Εγκαινιάστηκε το 1887 και παρέμεινε σε λειτουργία για έναν ολόκληρο αιώνα. Τα «σημάδια» του χρόνου ήταν έκδηλα όταν το αγόρασε η μη κερδοσκοπική οργάνωση «Αρχιπέλαγος» για να το διαμορφώσει σε μουσείο και πολιτιστικό κέντρο που δίνει ζωή στον Παπάδο της Λέσβου
«Η ντιζελομηχανή του ελαιουργείου είναι μία από τις 7 που διασώζονται σε ολόκληρο τον κόσμο
Της Χαράς Τζαναβάρα
Η βιομηχανική άνθηση στα νησιά του νοτίου Αιγαίου δεν ήταν τυχαίο γεγονός. Οντας τμήμα της τουρκικής επικράτειας ώς τα τέλη του 1912, οπότε εντάχθηκαν οριστικά στην Ελλάδα, είχαν διεκδικήσει αναπτυξιακά κίνητρα, χάρη στα οποία δημιουργήθηκαν πρωτοποριακές μονάδες. Λειτούργησαν στη Σάμο, τη Χίο και κυρίως τη Λέσβο, νησιά που διέθεταν σημαντική έκταση, αναπτυγμένη παραγωγή και καλές σχέσεις με τα μικρασιατικά παράλια για να διοχετεύουν τα προϊόντα τους. Κυρίαρχος ήταν ο ρόλος της ελιάς και των προϊόντων της, όπως τα σαπούνια.
Οι δυναμικοί ελαιώνες της Λέσβου ήταν η αιτία που το 1913 είχαν καταγραφεί στο νησί 162 μονάδες επεξεργασίας ελαιόκαρπου! Για την εποχή τους ήταν ολόκληρα συγκροτήματα, με μεγάλη διασπορά κυρίως στην ανθούσα οικονομικά περιοχή της Γέρας. Είχαν χωροθετηθεί έξω από τους πανέμορφους οικισμούς, κοντά σε πηγές νερού που ήταν απαραίτητο στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας. Το βασικό πέτρινο κτίριο είχε μικρές διαστάσεις, αφού αυτό επέβαλλαν τα βασικά δομικά υλικά, όπως ήταν οι κορμοί των δέντρων, κυρίως από τη Μαύρη Θάλασσα, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της στέγης. Περιμετρικά διαμορφώνονταν οι αποθηκευτικοί χώροι, τα γραφεία της επιχείρησης και συχνά στέρνες για τη συλλογή του νερού της βροχής.
Το ελαιουργείο στον Παπάδο αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Ιδιοκτήτης του ήταν ο προύχοντας Βρανάς Νικολάου, που αργότερα μετέτρεψε το όνομά του σε Νικόλαος Βρανάς. Ηταν ο εκ μητρός παππούς του νομπελίστα Οδυσσέα Ελύτη, κατά κόσμον Οδυσσέα Αλεπουδέλη, που «ζωγράφισε» το μοναδικό τοπίο με την ποίησή του: «…σωπαίνουν οι άνεμοι/κι αρχίζει να κατασταλάζει από το φως/όπως το λάδι στα πατρογονικά πιθάρια/ μια γαλήνη απέραντη…».
Ηταν το πρώτο ατμοκίνητο ελαιουργείο της Λέσβου και από επιλογή του ιδιοκτήτη του κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από υλικά που υπήρχαν στο νησί. Η τοπική μαρμαρόπετρα επιστρατεύθηκε από τους μαστόρους για τους τοίχους των κτισμάτων. Ακόμη και οι τεράστιες μυλόπετρες, με τη χαρακτηριστική καφέ απόχρωση των πετρωμάτων της περιοχής, ήταν από το γειτονικό λατομείο των Μυστεγών. Ραχοκοκαλιά του συγκροτήματος ήταν ο δρόμος, κατά μήκος του οποίου χωροθετήθηκαν με σοφία το καφενείο για τις ανάγκες των εργαζομένων, το λεβητοστάσιο, το κεντρικό κτίριο παραγωγής, οι αποθήκες του λαδιού με τη μεγάλη «πορτάρα». Οι «μπατές» ήταν αποθήκες για τη φύλαξη του καρπού ώς την ώρα της επεξεργασίας του και δίπλα ήταν συνήθως ο χώρος για τον πυρήνα, το στερεό υπόλοιπο που συνήθως χρησίμευε ως καύσιμη ύλη.
Στο κεντρικό κτίριο είχαν εγκατασταθεί τα μηχανήματα για τη σύνθλιψη και συμπίεση του ελαιόκαρπου, καθώς και ο διαχωριστής που απομάκρυνε το νερό από το πολύτιμο λάδι. Ηταν δύο σειρές μηχανημάτων, ενώ σε εποχές μεγάλης σοδειάς λειτουργούσε και τρίτη εφεδρική. Ολα τα μηχανήματα ήταν κατασκευασμένα στη Λέσβο, καθώς ο Νικόλαος Βρανάς εμπιστεύθηκε το μηχανουργείο των Λουκά και Καραμητσόπουλου. Πολύ αργότερα, μεταξύ 1930-35 είχαν αγοραστεί από το Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας μια ντιζελομηχανή, η οποία σήμερα αποτελεί μία από τις επτά που διασώζονται σε ολόκληρο τον κόσμο!
Δεσπόζουσα θέση είχε η στρογγυλή περίτεχνη καμινάδα. Το σφύριγμα της μπουρούς σηματοδοτούσε τις ώρες λειτουργίας του συγκροτήματος. Απέναντι είχε κατασκευαστεί στέρνα που έφερνε νερό από τις πηγές του βουνού και μαζί με το πηγάδι εξασφάλιζαν τις αναγκαίες ποσότητες νερού.
Τα εγκαίνια είχαν γίνει στις 20 Νοέμβριου 1887, όπως βεβαιώνει η μαρμάρινη επιγραφή στην κεντρική είσοδο, και έδινε δουλειά σε 10-12 κατοίκους της περιοχής, που σε εποχές μεγάλης παραγωγής έφταναν τους 20.
Το εργοστάσιο λειτουργούσε ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οπότε έκλεισε, αποψιλώθηκε από τον εξοπλισμό του και παραδόθηκε στη φθορά του χρόνου. Η ιστορία θα είχε γραφτεί αλλιώς αν δεν περνούσε από τη Λέσβο ο Νίκος Σηφουνάκης. Αρχιτέκτονας, με ευαισθησία στην πολιτιστική κληρονομιά, κατά τη θητεία του ως νομάρχη στο νησί (1982-86) χρηματοδότησε τη μετατροπή σε κέντρα πολλαπλών χρήσεων των παλιών ελαιουργείων του Μανταμάδου, του Πολυχνίτου και της Αγίας Παρασκευής, καθώς και του σαπωνοποιείου στο Πλωμάρι. Μέλος της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης «Αρχιπέλαγος», της οποίας επίλεκτα στελέχη είναι ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος και ο ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος, πρωτοστάτησε το 1999 να αγοραστεί το ελαιουργείο Βρανά.
Από το 2009 ανοίγει μια νέα περίοδος για το παλιό βιομηχανικό συγκρότημα, που αναστηλώθηκε με σεβασμό στην παράδοση και διαθέτει πλέον εννέα ενότητες και μόνιμη έκθεση αφιερωμένη στον Οδυσσέα Ελύτη. Οι μόνες μετατροπές αφορούν το σπιτάκι του φύλακα που φιλοξενεί το καφενείο και των αποθηκών που στεγάζουν το μουσείο, με όλο τον εξοπλισμό του παλιού ελαιουργείου.
……………………………………………………………………………………………………………..
Η συλλογή των μηχανημάτων
Ο μηχανολογικός εξοπλισμός του ελαιουργείου Βρανά είχε καταστραφεί ολοσχερώς και αναζητήθηκαν μηχανήματα εποχής από το μηχανουργείο των Λουκά και Καραμητσόπουλου, που ευτυχώς λειτουργούν ακόμη στη Μυτιλήνη.
Η καμινάδα και το ρολόι
Στο συγκρότημα δεσπόζει η πανύψηλη καμινάδα (φωτ. κάτω). Είναι κυκλική και κατασκευασμένη από πυρότουβλα. Σε μια γωνιά λειτουργεί ανελλιπώς το ηλιακό ρολόι (φωτ. κάτω αριστερά).
Ενα πολύτιμο αρχείο
Πολύτιμη «περιουσία» του μουσείου είναι τα 112 βιβλία, με ημερολόγια, κοστολόγια και εμπορική αλληλογραφία, που αποτελούν το πληρέστερο στο είδος τους αρχείο.