Λογοφέρανε κάποτε ο Δημητράκης κι ο γιατρός ο Μαντζουράνης δι’ ασήμαντον αφορμήν. Εκθείαζε ο πρώτος τις αρετές ενός κομπογιαννίτη της Τραγαίας, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στον δεύτερο. Πες ο ένας, πες ο άλλος, ακούστηκαν βαριές κουβέντες και καθώς ο μύστης της επιστήμης του Ιπποκράτη ήταν ψακιάρης, ήτοι παρεξηγησιάρης, έκοψε ακόμα και την καλημέρα στον Απεραθίτη θυμόσοφο. Κι αυτό κράτησε καιρό· χρόνια. Η ιστορία μας εκτυλίσσεται σε εποχές που ο εξηλεκτρισμός της χώρας ήταν ευγενής πόθος ελάχιστων οραματιστών.
Ανύπαρκτος ήταν ασφαλώς και ο δημόσιος φωτισμός της επαρχίας. Οταν έπεφτε το βράδυ, τα στενά του χωριού βυθίζονταν σε πυκνό σκοτάδι· τόσο που να μη βλέπεις την τύφλα σου. Γι’ αυτό οι δεισιδαιμονίες περί διαβόλων και καλών κιουράδων βρίσκονταν σε ημερήσια ή, σωστότερα, ολονύκτια διάταξη. Ο Δημητράκης φορούσε βράκες, όπως οι περισσότεροι στ’ Απεράθου και ο Μαντζουράνης, που του το κρατούσε μανιάτικο και εξακολουθούσε να μην του μιλά, με τα ευρωπαϊκά του κοστούμια ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα. Συναντήθηκαν, λοιπόν, ένα αφέγγαρο βράδυ εν μέση οδώ. Ο γιατρός δεν αναγνώρισε τον Δημητράκη, που αντιθέτως τον σουσούμιασε από το ντύσιμο και την περπατησιά του.
Θαρρώντας πως πρόκειται για οποιονδήποτε χωριανό, ο Μαντζουράνης τον καλησπέρισε γενναιοφρόνως. Αλλά ο Δημητράκης τού το φύλαγε και τον βάζει στη θέση του απαντώντας αφοπλιστικά στο γνωστό αργό τέμπο: «Λάθος ήκαμες»! Κάνα μήνα έχω να αναφερθώ στον πνευματώδη εξάδελφο του παππού μου και τον θυμήθηκα σήμερα που ταξιδεύω στα πάτρια. Μην ξεγελαστείτε ότι τελείωσαν οι ιστορίες του. Σας διαβεβαιώ ότι ο Δημητράκης είναι αστείρευτος και τρανταχτή απόδειξη αποτελεί το παρακάτω περιστατικό:
Ο αδελφός του Δημητράκη, ο Μιχάλακας, ήταν ευτραφής και δυσκίνητος άντρας. Μία απ' τις έξι θυγατέρες του, η Παρασκευγή, μοιραζόταν τον βίο της με τον Κασελομιχάλη στον πάνω όροφο ενός δίπατου αρχοντικού της Πλάτσας· της πλατείας του χωριού. Στο ισόγειο ο Μιχάλης διατηρούσε καφενείο, το οποίο ο γιος του Αντώνης -αγαπημένος μου φίλος- έχει μετατρέψει στο πιο γκα-γκαν ξενυχτάδικο του Αιγαίου. Οπως όλα τα αντρόγυνα, τσακώνονταν ενίοτε, αλλά εκείνο το απόγευμα ο καβγάς εξελισσόταν τρικούβερτος εις ευήκοον των πολυάριθμων θαμώνων.
Στο τέλος ο Κασέλας, για να πικάρει την Παρασκευγή, ξεκρεμάει το φτιαγμένο στην Πόλη κάδρο του πατέρα της και το εκσφενδονίζει απ' το παράθυρο. Η κορνίζα έπειτα από ένα εντυπωσιακό βολ-πλανέ προσγειώνεται στις πλάκες, σχεδόν στα πόδια του Δημητράκη. Εκείνος περιορίζεται να κοιτάξει τη μορφή του Μιχάλακα, ανάμεσα στα θρυμματισμένα γυαλιά, απευθύνοντάς της το εξής: «Μεγαλύτερο σάρτο αδερφέ δεν το 'χες ξανακαμωμένο». Το δικό μου «σάρτο» θα κρατήσει μέχρι τη μεθεπόμενη Κυριακή. Σας εύχομαι καλή Παναγιά, δροσισμένη από μαϊστράλια και του χρόνου σπίτια μας. Οι παλιές ευχές αποκτούν άλλο βάρος στους καιρούς της κρίσης και ιδίως αυτής τώρα με τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας.
Μετέωρος [email protected]