13/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Εργα Θόδωρου Αντωνίου στο Εράτειο Ωδείο Βριλησσίων

Ενας «χαμένος κρίκος» της ελληνικής μουσικής δωματίου

Η πρώτη παρουσίαση του πρώιμου «Κουαρτέτου αρ.1», που ο συνθέτης έγραψε το 1959, σε ηλικία 24 ετών, αλλά παρέμενε ανεκτέλεστο, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συμβολική σημασία.
      Pin It

Η πρώτη παρουσίαση του πρώιμου «Κουαρτέτου αρ.1», που ο συνθέτης έγραψε το 1959, σε ηλικία 24 ετών, αλλά παρέμενε ανεκτέλεστο, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συμβολική σημασία

 

Του Γιάννη Σβώλου

 

Την Παρασκευή, 19/7/2013, παρακολουθήσαμε στο «Εράτειο Ωδείο» των Βριλησσίων μια συναυλία μουσικής δωματίου που περιλάμβανε τρία έργα για κουαρτέτο εγχόρδων του Θόδωρου Αντωνίου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η πρώτη παρουσίαση του πρώιμου «Κουαρτέτου αρ.1». Ο πολυγραφότατος συνθέτης, που επί δεκαετίες οδήγησε την πορεία της σύγχρονης μουσικής στην Ελλάδα και ηγήθηκε ως πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών, έγραψε το έργο αυτό το 1959, σε ηλικία 24 ετών. Μαζί με το σύγχρονό του «Τριπλό κοντσέρτο για βιολί, τρομπέτα και κλαρινέτο», το κουαρτέτο είχε τότε διακριθεί σε διαγωνισμό της Ελληνικής Ραδιοφωνίας αλλά παρέμενε ανεκτέλεστο. Πώς ακούει κανείς ένα τέτοιο έργο σήμερα;

 

Το γύρισμα του αιώνα, η ολοκλήρωση του μεγάλου κύκλου της μεταπολεμικής περιόδου και το πολυσυζητημένο τέλος της μεταπολίτευσης αναμφίβολα δημιουργούν κατάλληλο κλίμα για κριτικές/ερμηνευτικές ανασκοπήσεις. Ξεκινώντας, λοιπόν, θα ’λεγα πως έχει συμβολική σημασία ότι την ίδια εποχή που ο 24χρονος Αντωνίου συνέθετε το έργο αυτό, ο 76χρονος Καλομοίρης ολοκλήρωνε το κύκνειο άσμα του, την καζαντζακική όπερα «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», που έμελλε να σημάνει το ιστορικό τέλος της Εθνικής Σχολής του Μεσοπολέμου.

 

Σ’ αυτό το φόντο αναφορών, η παρθενική εκτέλεση του νεανικού «Κουαρτέτου αρ.1» άφησε την αίσθηση συνάντησης με έναν χαμένο κρίκο –ή μήπως χάσμα, άλμα, τομή, αναπόδραστη ασυνέχεια;– της ελληνικής μουσικής των μεταπολεμικών χρόνων. Οπως νωρίτερα ο κατά μία γενιά νεότερος Γ. Α. Παπαϊωάννου (1910-1989), έτσι και εδώ ο 24χρονος Αντωνίου πατά με το ένα πόδι στη βάση του κατεστημένου εθνικοσχολικού φολκλορισμού και με το άλλο ψάχνει τα βήματά του στον μοντερνισμό, εντασσόμενος στο γενικότερο ρεύμα της εποχής, που απηχεί γενικότερα την καραμανλική επιταγή για «αποβαλκανοποίηση» και εκσυγχρονισμό.

 

Η ακρόαση αποκάλυψε ένα λυρικό έργο, αισθητά ριζωμένο στους κανόνες, που δεν έχει κλείσει ακόμη τους λογαριασμούς του με τα υπολείμματα της ρομαντικής παράδοσης, ούτε, βέβαια, και με το κληρονομημένο από τον Μεσοπόλεμο αίτημα της «ελληνικότητας» στη μουσική. Τυπικά τετραμερές, ξεκινά με ένα φιλόδοξα σοβαρό και ρητορικό εναρκτήριο Allegro con brio και συνεχίζει με ένα λυρικότατο Andante ελεύθερο καλομοιρικών εθνικοσχολικών καταβολών, με επίγευση γαλλικού ήχου κορυφούμενο σε «λεβέντικο», πένθιμο σόλο για το βιολί. Ακολουθεί ένα παιχνιδιάρικο Scherzino pizzicato, υφασμένο με αναφορές σε Μπάρτοκ, Ντεμπισί αλλά και… Τσαϊκόφσκι, και το έργο ολοκληρώνεται με ένα βίαιο, ρυθμικά ατίθασο Allegro, που θα μπορούσε να συνδυάζει απόηχους Μπάρτοκ και Σκαλκώτα.

 

Επιτείνοντας την αίσθηση του πρωθύστερου, τα νεότερα έργα, το «Κουαρτέτο αρ.2» (1998) και το «Ντιβερτιμέντο» (γραμμ. 2004) ακούστηκαν στο πρώτο μέρος της βραδιάς. Συγκρίνοντάς τα μετά το τέλος της συναυλίας και με ξεχασμένο το «Κουαρτέτο αρ.1», εύκολα αναγνώριζε κανείς τι κράτησε και τι εξέλιξε ο συνθέτης στο διάστημα των τεσσάρων και πέντε δεκαετιών που μεσολάβησαν: τη μεγάλη κατάτμηση του μουσικού ειρμού σε μικροεπεισόδια, την αίσθηση ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου ηχοχρωματικού και εκφραστικού μικροκλίματος, τις έντονες αντιθέσεις, τις τακτικές αναφορές στους μεγάλους του μεσοπολεμικού μοντερνισμού –Μπάρτοκ κυρίως–, την ανεξάντλητη ευρηματικότητα.

 

Απρόσμενα ανθεκτική, ωστόσο, η επίμονη εμφάνιση του «Ελληνικού» ήχου θα μπορούσε εδώ να αναγνωριστεί ως μοντέρνα –ή μήπως, σήμερα πλέον, μετα-μοντέρνα;!– σύζευξη του ελληνικού φολκλόρ με τη σύγχρονη έκφραση. Κάποιοι ίσως την καδράριζαν ως προνεωτερικό υπόλειμμα «σε νέες περιπέτειες». Από την άλλη, είναι γνωστό ότι, από τη στιγμή της γέννησής του, ο μοντερνισμός επιδόθηκε σε πολύ ενδιαφέρουσες και γόνιμες δοσοληψίες με τον λαϊκό/παραδοσιακό πολιτισμό…

 

Τα τρία έργα ερμήνευσε πολύ καλά το κουαρτέτο εγχόρδων «L’ Anima» αποτελούμενο από τις βιολίστριες Στέλλα Τσάνη και Μπρουνίλντα Μάλο, τη βιολίστα Ελευθερία Τόγια και την τσελίστρια Λευκή Κολοβού. Πρόκειται για ένα καλοδεμένο σύνολο, με εξαίρετο α΄ βιολί, καλλιεργημένη μουσικότητα, ωραίο, στρωτό ήχο και ισορροπημένες επιμέρους συνεισφορές. Σίγουρα θα θέλαμε να τις ακούγαμε συχνότερα.

 

Scroll to top