Δέκα συγγραφείς –ένας κάθε Σάββατο–θα μας συντροφεύουν με μια καλοκαιρινή ιστορία. Αστικό ή υπαίθριο φόντο, νοσταλγική, ευτράπελη, σαρκαστική, αλλόκοτη ή ενδοσκοπική διάθεση, κείμενα σε τόνους ραστώνης ή θερινής νεύρωσης, σκιαγραφούν το γενικό αφηγηματικό πλαίσιο. Δέκα πρωτότυπα μικροδιηγήματα έγραψαν, ειδικά για τους αναγνώστες του «Ανοιχτού Βιβλίου», σημαντικοί Ελληνες πεζογράφοι. Δέκα συγγραφείς λοιπόν «υπό σκιάν», στον καύσωνα της εποχής και της γραφής.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις
Στη Βίκυ Θεοδωροπούλου
Ξαφνικά όλα άρχισαν να τρέμουν. Κι ύστερα να δονούνται δυνατά, να κινούνται ανεξέλεγκτα πάνω κάτω, όλο και πιο γρήγορα, έτοιμα λες να διαλυθούν, ενώ ένας τρομαχτικός θόρυβος σηκώθηκε και τους τρύπησε τ’ αυτιά. Ενιωσαν το έδαφος να φεύγει κάτω απ' τα πόδια τους. Μα αυτό ήταν πραγματική απογείωση! Ο Νίκος και ο Γιάννης, εννέα και δέκα ετών, αρπάχτηκαν με κομμένη την ανάσα από τα σχοινιά που κρέμονταν από την οροφή. Αδικος κόπος· τα δερμάτινα παραπετάσματα τους χτυπούσαν στο πρόσωπο, τα σχοινιά λύθηκαν, τα υφασμάτινα πλαϊνά υποχώρησαν, και τα δυο αδέρφια βρέθηκαν κουβαριασμένα στον πυθμένα του αυτοσχέδιου σκάφους, παραλυμένα από τον τρόμο. Να που ο απίθανος αυτός τύπος, ο δεκατριάχρονος με τα αστεία γυαλιά που εμφανίστηκε για πρώτη φορά φέτος στο χωριό (είχε έρθει με τους γονείς του για διακοπές, είπε) και αναστάτωσε τους πάντες με τις παράξενες ιδέες και τις εκπληκτικές γνώσεις του, τα κατάφερε: εντελώς απροσδόκητα, η επιχείρηση Λευκός Δορυφόρος, με όχημα αυτό το απερίγραπτο συνονθύλευμα από ξύλα, σχοινιά, σεντόνια και τσόχα, στέφθηκε με επιτυχία· τους μετέφερε στ’ αλήθεια στο φεγγάρι.
Ολα ξεκίνησαν όταν, τη δεύτερη εβδομάδα της άφιξής του και αφού έκαμψε τις αντιρρήσεις των μικρότερων, τους έπεισε να χαλάσουν τις χελιδονοφωλιές με μια σφεντόνα δικής του επινόησης, η οποία αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική. Στη συνέχεια, κι ενώ είχε πια δικαιωματικά αναλάβει την αρχηγία των αγοριών, ανακάτεψε μπροστά στα έκθαμβα μάτια τους ένα σωρό χρωματιστά υγρά σε κρυστάλλινες φιάλες και λεπτούς σωλήνες, στο υπόγειο του πέτρινου σπιτιού –ενός σπιτιού που δεν το είχαν δει ποτέ πριν ανοιχτό και πίστευαν ότι ήταν εγκαταλειμμένο– με σκοπό να παρασκευάσει ένα ακατανίκητο ερωτικό φίλτρο. Ουδείς τόλμησε να αμφισβητήσει το αποτέλεσμα, μια και κανείς δεν στάθηκε αρκετά τολμηρός ώστε να δοκιμάσει το τελικό παρασκεύασμα με το παράξενο κυανό χρώμα – η ύπαρξη του οποίου, ειρήσθω εν παρόδω, θα φλόγιζε τη φαντασία τους για όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι. Αλλά αυτό που τον εξύψωσε στα μάτια τους περισσότερο ήταν η ανατομή που διενήργησε, με αληθινό νυστέρι, σ’ έναν βάτραχο που έπιασε ο ίδιος, στο εσωτερικό του ξυλόσπιτου που είχε στήσει η παρέα υπό τις οδηγίες του, δουλεύοντας ακατάπαυστα μέσα στην αποπνικτική ζέστη του Ιουλίου, πάνω στη γιγάντια βελανιδιά. Ηταν ολοφάνερα ο αρχηγός που περίμεναν – η παρουσία του υποσχόταν ένα ολωσδιόλου ασυνήθιστο καλοκαίρι.
Μεταξύ όμως αυτών των κατορθωμάτων και της απόπειρας να οδηγήσει δύο από τους άντρες του, τους γενναιότερους αλλά και πιο πιστούς, στο φεγγάρι, με μόνα εφόδια τη μελέτη των βιβλίων του Ιουλίου Βερν και την παρακολούθηση από την τηλεόραση, δύο χρόνια πριν, της κατάκτησης της σελήνης από τους Αμερικανούς, υπήρχε τεράστια απόσταση.
Αλλά να που το πιο τρελό όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα.
Τώρα, μες στο σκοτάδι και τον ορυμαγδό, καταπλακωμένα από τα πιο ετερόκλητα υλικά, τα δυο αδέλφια ήταν γαντζωμένα το ένα πάνω στο άλλο, φοβισμένα όσο ποτέ άλλοτε.
Τους φάνηκε ότι κράτησε αιώνες. Κάποια στιγμή ο θόρυβος κόπασε, το σκάφος έπαψε να κλυδωνίζεται και μια απόκοσμη ησυχία απλώθηκε παντού. Κατάφεραν να βγουν έξω. Στάθηκαν τρέμοντας στα πόδια τους. Ο ουρανός ήταν κόκκινος σαν αίμα – δεν είχαν ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Κι αυτό το πράγμα που έμοιαζε με αναποδογυρισμένο θάμνο; Κι αυτή η πρωτόγνωρη μυρωδιά; Είχαν φτάσει στο φεγγάρι! Ξάφνου ένα γάβγισμα ακούστηκε από μακριά. Τότε ο Νίκος, μέσα από την καλοκαιριάτικη αχλύ και ένα σύννεφο σκόνης, είδε να προβάλλει η στέγη του σπιτιού. Ούρλιαξε από χαρά. Ορμησε πάνω στον αδερφό του και τον έσφιξε στην αγκαλιά του.
Εκείνο το απόγευμα, 18 Αυγούστου του 1971, το δυνατό μπουρίνι που ξέσπασε στην καρδιά του Μεσσηνιακού κόλπου εξελίχθηκε σε κυκλώνα – φαινόμενο σπάνιο για τη γεωγραφική ζώνη της Μεσογείου. Μέσα σε λίγες ώρες ο ανεμοστρόβιλος ενισχύθηκε σημαντικά και κατέστη επικίνδυνος. Κινούμενος προς τη στεριά, περνώντας δίπλα από το μεγάλο Ακρωτήρι, βύθισε πρώτα δύο αλιευτικά σκάφη και ξερίζωσε στη συνέχεια μεγάλο αριθμό δέντρων και θάμνων, πριν πλησιάσει σε κατοικημένες περιοχές. Εκεί, στο απόγειο της έντασής του, ξήλωσε κεραμίδια και φράχτες, θρυμμάτισε τζάμια και σώριασε τηλεγραφικούς στύλους, ενώ έκοψε τα καλώδια της ΔΕΗ βυθίζοντας τα χωριά της περιοχής στο σκοτάδι και τον φόβο. Κατόπιν στράφηκε στο εσωτερικό της Μέσα Μάνης, όπου, ξεθυμαίνοντας σιγά σιγά η ορμή του, συνετρίβη πάνω στην οροσειρά του Ταϋγέτου. Το πέρασμα της Αλεξάνδρας θα μνημονευόταν για χρόνια πολλά από τους ντόπιους και θα γινόταν ιστορία που θα τη διηγούνταν οι γεροντότεροι στα παιδιά, τα βράδια του καλοκαιριού, βγάζοντας καρέκλες σε αυλές και σοκάκια την ώρα που έπαιρνε να δροσίζει. Το χωριό του Νίκου και του Γιάννη βρέθηκε λίγες εκατοντάδες μέτρα από το διάβα της.
……………………………………………………………………………….
Ο Γιώργος Μητάς με το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες του Χαλ» (Κίχλη, 2011), απέσπασε το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα (Διαβάζω, 2012).