Η πρόταση του Νίκου Καραθάνου συγκίνησε το κοινό, με αποκορύφωμα το παραλογισμένο τσάμικο της χαμένης ευμάρειας. Διαθλασμένη μέσα από τα δικά μας μάτια, σημαίνει τη χώρα που την ανεβάζει. Οταν κάποτε σε άλλους καιρούς μάς ρωτήσουν πώς νιώθαμε σήμερα, σε ποια Ελλάδα ζούσαμε και τι νοσταλγούσαμε, θα αρκεί μονάχα αυτό: θα τους δείχνουμε την «Γκόλφω» του Εθνικού Θεάτρου
Του Γρηγόρη Ιωαννίδη
Υπήρχαν μερικοί πολύ καλοί λόγοι που με ώθησαν να ξαναδώ την «Γκόλφω» του Εθνικού, μεταφερμένη στην Επίδαυρο. Για να δω κατ΄ αρχάς τι μπορεί να σημαίνει η απόδοση σε φυσικό χώρο μιας παράστασης που αρνιόταν αυτό ακριβώς: τη νατουραλιστική, φυσιολατρική, σκηνογραφημένη και εθνολογικά τεκμηριωμένη προσέγγιση του έργου του Περεσιάδη.
Ενας άλλος ωστόσο, πιο ουσιαστικός, λόγος παρακινούσε το ενδιαφέρον μου: Δεν ξέρω πόσοι θεατές (από τους πολλούς) που συγκεντρώθηκαν την Παρασκευή στο κοίλον του αργολικού θεάτρου ένιωσαν μάρτυρες μιας σημαντικής εξέλιξης στην ιστορία του Φεστιβάλ. Μετά την παλιά ρήξη του μονοπωλίου του Εθνικού και την είσοδο στον χώρο της Επιδαύρου του Θεάτρου Τέχνης, μετά την πολύ πρόσφατη είσοδο του Μπέκετ και του Σέξπιρ στο ρεπερτόριο του, είχαμε τώρα την τρίτη κατά σειρά ανατροπή της παράδοσης: με την είσοδο στο αργολικό θέατρο της ταπεινής, καταφρονεμένης και πολλάκις ανεβασμένης από θιάσους και μπουλούκια «Γκόλφως», το Φεστιβάλ απλώνει το πρόγραμμά του ώστε να περιλάβει κάτι που δεν εμπίπτει όχι μόνο στο αρχαίο αλλά ούτε καν στο «υψηλό» ρεπερτόριο. Μάλλον επαναπροσδιορίζει τον ρόλο του ώστε να περιλαμβάνει τη γενική σύνδεση του εθνικού με το αληθές.
Δεν ήταν βέβαια μια οποιαδήποτε παράσταση η «Γκόλφω» του Εθνικού. Ακόμα και αν υπήρξα ο πιο αυστηρός σχολιαστής της, μετά την πρεμιέρα της στο «Ρεξ», παραδέχομαι, όπως πριν, τις δύο λαμπρές επινοήσεις της. Την αποτοξίνωσή της από το παραφορτωμένο στοιχείο της βουκολικής ρίζας. Και τη διάσπαση του προσώπου της σε τρεις ρόλους και τρεις χωριστές γενεές ηθοποιών, ώστε να απλωθεί ο μεταθεατρικός της χαρακτήρας. Το πρώτο οδήγησε σε μια εικαστική Γκόλφω, παιγμένη σε μαύρο καμβά. Το δεύτερο πάλι, σε μια μεταδραματική Γκόλφω σε επεισόδια, από τον πρώτο έρωτα και την εφηβική αφέλεια, στην κυνική ωρίμανση και στη σοφία της μεταμέλειας.
Εξοχες ιδέες, το δίχως άλλο, που έκριναν την επιτυχία της παράστασης. Θρίαμβος πρώτα απ΄ όλα του σκηνοθέτη. Ας μη γελιόμαστε, η Γκόλφω υπήρξε το εθνικό μας μελό, αληθινή πηγή δακρύων, στερεμένη όμως από πολλά χρόνια. Ο,τι απέμενε από αυτήν δραματουργικά έμοιαζε πια με εγκαταλειμμένο λατομείο, όπου παίζουν τώρα παιδιά.
Κι ωστόσο ο Καραθάνος έσκαψε ακριβώς εκεί, βαθύτερα από τους προηγούμενους και με σύγχρονα μέσα. Και αυτό που βρήκε δεν είχε πια σχέση με την αφελή στελέχωση του εθνικού μύθου, αλλά με κάτι άλλο, γνήσιο και πολύτιμο, αθώο και στοχαστικό. Κάποια στιγμή η Γκόλφω του έφτασε να μιλάει μέσα από την ιστορία της για την εθνική μας πορεία. Πώς το είπαμε πριν; Από την αθώα αλλά αφελή και συναισθηματική σχέση, στην κυνική παραδοχή του υλικού πλούτου. Και τώρα πια, στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας… Ποιος αμφιβάλλει πως η κεντρική σκηνή της παράστασης –το παραλογισμένο τσάμικο που χορεύουν στο γαμήλιο γλέντι οι θαμώνες, με το φύσημα του θανάτου στο μέτωπό τους- δεν απευθύνεται στο σήμερα; Και μήπως δεν είναι πάλι η ίδια εκείνη Γκόλφω που θέλει να διακόψει τον παρανοϊκό χορό της μοιραίας ευμάρειας, για να μας μιλήσει πάλι για κάτι χαμένο και ακριβό;
Εδώ βρίσκεται η επιτυχία της Γκόλφως, όχι πια ως σκηνοθεσίας αλλά ως παράστασης Εθνικού Θεάτρου. Είναι μια Γκόλφω διαθλασμένη μέσα από τα δικά μας μάτια, για να σημαίνει τη χώρα που την ανεβάζει. Οταν κάποτε σε άλλους καιρούς μάς ρωτήσουν πώς νιώθαμε σήμερα, σε ποια Ελλάδα ζούσαμε και τι νοσταλγούσαμε, θα αρκεί μονάχα αυτό: θα τους δείχνουμε την «Γκόλφω» του Εθνικού.
Οι περισσότεροι μίλησαν για αναγκαία επανασύνδεση της Γκόλφως με το περίφημο τοπίο του αργολικού θεάτρου. Θα διαφωνήσω. Κανένας σήμερα δεν επιστρατεύει ένα τέτοιο επιχείρημα. Είναι μπανάλ. Οπως θα ήταν αναχρονιστικό να γυρνούσαμε στις παραστάσεις του «Αγαπητικού της Βοσκοπούλας» στο Πεδίον του Αρεως, χάριν φυσικής ροπής, έτσι και είναι πολύ αναχρονιστικό να αναζητούμε την Γκόλφω σε βουνά και λόγκους. Και από την άλλη, μήπως με τους μαύρους όγκους της, τα ηχογραφημένα της ακούσματα, η σκηνοθεσία δεν ήταν αντιδραστικά αντίθετη σε μια ελληνική Αρκαδία;
Είχα κάθε λόγο επομένως να είμαι εξαιρετικά σκεπτικός στην ιδέα. Κι όμως. Κατά παράδοξο τρόπο οι μαύροι όγκοι της σκηνογραφίας ταίριαζαν με τις σκιές στο βάθος. Κι όχι μόνον αυτό. Η παράσταση είχε για σύμμαχό της το αεράκι του κάμπου που ανέβαινε τον λόφο για να σηκώσει παιχνιδιάρικα τις φουστανέλες, να σκορπίσει σαν μαγικό χέρι τα χαρτονομίσματα στο γλέντι του γάμου, να αβγατίσει την κίνηση και να απλώσει τον ήχο. Αυτά τα θαύματα έχει ο ανοιχτός χώρος.
Η ουσία δεν βρίσκεται βέβαια σε αυτά. Είναι στο κοίλον που κοιτά συντονισμένο τα καθέκαστα. Συμβαίνει όταν κοιτούν πολλοί μαζί κάτι: αλλάζει το δικό σου βλέμμα. Και έπειτα, είναι ο τόπος που σαν αντηχείο δονείται με τον μετρονόμο του δεκαπεντασύλλαβου. Το δύσκολο είναι να σε κάνει κάποιος σήμερα να ακούσεις την Γκόλφω. Ετσι και την ακούσεις –και ο Καραθάνος έπεισε ολόκληρο στάδιο να την ακούσει- είναι αδύνατον να μείνεις αμέτοχος και –κυρίως- ακίνητος. Ο χορός από σώματα που συμπλέκονται ροβολώντας στα πουφ, σμίγοντας, συστρεφόμενα, σε πόζες κι αψιμαχίες, δημιουργεί έξω από εμάς, στην «Γκόλφω» του Καραθάνου, όπως και μέσα μας, στην «Γκόλφω» του Περεσιάδη, μια ανίκητη χορογραφία.
Γι’ αυτό όσοι βρέθηκαν στην Επίδαυρο κατάλαβαν κάτι πολύ διαφορετικό από μια «παράσταση»: ένα είδος γιορτής που χαλάρωνε το κοινό και το ωθούσε να συγκινηθεί μαζικά. Το πράγμα όμως λειτουργεί κι αντίστροφα. Τι σημαίνει αυτή η παράσταση από εδώ και στο εξής για το πρόγραμμα της Επιδαύρου; Ηταν καταφανώς μια μεγάλη επιτυχία, ήταν όμως μια προεξοφλημένη επιτυχία. Θέλω να πω πως δεν είναι η οποιαδήποτε Γκόλφω, αλλά αυτή η Γκόλφω που εκπόρθησε το κάστρο της Επιδαύρου. Επομένως το δίλημμα δεν είναι αν μπορούμε να παρουσιάσουμε αυτό το είδος στο αρχαίο θέατρο. Αλλά αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το μεγάλο θέατρο για εξέχουσες παραστάσεις της περασμένης σεζόν, σαν τιμητική επανάληψη ή ιντερμέδιο στο υπόλοιπο πρόγραμμά του.
Θέλουμε; Αυτό είναι το ρίσκο που αναλαμβάνει κάθε διευθυντής ενός μεγάλου φεστιβάλ: ένα μεγάλο ρίσκο. Ξέρω όμως τούτο. Είναι πολύ μίζερο και μικρόψυχο να αρνείσαι εκ των προτέρων την τιμή σε παραστάσεις τέτοιου βεληνεκούς επειδή υπηρετούν δήθεν το «ταπεινό είδος». Ας είμαστε ακόλουθοι του αληθινού.