Δέκα συγγραφείς –ένας κάθε Σάββατο–θα μας συντροφεύουν με μια καλοκαιρινή ιστορία. Αστικό ή υπαίθριο φόντο, νοσταλγική, ευτράπελη, σαρκαστική, αλλόκοτη ή ενδοσκοπική διάθεση, κείμενα σε τόνους ραστώνης ή θερινής νεύρωσης, σκιαγραφούν το γενικό αφηγηματικό πλαίσιο. Δέκα πρωτότυπα μικροδιηγήματα έγραψαν, ειδικά για τους αναγνώστες του «Ανοιχτού Βιβλίου», σημαντικοί Ελληνες πεζογράφοι. Δέκα συγγραφείς λοιπόν «υπό σκιάν», στον καύσωνα της εποχής και της γραφής.
Επιμέλεια: Μισέλ Φάϊς
Του Κώστα Μαυρουδή
Στις 3 Ιουλίου του 1958, ένας ηλικιωμένος κύριος, ήρεμος και ευγενής σαν ορισμένους πολύ παλιούς ανθρώπους, έφτασε για διακοπές σε ένα νησί του κεντρικού Αιγαίου. Καθημερινά, νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα, καθόταν κάτω από μια τεράστια ομπρέλα, στο τελευταίο καφενείο του λιμανιού, διαβάζοντας και συχνά υπογραμμίζοντας τη σελίδα με ένα μαύρο ξύλινο μολυβάκι. Ο μοναχικός εκείνος αναγνώστης, ψηλός, με κόκκινο πρόσωπο και γαλάζια μάτια, είχε μαζί του τον Γιόρικ, έναν σκύλο με μαύρο τρίχωμα που το διέκοπταν άτακτοι καφέ θύλακες. Στην εικόνα του Γιόρικ κυριαρχούσαν τα χαρακτηριστικά του Πίτμπουλ, αλλά ήταν πράος και ήπιος σαν αρνί. Εμαθε πολύ σύντομα τις οσμές του ξενοδοχείου, αναγνώριζε τους σερβιτόρους της παραλίας, μπορούσε ακόμα –δεν ήταν υπερβολή– να διακρίνει τι ποσοστό από ρείκι και ρίγανη υπήρχε στο μέλι που έφερναν για το πρωινό. Τις πρώτες μέρες της διαμονής του, ο ηλικιωμένος κύριος είχε γνωρίσει τους γονείς ενός μικρού αγοριού, έκαναν συχνούς περιπάτους στην προκυμαία, αλλά με τον καιρό υπήρξε ανάμεσα σ’ αυτόν και το παιδί ένας σύνδεσμος ανεξάρτητος, με κύριο στοιχείο του αφηγήσεις ιστοριών από σπουδαία βιβλία. Το πρωί, για παράδειγμα, της 13ης Ιουλίου, πάντα στο τελευταίο καφενείο, ο δεκανέας των δραγόνων δον Χοσέ, αντί να συλλάβει για κάτι πολύ σοβαρό μια τσιγγάνα που ονομαζόταν Κάρμεν, ερωτευμένος, την άφησε να αποδράσει. Θέλοντας να είναι μαζί της έγινε λαθρέμπορος, αλλά όταν εκείνη προτίμησε έναν ταυρομάχο, τυφλωμένος από ανεκπλήρωτο πάθος, τη σκότωσε. Δυο μέρες αργότερα, ο Χανς Κάστορπ, νεαρός αστός από το Αμβούργο που είχε επισκεφθεί στις αρχές του αιώνα τον εξάδελφό του σε ένα σανατόριο του Νταβός, διέγνωσε την ίδια ασθένεια μ’ αυτόν. Εμεινε εκεί για επτά ολόκληρα χρόνια, γοητευμένος από τον κοσμοπολιτικό μικρόκοσμο, κυρίως από δύο σπουδαίους διανοούμενους και συζητητές, υπέρμαχους, αντίστοιχα, διαφωτιστικών και ρομαντικών ιδεών. Την επόμενη εβδομάδα, η Λιουμπόβ Αντρέγιεβνα είχε αναγκαστεί να πουλήσει τον υποθηκευμένο βυσσινόκηπο και ο αφηγητής, σαν να μιλούσε για ένα σύγχρονο ζήτημα, έκρινε ενοχλημένος ότι «η ιδιοκτήτρια έπρεπε να δώσει μέρος του κτήματος για να εξοφληθεί το υπόλοιπο». Συχνά ο Γιόρικ, πλήττοντας, απομακρυνόταν μόνος στη λιθόστρωτη προκυμαία. Εχοντας παρακολουθήσει πολύωρες αφηγήσεις, δεν ήταν απίθανο να αναγνώριζε τουλάχιστον τα δισύλλαβα ονόματα (του περίφημου Σουάν, για παράδειγμα, «που παντρεύτηκε μια πανέμορφη κοκότα») ή, το επίσης δισύλλαβο, ενός γοητευτικού και φιλόδοξου σπουδαστή Θεολογίας από το Βεριέρ, που δημιούργησε αβυσσαλέα πάθη στην κυρία ντε Ρενάλ, σύζυγο του δημάρχου (Το Κόκκινο και το Μαύρο). Ο αφηγητής μιλούσε γι' αυτόν επί τέσσερις μέρες με τρόπο που μαρτυρούσε μέθεξη, συχνά μάλιστα τα γεγονότα τον έκαναν να σχολιάζει σηκώνοντας το φρύδι πάνω απ’ τον σκελετό των γυαλιών. Το σκάνδαλο έγινε γνωστό στη μικρή πόλη. Αναγκάστηκαν να τον απομακρύνουν σε ένα μοναστήρι της Μπεζανσόν, απ’ όπου, κερδίζοντας τη συμπάθεια του ηγουμένου, στάλθηκε στο Παρίσι, γραμματέας του Μαρκήσιου ντε Λα Μολ. Η Ματίλντ, κόρη του Μαρκήσιου, δεν άργησε να εγκυμονήσει τον καρπό του έρωτά της και, με την προοπτική του γάμου, ο πατέρας της εξασφάλισε στον νεαρό τίτλο ευγενείας. Ο κόσμος, γεμάτος από συνωμοσίες, δόλο και επιθυμίες, είχε μιαν ανεξάντλητη ποικιλία. Στην άτυπη καθέδρα της παραλίας, το ένα βιβλίο διαδεχόταν το άλλο, ώσπου στο τέλος όλα κινδύνευαν να γίνουν μια αχανής, ενιαία ιστορία. Οι ήρωες, ρευστοί, γλιστρούσαν εύκολα σε ξένες υποθέσεις, και μόνο με επαγρύπνηση και προσπάθεια έμεναν στην πραγματική τους τάξη. «Σε τι χρησιμεύουν τόσα βιβλία;», ρώτησε ένα απόγευμα το παιδί. «Σε τίποτα», είπε εκείνος μετά από σύντομη σκέψη. «Είναι σενάρια του εαυτού τους». Ετσι ο καιρός περνούσε, ώσπου μια μέρα (πλησίαζε ήδη ο Σεπτέμβριος) ο βιβλιόσαυρος που εμψύχωνε για δύο μήνες τίτλους, χαρακτήρες και γεγονότα, ανακοίνωσε ότι ήταν έτοιμος για την επιστροφή του στην Αθήνα. Από την αποβάθρα έσπρωξαν τη βαριά κυλιόμενη σκάλα στην πρύμνη. Το παιδί στάθηκε στην άκρη της, χάιδεψε για λίγο τον Γιόρικ και μετά, με συγκίνηση που δεν κρυβόταν, έδωσε το χέρι στον φίλο που επιβιβαζόταν. Οι γονείς του τον χαιρέτησαν, κι αυτοί, θερμά, μουρμούρισαν κάτι για το χειμώνα των επαρχιών, ενώ εκείνος, διστάζοντας κάπως, άφησε να προχωρήσει ο αχθοφόρος με τις βαλίτσες και ακολούθησε μετά από λίγο έναν καθολικό ιερέα με κομψά χαρακτηριστικά, παιδί σχεδόν. Ανέβαινε αργά, με τη μικρή μαύρη βαλίτσα του (ο Γιόρικ εντόπισε αμέσως στα βήματά του μιαν άγνωστη οσμή ναού), ενώ από την αποβάθρα ο βικάριος του έλεγε κάτι στα γαλλικά και δύο νεαρές μοναχές (με την τεράστια λευκή καλύπτρα της κεφαλής που λέγεται Cornette) χαιρετούσαν, ανομολόγητα λυπημένες για την επιστροφή στην ενορία του. Η επιβίβαση συνεχιζόταν και το παιδί, που δεν θα έβλεπε ποτέ πια εκείνον που έφευγε (ούτε θα ξανάκουγε στο μέλλον κάτι γι' αυτόν), αφαιρέθηκε στη λιτή ιερατική στολή, αρχίζοντας να προβάλλει πάνω της την εικόνα του σπουδαστή της θεολογίας, τα ερωτικά κατορθώματα, τις παλινωδίες, και το δραματικό του θάνατο στη λαιμητόμο. Και εκεί, στην αρχή της σκάλας, έχοντας συνδέσει τον ιερωμένο με τον τυχοδιώκτη από το Βεριέρ, ψιθύρισε, σαν χαιρετισμό στον απαράμιλλο αφηγητή, τον ευφάνταστο συνειρμό του: Ζ ι λ ι έ ν Σ ο ρ έ λ.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Τελευταίο βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή είναι η ποιητική συλλογή «Τέσσερις Εποχές» (Κέδρος, 2010).