18/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

(Και) το βιβλίο στον χορό της κρίσης

Από τον εκδοτικό πρωταθλητισμό στη συρρίκνωση.
      Pin It

Από τον εκδοτικό πρωταθλητισμό στη συρρίκνωση

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

Παρακολουθώντας τον τελευταίο καιρό τις στήλες των λεγόμενων ευπώλητων βιβλίων (best seller αγγλιστί), βλέπω ότι κυριαρχούν κάποια ογκώδη, αισθηματικού περιεχομένου, γραμμένα από κυρίες. Είναι η κατηγορία των βιβλίων που κάποτε κυκλοφορούσαν σε περιοδικές εκδόσεις, στο σχήμα του «Ζέφυρου», του «Αρλεκιν» κ.ά. Κάποιοι όμως εκδότες, για εμπορικούς προφανώς λόγους, έκριναν ότι είναι προτιμότερο να τα βγάζουν στο σχήμα του λογοτεχνικού βιβλίου. Και καθώς το αναγνωστικό τους κοινό είναι κυρίως γυναίκες, που τις αγγίζει ιδιαίτερα το είδος, κατακτούν τις κορυφές, ξεπερνώντας σημαντικούς λογοτέχνες – δικούς μας και ξένους. Συνακόλουθα και η εκτίμηση ότι οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άντρες. Και όντως διαβάζουν (το βλέπουμε στα μέσα μεταφοράς και στις ακτές). Το θέμα είναι τι διαβάζουν – οι περισσότερες τουλάχιστον.

 

Από το ζενίθ…

 

Μέχρι πριν από τρία-τέσσερα χρόνια, η αγορά του βιβλίου εμφανιζόταν ανθηρή, ιδιαίτερα καθώς μερικοί εκδότες είχαν αποδυθεί σ’ ένα είδος πρωταθλητισμού: Ποιος μέσα στον χρόνο θα εκδώσει τα περισσότερα. Με συνέπεια να έχει προκύψει και σωρεία συγγραφέων από όλα τα επαγγέλματα, σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου, με την ευκολία άλλωστε που χαρακτηρίζονται ή αυτοχαρακτηρίζονται συγγραφείς.

 

Ωσπου ενέσκηψε η κρίση, που συμπαρέσυρε και το βιβλίο. Εύρωστοι πριν από λίγο εκδότες άρχισαν να συρρικνώνουν την παραγωγή τους, να εμφανίζονται ασυνεπείς προς τους συνεργάτες τους, και κάποιοι (συμπεριλαμβανομένων και βιβλιοπωλείων, καθώς στον χορό μπήκαν και οι βιβλιοπροσφορές εφημερίδων) να βάζουν λουκέτο. Η ευκολία με την οποία έβγαιναν βιβλία έχει πλέον μηδενιστεί, γνωστοί συγγραφείς αλλάζουν εκδότη (στον βαθμό που βρίσκουν), ποσοστά και τιράζ μειώνονται, ενώ όλο και περισσότερο τους ζητείται η οικονομική συμμετοχή στην έκδοση.

 

Απόδειξη της δυσπραγίας: Εκεί που γνωστοί εκδότες αρνιούνταν να κάνουν εκπτώσεις, άρχισαν «μπαζάρ» με «τιμές θανάτου» για βιβλία που άλλοτε προτιμούσαν να διατηρούν στις αποθήκες τους και να τα κάνουν χαρτοπολτό, παρά να τα εκποιούν. Κι από κοντά, σε κεντρικούς δρόμους, καροτσάκια με βιβλία «από ένα μέχρι πέντε ευρώ» (ας παρατηρηθεί πάντως ότι τα περισσότερα από αυτά είναι του «σωρού»).

 

Μέχρι πριν από τέσσερις–πέντε δεκαετίες, οι βιβλιόφιλοι που δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν καινούργια βιβλία, κατέφευγαν στα παλαιοβιβλιοπωλεία – κυρίως του Μοναστηρακίου. Από τα πιο γνωστά, στην οδό Ηφαίστου, το υπόγειο του Γιώργη Νασιώτη (που δεν υπάρχει πλέον – άντεξε κάποια χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού του, αλλά τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειάς του δεν κατάφεραν να το κρατήσουν). Χιλιάδες τα βιβλία, κάθε είδους. Το παζάρι, απαραίτητο:

 

- Πόσο κάνει, κυρ Γιώργη;

 

«Δώσε δέκα δραχμές».

 

Το ’παιρνες με δύο ή και με μία.

 

Με το ζύγι…

 

- Πώς προμηθευόσουν, κυρ Γιώργη, αυτά τα βιβλία; τον είχα ρωτήσει σε συνέντευξη.

 

«Από τους κληρονόμους και την αντιπαροχή. Δεν τους ενδιέφεραν τα βιβλία που άφηναν οι δικοί τους και ήθελαν να τα ξεφορτωθούν. Πήγαινα λοιπόν, παζάρευα και τα έπαιρνα. Αυτό στην αρχή, με το κομμάτι. Σιγά σιγά όμως, άρχισα να κάνω τον δύσκολο, τα έπαιρνα με το ζύγι, με τον… τόνο, και στο τέλος υπήρχαν περιπτώσεις που με πλήρωναν να τα πάρω!»

 

(Να θυμίσω στο σημείο αυτό ότι το μέτρο της αγοράς με το ζύγι εφάρμοσε πριν από μερικά χρόνια βιβλιοπώλης της οδού Ιπποκράτους, προκαλώντας την αντίδραση ανθρώπων του βιβλίου που έκριναν ότι ευτελίζεται. Υπήρξαν όμως και υποστηρικτές: Τι με το κιλό, τι με το κομμάτι – σημασία έχει ο κόσμος να παίρνει βιβλία.)

 

Με τον καιρό ωστόσο ο κυρ Γιώργης έμαθε και κάτι άλλο: Ποια είναι τα καλά βιβλία, τα σπάνια, τα συλλεκτικά, αρκετά από τα οποία κρατούσε, υπολογίζοντας ότι κάποτε θα βρισκόταν κάποιος οργανισμός ή συλλέκτης να τα πάρει. Αλλά, καθώς δεν βρισκόταν ντόπιος ενδιαφερόμενος, δόθηκαν σε κάποιον Κύπριο.

 

Πολλά θα είχα ακόμη να γράψω – θα καταλήξω με το γνωστό ερώτημα: Ποιο το αύριο του βιβλίου, έτσι όπως το ξέρουμε, καθώς περνάει πλέον και σε ηλεκτρονική μορφή; Θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν βιβλιοθήκες ή θα γίνουν πλέον μουσεία; Μακάρι να ήξερα. Θα επαναλάβω ωστόσο κάτι που έχω ξαναγράψει: αντοχή και κύρος θα έχει ό,τι γράφεται και διαβάζεται.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Στο πλαίσιο

 

Την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές δεν έχει περάσει ο Δεκαπενταύγουστος, κι αναρωτιέμαι αν, όπως προηγούμενες χρονιές, θα συνωστιστούν πολιτικοί για το ποιος θα κουβαλήσει την εικόνα της Παναγίας, για να καταδειχθεί στο χριστεπώνυμο πλήθος πόσο σεβαστικοί είναι απέναντι στη θρησκεία και τις παραδόσεις. Και τι να κάνει η Μεγαλόχαρη με τους θεομπαίχτες; Οι κάπως παλιοί θα θυμούνται πως όταν ο βασιλιάς Παύλος ήταν στα τελευταία του (1964), ο γιος και διάδοχός του Κωνσταντίνος πήγε στην Τήνο, αποκαθήλωσε την εικόνα της Παναγίας και την έφερε σιμά του μήπως η χάρη Της βάλει χέρι και σωθεί ο βασιλιάς. Το θαύμα όμως δεν έγινε, ενώ κι ο Κωνσταντίνος, λίγα χρόνια αργότερα, έχασε τον θρόνο.

 

Εν τω μεταξύ το γλέντι καλά κρατεί με τους άνομους κεντράρχες και τους… in αοιδούς, που δηλώνουν άγνοια για την καραμπινάτη φοροδιαφυγή, όχι τώρα – χρόνια. Δεν τολμούσε να πλησιάσει εφοριακός, μου ’λεγε μουσικός που το ζούσε. Εμμεσα ή άμεσα η απειλή εναντίον του ή μελών της οικογένειάς του. Αλλά ιδού που και τώρα εκτιμούν ότι ο τσαμπουκάς έχει πέραση.

 

Το ένα μέτρο είναι οι έλεγχοι: οι άδειες λειτουργίας, οι αποδείξεις. Το άλλο, οι μερακλήδες πελάτες, τα «πρώτα τραπέζια» (στους οποίους, υποθέτω, ανήκουν κι αυτοί που ρίχτηκαν, μαζί με τους φοροφυγάδες κεντράρχες, στους εφοριακούς στην Κρήτη). Για να δούμε, πόσα ξοδεύουν; Πού τα βρίσκουν; Τι δηλώνουν στην Εφορία; (Και μια ματιά στο αμάξι τους απέξω.) Κάπως έτσι είναι δυνατό να μπει κάποια τάξη, να μην πληρώνουν πάντα τα ίδια ζωντόβολα.

 

ΚΑΙ… Απόδειξη – σε όλα.

 

[email protected]

 

 

 

Scroll to top