16/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πέθανε ο μεγάλος Πολωνός θεατρικός συγγραφέας Σλάβομιρ Μρόζεκ

«Τάνγκο» με το παράλογο

      Pin It

Και ξαφνικά, μέσα στη χούντα (1972-73), ο Νίκος Κούρκουλος, πάντα ανοιχτός και τολμηρός, ανέβασε το θεατρικό έργο «Τάνγκο» του Πολωνού Σλάβομιρ Μρόζεκ σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου και έγραψε ιστορία. Οχι μόνο γνώρισε στο ελληνικό κοινό έναν συγγραφέα που είχε κατακτήσει ήδη Ευρώπη και Αμερική, αλλά και δημιούργησε ένα πολιτικό γεγονός, έστω και συγκαλυμμένο. Αν οι Πολωνοί είχαν δει το «Τάνγκο» (1964), το πρώτο μεγάλης διάρκειας θεατρικό του Μρόζεκ, σαν ένα πικρό σχόλιο πάνω στον σταλινισμό, οι Ελληνες είχαν τότε τον δικό τους φασισμό να αναλογιστούν. Ο μεγάλος αυτός συγγραφέας έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 83 χρόνων.

 

Ο Μρόζεκ, χάρη στο θρυλικό δοκίμιο του Μάρτιν Εσλιν «Το θέατρο του παραλόγου», εντάχθηκε ήθελε-δεν ήθελε στο μεγάλο αυτό ευρωπαϊκό θεατρικό ρεύμα, που μπορούσε να περιλαμβάνει από τον Ιονέσκο μέχρι τον Μπέκετ – συγγραφείς που μιλούσαν για τη χωρίς νόημα, σκοπό και βεβαιότητες ζωή.

 

Η αλήθεια είναι ότι αυτός, ο γιος ενός ταχυδρόμου, που πριν στραφεί στο θέατρο σπούδασε ή προσπάθησε να σπουδάσει αρχιτεκτονική, ζωγραφική και ανατολική φιλοσοφία και έγινε διάσημος στη χώρα του πρώτα σαν σκιτσογράφος και συγγραφέας μικρών σατιρικών ιστοριών, στο θέατρό του αρνιόταν τις ετικέτες. Αλλαζε, άλλωστε, συνεχώς. «Εγώ, μόνος με τον εαυτό μου. Εγώ κι ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα. Εγώ και η κοινωνία. Εγώ και η μεταφυσική. Τέσσερις βασικές σχέσεις, τέσσερις διαστάσεις του έργου μου», έγραφε.

 

Διαμορφώθηκε μέσα στο πιο γόνιμο κλίμα. Οταν το 1958 ανέβηκε το πρώτο του έργο, «Η αστυνομία», στην Κρακοβία οι φοιτητές έφτιαχναν θεατράκια και ανατρεπτικά καμπαρέ, ο Βάιντα γύριζε το «Κανάλ» και το «Στάχτες και διαμάντια» και ο Μρόζεκ, παρέα με τον άλλο μεγάλο Πολωνό, τον Ταντέους Ρουζέβιτς, έφερναν φρέσκο αέρα στη δραματουργία. Η περίοδος της φιλελευθεροποίησης δεν κράτησε. Ο Γκομούλκα πήρε την εξουσία και ο σταλινισμός τα πάνω του.

 

Ο Μρόζεκ ταξίδεψε πολύ (Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία). Τα έργα του ανέβαιναν σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο (το «Τάνγκο» σε διασκευή, μάλιστα, του Τομ Στόπαρντ) και Παρίσι. Η κριτική του στον αυταρχισμό του καθεστώτος δεν μπορούσε να μείνει αναπάντητη. Αναγκάστηκε το 1963 να εγκαταλείψει την Πολωνία. Εζησε με τη σύζυγό του στην Ιταλία μέχρι το 1968 και μετά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Οταν με κείμενό του στη «Monde» καταδίκασε τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, οι πολωνικές αρχές ακύρωσαν το διαβατήριό του. Προτίμησε την αυτοεξορία (ένα από τα πιο διάσημα θεατρικά του είναι οι «Εμιγκρέδες»), ενώ τα έργα και τα βιβλία του απαγορεύτηκαν στην πατρίδα του.

 

Αρχές του ’70 πήγε στις ΗΠΑ, έζησε ένα διάστημα στη Λατινική Αμερική και το 1978 έγινε Γάλλος πολίτης. Πάλι με κείμενό του στη «Μοντ» καταδίκασε το 1981 το πραξικόπημα του Γιαρουζέλσκι και ξαναέγινε αποδιοπομπαίος τράγος στην Πολωνία. Επέστρεψε οριστικά στην Κρακοβία το 1997. Τα 70ά του γενέθλια γιορτάστηκαν με μεγάλη επισημότητα από την ελεύθερη πατρίδα του.

 

Βένα Γεωργακοπούλου

 

Scroll to top