή καθημερινότητα του στρατιώτη στον πόλεμο, την απερίγραπτη φρίκη και παραφροσύνη του πολέμου, την άγρια, κυνική και αδίσταχτη εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων υπό τον μανδύα εθνικών και άλλων ιδεωδών και την ακατανόητη (πλην σταθερώς επαναλαμβανόμενη) ελληνική αφροσύνη.

 

Στο Ημερολόγιο του Χρήστου Καραγιάννη εντυπωσιάζουν η ακρίβεια και η λεπτομέρεια της περιγραφής, η παρατηρητικότητα και η συνέπεια των καταγραφών, η μνήμη, η κριτική αποτίμηση προσώπων και καταστάσεων, η τρυφερότητα με την οποία μιλάει για τα ζώα (και ιδιαίτερα για τα μουλάρια του Στρατού, αλλά και τα πρόβατα και τα γίδια των κοπαδιών), για τα δάση, τις ρεματιές, τα ποτάμια, αλλά και η αθωότητα, με την οποία αντιμετωπίζει στρατιώτες και συνήθειες των ξένων στρατευμάτων:

 

…Μιλούσαν αγγλικά… Το σπουδαιότερο ήταν πως δεν φορούσαν σώβρακο. Και καθώς ήταν ψηλοί με πρώτο ανάστημα, έτσι και έσκυβαν φαίνονταν τα απόκρυφα μέλη τους, καλοφτιαγμένα…

 

…Το δυσάρεστο πάντως ήταν ότι φθάνοντας στο κέντρο της κωμόπολης παρατήρησα τέσσερα μουλάρια, είχαν τραυματισθεί και είχαν αχρηστευθεί. Τα είχαμε εγκαταλείψει στο έλεος του Θεού. Μόλις μας είδαν, χλιμιντρούσαν παραπονεμένα και έκλαιγαν. Τα δάκρυά τους έτρεχαν άφθονα…

 

Ο Καραγιάννης, εκτός των άλλων δεινών (τα οποία υποφέρει με καρτερία και χωρίς μεμψιμοιρίες εν ονόματι της Πατρίδος, ασκώντας εκ παραλλήλου σκληρή κριτική για πράξεις και παραλείψεις όσων εκφράζουν -ή καπηλεύονται- αυτήν την έννοια), είχε την πρόσθετη ατυχία να υπηρετεί στο Σύνταγμα που διοικούσε ο Γεώργιος Κονδύλης! Οι παρατηρήσεις του και οι καταγραφές για αυτό το πρόσωπο είναι μοναδικές:

 

…Ο νέος διοικητής ήταν μετρίου αναστήματος, λίγο μελαψός, με γερτό κεφάλι προς το στήθος του, με μια καμπούρα που διακρινόταν…

 

…Εν ονόματι του Νόμου και του Κονδύλη…

 

…Θα τον τουφεκίσω για το μεγαλείο της πατρίδας μου…

 

Οι αναφορές του Καραγιάννη στους νεκρούς και τους τραυματίες των μαχών θα μπορούσαν να αποτελέσουν πολύτιμο κεφάλαιο της αντιπολεμικής λογοτεχνίας.

 

…Οι τραυματισμένοι δεν έπαυαν ούτε στιγμή να φωνάζουν, να κλαίνε, να ζητούν βοήθεια από τη μάνα τους, όλοι από την Παναγία. Πιο πολύ με συγκινούν εκείνοι που έμειναν δίχως πόδια, δίχως χέρια, δίχως μάτια και βογκούν ή λένε ασυνάρτητες λέξεις. Πού να ακούγατε τους ρόγχους των τραυματισμένων, που υπέκυπταν στα βαριά τραύματά τους…

 

…Μαζί τους έφεραν και τρεις Ελληνοπούλες, που οι Τούρκοι, αφού τις βαρέθηκαν, τους έβγαλαν τα μάτια και τους έκοψαν τα μαλλιά. Κρίμα, τρία όμορφα κορίτσια τυφλά…

 

…Η μάχη κράτησε τέσσερις ώρες, αλλά όποιον πιάναμε τον περνούσαμε από την κάμα, ό,τι και αν ήταν, άνδρας, γυναίκα, παιδί…

 

Στις 13 Αυγούστου 1922 ο Μουσταφά Κεμάλ εξαπολύει τη γενική τουρκική επίθεση – και ακολουθεί η μοιραία ελληνική Καταστροφή. Ο Καραγιάννης περιγράφει με ανατριχιαστικό τρόπο τις λεπτομέρειες αυτής της τραγικής υποχώρησης – ακόμη και τον ρόλο των μεγάλων μας συμμάχων και προστατών… Ενα μόνον απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό, από τις απεγνωσμένες προσπάθειες λαού και Στρατού να επιβιβασθούν σε καράβια στη Σμύρνη:

 

…Στην Σμύρνη… μερικοί καλοί κολυμβητές πηδούσαν στη θάλασσα και κολυμπούσαν προς τα πολεμικά των Αγγλων και είχαν αρχίσει τα παρακάλια, οι αλογομούρηδες τους έριχναν ένα παλαμάρι να πιασθούν και, αφού τους βιράριζαν ώς το κατάστρωμα, έλυναν πάλι το παλαμάρι και τους βουτούσαν στα νερά… και ξεκαρδίζονταν στα γέλια…

 

Ο (βοσκός) Καραγιάννης, με το ανεπτυγμένο αίσθημα της επιβίωσης, θα καταφέρει να αναρριχηθεί σε ένα καράβι, στην Πούντα, αφού πρώτα έδεσε το άλογό του στα κάγκελα του λιμανιού:

 

…έστρεψα το βλέμμα μου στο άλογό μου, δεμένο στα σίδερα. Μου φάνηκε πως έκλαιγε και έκλαψα…

 

Κάποτε θα φθάσει στο χωριό του, όπου θα δει για πρώτη φορά το παιδί του, ενώ στο μεταξύ η μάνα του και η μικρότερη αδελφή του έχουν πεθάνει. Δεν τον περίμενε, φυσικά, κανείς εκ μέρους της Πατρίδος:

 

Κανείς δεν μας περίμενε, καμία μέριμνα δεν μας αναλογούσε…

 

Scroll to top