Γράφω για τη Γαύδο. Θυμήθηκα χθες τις ανεπανάληπτες πανσελήνους της. Πλείστα ρεύματα ευδοκιμούν στο νησί της Καλυψούς· όχι όμως το ηλεκτρικό. Οταν η νύχτα σκεπάζει τα πάντα με το σκοτεινό πέπλο της, βγαίνει η Σελήνη ξελογιάστρα σαν μετέωρο θέλγητρο, που λέει κι ο κολασμένος ποιητής Ρώμος Φιλύρας, πασιφάη, πλησιφάη, γεμάτη, μισή σα δρεπάνι, και χρωματίζει με το αργυρό της φως τον τόπο και τους ανθρώπους.
Ανατρέπει τους όγκους ο μαγικός προβολέας της, δίνει άλλες διαστάσεις στα σχήματα, νέα προοπτική στις μορφές, αλλόκοτη αληθοφάνεια στις χίμαιρες. Εισχωρώντας στις απόκρυφες πτυχώσεις των σκιών μεγιστοποιεί τις κλίμακες, τροποποιεί τα περιγράμματα, εδραιώνει τα ενδεχόμενα, μεταμφιέζει τις βεβαιότητες. Αλλάζει την αντίληψή μας για το σύμπαν, καταυγάζει τα δύσβατα μονοπάτια της αυτογνωσίας, πλημμυρίζει τις ακτές των αισθήσεων με πολύχρωμα εξωτικά πτηνά που τιτιβίζουν το άσμα ασμάτων της ουτοπίας.
Υποδαυλίζει εξεγέρσεις η ακτινοβολία της. Εκεί, στις απώτατες πραιρίες του Νοτιά, στο Σαρακήνικο, τον Αϊ-Γιάννη, τον Λαυρακά, τον Ποταμό, την Τρυπητή που απέχουν κοντύτερα στον κόλπο της Σύρτης απ’ ό,τι στον Σαρωνικό. Μόνιμοι και περιστασιακοί παραθεριστές της Γαύδου επαναλαμβάνουν εκστασιασμένοι μαζί με τον ποιητή: Βεδουίνων, Αφρικάνων θρησκεία/ και λατρεία υψωμένων καρδιών και τραχήλων/ στο ανέσπερο φέγγος που πλέει σα σχεδία/ στα ωκεάνια πλάτη και στα μήκη των θρύλων.
Διατείνονται ορισμένοι ότι σ' αυτές τις αργυρές πανσελήνους οφείλονται οι συχνές σουρεαλιστικές παρεκτροπές του καθημερινού βίου των απανταχού Γαυδιωτών. Οποιος φτάσει στο νησί όταν το φεγγάρι γεμίζει προσανατολίζεται εύκολα τα βράδια στο δαιδαλώδες κεδροδάσος του greek corner. Οταν όμως ο ολοστρόγγυλος δίσκος αρχίζει να γίνεται αμφίκυρτος, πολλοί δυσκολεύονται να εντοπίσουν ακόμα και τη σκηνή τους. Ακολουθούν τότε φωνές σεληνιασμένων Δροσουλιτών, που ταξιδεύουν σαν θρύλος απ' άκρου εις άκρον της μικράς νήσου, οδηγώντας τους σχολαστικά πάντοτε στο λάθος σημείο.
Οι αρχέγονες αλλά και οι πιο πρόσφατες δοξασίες βιώνονται καθημερινά όπως το πρωινό κολύμπι, το δρόσισμα κάτω απ' τις φυλλωσιές τα μεσημέρια που βράζει ο τόπος και τα έξαλλα νυχτοξεφαντώματα στου Νταμουλή, του Αρκαλου και του Μεξικάνου. Mexico αναφώνησε πριν από χρόνια ο Θουκυδίδης όταν πρωταντίκρισε από μακριά τα Βατσιανά, τον νοτιότερο οικισμό της Ευρώπης. Ο Γιώργης και ο Μανώλης, ξερακιανοί γέροντες που διέθεταν τα μοναδικά και άκρως ανταγωνιστικά καφενεία του χωριού, μετονομάστηκαν σε Πεπίτο και Μανουελίτο κι αργότερα πειράζονταν όταν τους αποκαλούσες με τα βαφτιστικά τους ονόματα.
Στους τουρίστες που αναζητούσαν τις καμήλες του τόπου, έλεγαν ότι σταβλίζονται στις εξοχές. Επέστρεφαν απογοητευμένοι στο Σαρακήνικο αλλά σίγουροι ότι θα τις δουν την επόμενη φορά. Και καμαρώναμε εμείς ως μόνοι αναβάτες τους με αποδεικτικά στοιχεία φωτογραφίες από την Αίγυπτο, την Καππαδοκία ή την έρημο Ταρ. Στη Γαύδο δεν υπάρχει πρακτορείο Τύπου. Αν παρ' ελπίδα κουβαλάει κάποιος ταξιδιώτης εφημερίδα το αδηφάγο αναγνωστικό κοινό τη ρουφά επί μέρες. Εκλάβετε αυτό το ταπεινό σημείωμα σαν ένα μπουκάλι στο πέλαγος που το μελτέμι των 7 Μποφόρ ίσως το οδηγήσει στις ακτές του νησιού.
Μετέωρος ([email protected])