18/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Κλιμακώσεις ατομικής και συλλογικής μνήμης

Φωτεινή Τσαλίκογλου «8 ώρες και 35 λεπτά» Μια ιστορία. Καστανιώτης, 2013, σελ. 111 Ελεωνόρα Σταθοπούλου «Εκείνος ΙΙ» Αφήγημα, Εστία, σελ. 186 Ρέα Βιτάλη «Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο» Ποταμός, 2013, σελ. .
      Pin It

Φωτεινή Τσαλίκογλου
«8 ώρες και 35 λεπτά»
Μια ιστορία. Καστανιώτης, 2013, σελ. 111

 

 

 

 

Ελεωνόρα Σταθοπούλου
«Εκείνος ΙΙ»
Αφήγημα, Εστία, σελ. 186

 

 

 

 

Ρέα Βιτάλη
«Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο»
Ποταμός, 2013, σελ. 240

 

 

 

 

 

Του Χρίστου Κυθρεώτη

 

Με επιτυχημένες επαγγελματικές δραστηριότητες και εκτός λογοτεχνίας, η Ρέα Βιτάλη, η Φωτεινή Τσαλίκογλου και η Ελεωνόρα Σταθοπούλου έχουν, σε διαφορετικούς χρόνους η καθεμία, στραφεί και προς τη λογοτεχνία –τα τρία βιβλία που εξέδωσαν φέτος καταπιάνονται με διαφορετικό τρόπο και υπό διαφορετικό πρίσμα το καθένα με το παρελθόν, παρουσιάζοντας τρεις ξεχωριστές εκδοχές του: από το βιωμένο παρελθόν του αφηγητή-συγγραφέα, στο οποίο ξεναγεί τον αναγνώστη με την πρώτη πεζογραφική της προσπάθεια η Ρέα Βιτάλη, και το μυθοπλαστικά επεξεργασμένο βίωμα μέσα από το οποίο η Φωτεινή Τσαλίκογλου αποπειράται να εμβαθύνει στην ψυχολογία των ηρώων της και να τη συνδέσει με συλλογικότερα φαινόμενα, καταλήγουμε στη μέριμνα για ένα μυθικό «παρελθόν» (την ιστορία του Χριστού), μέρος πλέον του παγκόσμιου συλλογικού ασυνειδήτου, και την απροσδόκητη επικαιροποίησή του, που επιχειρείται στο αφήγημα της Ελεωνόρας Σταθοπούλου. Ανάλογη προς τις διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις είναι και η επιλογή των εκφραστικών μέσων από τις τρεις συγγραφείς, καθώς και της οπτικής γωνίας που υιοθετεί η καθεμία απέναντι στο υλικό της.

 

Στο αυτοβιογραφικό αφήγημά της «Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο», η Ρέα Βιτάλη καταπιάνεται με την Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 και του ’70, της εποχής δηλαδή κατά την οποία η ίδια ως παιδί, και αργότερα ως νεαρή κοπέλα, ενηλικιωνόταν στο κέντρο της Αθήνας. Μέσα από τους σταθμούς της οικογενειακής της ιστορίας και της επιχειρηματικής πορείας του πατέρα της Κώστα Κασιδόπουλου επιχειρεί να ανασυστήσει μια ολόκληρη εποχή και τη χαμένη αξιακή της πυραμίδα. Τοποθετώντας στο κέντρο αυτού του σύμπαντος την επινοητικότητα και τη δημιουργικότητα, η συγγραφέας σχεδιάζει με ζωηρά χρώματα το πορτρέτο ενός επιτυχημένου επιχειρηματία και ταυτόχρονα επιχειρεί να απαλλάξει αυτή την εικόνα από τις στερεότυπες συνδηλώσεις της. Ετσι ο επιχειρηματίας που περιγράφεται στο βιβλίο (χωρίς φυσικά η συγγραφέας να υποστηρίζει ότι όλοι οι παλιότεροι επιχειρηματίες ανήκαν σε αυτή την κατηγορία) δεν διακρίνεται τόσο από την αμοραλιστική επιδίωξη του κέρδους ή της χυδαίας κοινωνικής προβολής –ιδιότητες που σε μεγάλο βαθμό προσκόλλησε στην έννοια της επιχειρηματικότητας το ιδεολογικό κλίμα της μεταπολίτευσης–, όσο από τη δημιουργικότητα και το πρωτοποριακό πνεύμα. Η εικόνα αυτή αποδίδεται μέσα από τη διαδρομή του Κώστα Κασιδόπουλου και της οικογένειάς του, σε κάθε σταθμό της οποίας υπογραμμίζονται η ανθρώπινη και ηθική διάσταση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο τόνος του βιβλίου γίνεται σε αρκετά σημεία υμνητικός, γεγονός που όμως δικαιολογείται επαρκώς από τον βιωματικό χαρακτήρα των ιστορούμενων και τη συγκινησιακή φόρτιση που προκαλούν στην αφηγήτρια.

 

Παρά το γεγονός ότι το ύφος της αφήγησης παρουσιάζει κατά τόπους μεταπτώσεις, κυμαινόμενο από το καθαρά λογοτεχνικό στο δημοσιογραφικό, και παρ' όλο που η ίδια η αφηγήτρια σε ορισμένα σημεία υπονομεύει το αισθητικό αποτέλεσμα χρησιμοποιώντας ευθείες επικλήσεις στον αναγνώστη ή αναφερόμενη διαρκώς στους «νεότερους», ή σε μια ασαφώς προσδιοριζόμενη «γενιά της», η Βιτάλη κατορθώνει με ζωντανή γλώσσα να αναπαραστήσει πολλές πτυχές της εποχής που περιγράφει και να απευθυνθεί με άμεσο άλλα αποτελεσματικό τρόπο στο συναίσθημα του αναγνώστη. Η ωρίμαση της ηρωίδας παρουσιάζεται βήμα βήμα σε μια αφήγηση που διαπλέκεται με τα μείζονα πολιτικά γεγονότα της εποχής –κατά τόπους η αφηγηματική φωνή μοιάζει να αμελεί να αποδώσει την εσωτερική εξέλιξη της ηρωίδας (της ίδιας της συγγραφέως δηλαδή), παρ’ όλ’ αυτά δεν χάνει ποτέ την εκφραστικότητα και την ποικιλία της. Δεκάδες λεπτομέρειες διανθίζουν την αφήγηση και καταδεικνύοντας την εξοικείωση της Βιτάλη με το υλικό της υπαινίσσονται ίσως τις δυνατότητές της για ένα ακόμα πιο φιλόδοξο αποτέλεσμα που θα μπορούσε να είχε πετύχει αν δεν αυτοπεριοριζόταν στο πλαίσιο της απλής βιωματικής καταγραφής.

 

Υιοθετώντας μια διαφορετική προσέγγιση, η ψυχολόγος και συγγραφέας Φωτεινή Τσαλίκογλου, στο τελευταίο της μυθιστόρημα υπό τον τίτλο «8 ώρες και 35 λεπτά», επιλέγει να αναφερθεί στο παρελθόν, αλλά και στο ίχνος που έχει αυτό αφήσει στο παρόν, στήνοντας μια πλούσια σε ποικίλες επινοήσεις μυθοπλασία. Από μια συγκεκριμένη οπτική, η προσπάθειά της εντάσσεται σε μια γενικότερη τάση προσέγγισης της τρέχουσας συγκυρίας που φαίνεται να διαμορφώνεται στην ελληνική λογοτεχνία –την τάση της σύνδεσης και του παραλληλισμού του ομαδικού «δράματος» με το ατομικό, και δη με το οικογενειακό. Η «κρίση» παρουσιάζεται έτσι ως η προβολή στο συλλογικό επίπεδο των παθογενειών ή των δυσλειτουργιών που ενυπάρχουν ήδη στο προσωπικό ή οικογενειακό κύτταρο. Παρ' όλο που θα ήταν φυσικά μονοδιάστατο ή ακόμα και «άδικο» για το συγκεκριμένο πεζογραφικό εγχείρημα της Τσαλίκογλου να ιδωθεί η συγκεκριμένη πλευρά ως η μοναδική του, φαίνεται ωστόσο πως πρόκειται για μια ανάγνωση του βιβλίου που μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί, όπως αυτό εξάλλου αφήνεται σε κάποιον βαθμό να εννοηθεί και από κάποιες αναφορές στο οπισθόφυλλό του, αλλά και από κάποιες λεπτομέρειες της αφήγησης (για παράδειγμα, η οικογένεια Αργυρίου μεταναστεύει στην Αμερική το 1940 με το υπερωκεάνιο «Νέα Ελλάς»).

 

Το αφηγηματικό παρόν του μυθιστορήματος τοποθετείται σε ένα αεροπορικό ταξίδι που επιχειρεί ο κεντρικός ήρωας Τζόναθαν από την Αμερική προς την Ελλάδα, χώρα καταγωγής του, την οποία δεν έχει ποτέ ξανά επισκεφτεί. Στη διάρκεια του ταξιδιού αυτού, ο μονόλογος του ήρωα, που περιστασιακά μετατρέπεται σε φανταστικό «διάλογο» με τη νεκρή αδερφή του, αποκαλύπτει την ιστορία μιας οικογένειας Ελλήνων μεταναστών, που διατρέχει σχεδόν έναν αιώνα, ξεκινώντας από τη Μικρασιατική Καταστροφή, περνώντας μέσα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ταραγμένη δεκαετία του ’40, και φτάνοντας μέχρι τη σημερινή δυστοπική συγκυρία. Οικογενειακά μυστικά, υποκαταστάσεις και ο αντίκτυπός τους στη ζωή των μελών της οικογένειας εκτίθενται μέσα από μια προσεκτική ανάπτυξη της αφήγησης που εκτυλίσσεται παράλληλα με τη συναισθηματικά φορτισμένη ενδοσκόπηση του Τζόναθαν –με το σύνολο να μπορεί τελικά να διαβαστεί, όπως προαναφέρθηκε, και ως μια «παραβολή» για τα ανεπούλωτα τραύματα της ελληνικής κοινωνίας και τη διασύνδεσή τους με τη σημερινή κρίση. Το ταξίδι της επιστροφής καταλήγει έτσι, κατά την πρόθεση της Τσαλίκογλου, να φορτίζεται με σημασίες που από τη μία πλευρά «εξηγούν» τον ήρωα-αφηγητή, από την άλλη φωτίζουν γενικότερες αλήθειες γύρω από την πορεία της ελληνικής κοινωνίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

 

Σε εντελώς διαφορετικό μοτίβο η βραβευμένη ηθοποιός Ελεωνόρα Σταθοπούλου, που εγκατέλειψε σε σχετικά νεαρή ηλικία μια πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία στην υποκριτική και διοχέτευσε τη δημιουργικότητά της στην αγιογραφία, τα εικαστικά και την πεζογραφία, εκδίδει φέτος το ιδιότυπο αφήγημά της «Εκείνος ΙΙ», που ουσιαστικά αποτελεί βελτιωμένη και επαυξημένη εκδοχή παλιότερου βιβλίου της («Εκείνος», εκδόσεις οδός Πανός, 2006). Παρ' όλο που η επιλογή της πεζογράφου να «διασκευάσει» ουσιαστικά τα Ευαγγέλια, κρατώντας σαν βασικό κορμό της αφήγησής της τη ζωή του Χριστού, προβάλλει ως ριψοκίνδυνη και προκαλεί αρχικά σκεπτικισμό στον ανυποψίαστο αναγνώστη, η Σταθοπούλου κατορθώνει, με όπλο κυρίως τη λιτή γλώσσα της και τα παιγνιώδη στοιχεία που εισάγει κατά τόπους στο ύφος της, να διαχειριστεί το υλικό «της» με έναν ιδιαίτερα προσωπικό τρόπο. Ποικίλλοντας την αφήγηση με σπαράγματα από ζωές σύγχρονων ανθρώπων, παραβολές και μικρά κομμάτια δοκιμιακού χαρακτήρα (που όμως, παρά τον συνεχή διάλογο της πεζογράφου με τη «χριστιανική» ηθική, δεν γίνονται πουθενά διδακτικά ή αφελή), πετυχαίνει να δημιουργήσει ένα γοητευτικό σύνολο, που αλλού παραπέμπει στο υποβλητικό βάθος των θρησκευτικών κειμένων, αλλού απηχεί τη ναΐφ αισθητική των λαϊκών ζωγράφων και αλλού μετέρχεται τεχνικές που έχουν πιστωθεί στα μεταμοντέρνα ρεύματα της πεζογραφίας.

 

Η Σταθοπούλου χωρίζει το βιβλίο της σε έξι μέρη, που πάνω-κάτω αντιστοιχούν στην παραδοσιακή συστηματοποίηση της διδασκαλίας της ζωής του Χριστού («Ο πρώτος καιρός», «Τα θαύματα», «Παραβολές», «Διδασκαλίες», «Λόγοι και αντίλογοι», «Οι τελευταίες μέρες»), εισάγει όμως στη δομή του αφηγήματός της κάποια στοιχεία έκπληξης (σύγχρονες αφηγηματικές φωνές, τεκμήρια κ.λπ.), μέσω των οποίων, αλλά και λόγω της ικανότητάς της να τα αφήνει να αφομοιωθούν στο αρχικό υλικό με φυσικότητα, πετυχαίνει να δημιουργήσει την αίσθηση μιας άχρονης αφήγησης, που ψηλαφίζει τις βαθύτερες ανησυχίες της ανθρώπινης κατάστασης. Η μεγαλύτερη κατάκτησή της έγκειται στο λιτό αλλά εξαιρετικά δουλεμένο ύφος της –κυρίως μέσω αυτού είναι που κατορθώνει να αναφερθεί απενοχοποιημένα, ταυτόχρονα με απλότητα αλλά και με βάθος, στην ηθική, χριστιανική ή άλλη, και να παραγάγει από ένα πολλαπλά παρεξηγημένο υλικό ένα αμιγώς λογοτεχνικό αποτέλεσμα (παρ' όλο που θα ήταν δύσκολο να το κατατάξει κανείς σε κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος).

 

Scroll to top