Ολα μας τα άλλαξε η κρίση. Και το τσιγάρο θα μας κόψει. Αλλά και τις αναγνωστικές μας συνήθειες; Τις δικές μου τουλάχιστον. Που παίρνω στα χέρια το ωραίο μου το βιβλιαράκι και όταν το τελειώσω, είναι ταλαίπωρο και τρισάθλιο. Χάσκει μισάνοιχτο, αδύνατον να κλείσει, μόνο αν περάσει από πάνω του καμιά μπουλντόζα, αφού για να το διαβάσω το σπάω, το διπλώνω στα δύο. Είναι γεμάτο, επίσης, δημιουργικές μουντζούρες. Ολόκληρες σελίδες υπογραμμισμένες. Σχόλια, ερωτήσεις, αστεράκια, αγκύλες, sos, θαυμαστικά, βρισιές. Κι αυτά τον χειμώνα. Το καλοκαίρι προστίθενται σημάδια της άμμου, της αλμύρας και του αντηλιακού 50 βαθμών, που είναι και σαν στόκος.
Πώς, λοιπόν, θα φύγω εγώ τώρα για διακοπές με τα δύο μόνο βιβλία που αγόρασα, να τα βάλω κάτω να τα ευχαριστηθώ και να τα καταστρέψω με την ησυχία μου; Χρειάζομαι επειγόντως τουλάχιστον άλλα τρία, που χαλβάδιασα επί ώρα στο βιβλιοπωλείο και τα άφησα με μαύρη την καρδιά. Ηξερα, βέβαια, πολύ καλά πως με περιμένουν στη βιβλιοθήκη της αδελφής μου, στην Καλαμάτα. Θα τα δανειστώ, θα μου την κάνει τη χάρη. Αλλά όταν τα επιστρέψω στα άψογα τακτοποιημένα ράφια της, μήπως μου τα φέρει στο κεφάλι;
Με βλέπω, λοιπόν, να κατεβαίνω στην πλαζ εφοδιασμένη με νερά, σαπούνια, πετσέτες χειρός, ακόμα και γάντια. Να αγγίζω τα δανεισμένα βιβλία της κρίσης σαν να είναι από μετάξι. Να τα κρατάω ψηλά στον αέρα (τι πιάσιμο, θεέ μου, τα χεράκια μου) για να μην ακουμπάνε στο βρεγμένο μου μαγιό και μουλιάζουν και κατσαρώνουν οι άκρες τους σαν ακορντεόν. Οταν φυσάει και σηκώνεται η άμμος (ευτυχώς στις μεσσηνιακές ακρογιαλιές ψιλοσπανίζει το είδος) να τα καταχωνιάζω στην τσάντα θαλάσσης.
Θα τα καταφέρω. Το ορκίζομαι. Ας διαβάσω εγώ το «ΝW» της Ζέιντι Σμιθ και το «The Childhood of Jesus» του Τζ. Μ. Κουτσί και θα γίνω το καλύτερο παιδί. Θα μάθω να σέβομαι τα βιβλία, θα τα απαλλάξω από τα χούγια μου. Πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μου θα ’ναι.
Βένα Γεωργακοπούλου