ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
«“Τα σύνεργα της πλοιαρχίας” ήτοι Η άλλη όχθη του Ανδρέα Εμπειρίκου»
Εκδόσεις Αγρα, 2013, σελ. 123
Του Αριστοτέλη Σαΐνη
Ποιητής και πεζογράφος, γραφίστας αλλά κυρίως φανατικός βιβλιοφάγος, αναγνώστης και κειμενοκατασκευαστής, ο Δημήτρης Καλοκύρης πειραματίζεται διαρκώς «χειροτεχνώντας» ευφυή, παιγνιώδη «τεχνουργήματα» και παράδοξα, υβριδικά βιβλία. Οι λογοτεχνικές του καταβολές ανάγονται στην αρχαία ελληνική παρωδία, περιλαμβάνουν κείμενα της Ελληνιστικής εποχής, διασχίζουν τη βυζαντινή ιστορικο-χρονογραφική (αλλά και παραδοξολογική) γραμματεία, αφομοιώνουν τη ροΐδεια ρητορική και την καβαφική ειρωνεία, αρδεύονται από την εξακολουθητική θητεία στον υπερρεαλισμό και σημαδεύονται τη δεκαετία του 1970 από τη γνωριμία με το έργο του Μπόρχες. Βασικός μεταφραστής της ποίησης του Αργεντινού, συνέδεσε επίσης το όνομά του με σημαντικά περιοδικά της τελευταίας 25ετίας του προηγούμενου αιώνα, τον «Χάρτη» (1982-87), το «Τέταρτο» (1985-87) και το βραχύβιο «Τραμ».
«Οχημα λογοτεχνικό που συμβολίζει την ασυνήθιστη στον τόπο μας αλληλεγγύη της νεότατης πρωτοπορίας απέναντι στους άξιους πατέρες της», σημείωνε ο Γ. Π. Σαββίδης στο «Βήμα» (20/5/1972), τις μέρες που οι υπεύθυνοι του περιοδικού από τη Θεσσαλονίκη σύρονταν στα ποινικά δικαστήρια. Το περιοδικό «Τραμ» (πρώτη διαδρομή: φθινόπωρο του 1971 – άνοιξη του 1972) με «τραμβαγέρη» τον Καλοκύρη και πλήρωμα μια ενθουσιώδη παρέα ευέλπιδων πρωτοπόρων (Μίμης Σουλιώτης, Γιώργος Χουλιάρας κ.ά.) αναζητούσε τρόπους παρέμβασης σε δύσκολους καιρούς… Αρκεί να ξεφυλλίσει κανείς μία από τις επανεκδόσεις του περιοδικού για να αντιληφθεί την ευρύτητα των οριζόντων: με σειρά εμφανίσεως, αγκωνάρια των 5 πρώτων τευχών, οι Σεφέρης, Ελύτης, Εμπειρίκος, Σαχτούρης και Καβάφης πλαισιώνονται από τους Γκάτσο, Καρούζο, Ιωάννου, Ταχτσή, Πετρόπουλο κ.ά., ενώ τα πρωτόλεια κείμενα των νεαρών συνεκδοτών συνοδεύουν μεταφράσεις των Μέργουιν και Μπόρχες, Χάντκε και Τζον Λένον.
Ο Εμπειρίκος όταν ξεσπά η δικτατορία είναι 66 ετών, έχει σταματήσει την ψυχανάλυση από το 1959, απουσιάζει για χρόνια εκδοτικά, δυσκίνητος και αντικοινωνικός, είναι βυθισμένος σε βαριά κατάθλιψη και σωπαίνει… Παρ' όλα αυτά ενδίδει στις πιέσεις της παρέας των νεαρών «Αργοναυτών» με επικεφαλής τον Καλοκύρη! Κάπως έτσι προκύπτει η «ύστατη συμμετοχή του εβδομηντάχρονου ποιητή στην ελληνική πρωτοπορία»: δημοσιεύει στο «Τραμ» (Φλεβάρης 1972) τρία ποιήματα της «Σήμερον», επισκέπτεται το Ποιητικό εργαστήρι της Φιλοσοφικής (Μάιος του 1973) —μια βραδιά που σχεδιάζεται με τις προθέσεις υπερρεαλιστικής εκδήλωσης— και τέλος εκδίδει στις χαρακτηριστικές εκδόσεις του περιοδικού τον «Δρόμο» (Χριστούγεννα 1974). Το πρώτο αυτοτελές βιβλίο του μετά το 1960 και το τελευταίο που πρόλαβε εν ζωή.
Αλλά τι προσδοκούν ή τέλος πάντων βλέπουν οι νεότεροι, μεσούσης της δικτατορίας, στο πρόσωπο και το έργο του «άρχοντα του ερωτισμού και της ανέφελης γεωμετρίας»; Ο Καλοκύρης συνοψίζει: την απαστράπτουσα γλώσσα και το ελευθεριάζον περιεχόμενο, τον «οιονεί εξόριστο πατέρα» η απουσία του οποίου ενέδιδε ένα κλίμα «έσω Ανταρσίας κατά πάντων και πασών», τον ποιητή «έμβλημα και μυστικό όπλο», ταυτόχρονα «μακριά αλλά και κοντά στα παγανιστικά και συνάμα αριστερόστροφα ενδιαφέροντά μας»!
Τα «Σύνεργα» υποσημειώνουν ενδιαφέρουσες πτυχές της πρόσφατης ιστορίας. Ωστόσο ο «σωματοφύλακας» του Εμπειρίκου και «παρακοιμώμενος» του Μπόρχες ενδιαφέρεται περισσότερο για τη «λογοτεχνία της Ιστορίας παρά για την Ιστορία της λογοτεχνίας». Αν η συλλογή «Μπεθ. Ενα αρχείο για τον Μπόρχες» (1992) είναι καρπός του δημιουργικού διαλόγου του με τον μεγάλο Αργεντινό, τότε «Τα σύνεργα της Πλοιαρχίας» μαρτυρούν τη μακροχρόνια σύμπλευση με τον Εμπειρίκο —όπως το πρόσφατο «Ή με χρώμα ή χωρίς» (2011) μαρτυρούσε τη συνοδοιπορία με τον Ελύτη. Αν το «Μπεθ», κατά τον Ν. Βαγενά, αποτελεί την «ελληνική ιερά σύνοψη του Μπόρχες», τότε τα «Σύνεργα της Πλοιαρχίας» είναι η Εμπειρίκεια Κιβωτός του Καλοκύρη. Εδώ συγκεντρώνονται ετερόκλητα ειδολογικώς κείμενα, φωτογραφίες και κολάζ, δοκιμιακές εγγραφές, πεζά, ποιήματα, επικεντρωμένα στο έργο του Εμπειρίκου: από τη μορφή του «λυρικού βασιλέα» που «ανατέλλει μειδιών» στο βάθος του καθρέφτη («Ο Εφευρέτης της μελαγχολίας») μέχρι τον ποιητικό αποχαιρετισμό της «Εποχής». Τον πρόλογο («Σ’ αυτόν που ψήνει το πουλί») υπογράφει ο Λεωνίδας Εμπειρίκος και στο χρήσιμο «Επίμετρο» οι εκδηλώσεις κατά το Ετος Εμπειρίκου (2001).
Ξεχωρίζω το «Ενα ενδεχόμενο αμφίβιο», που θα μπορούσε να τιτλοφορείται και «Ν. Καζαντζάκης Α. Εμπειρίκος παράλληλοι», στο οποίο ο μελετητής καταλήγει: «Προτείνω, αρχικά, μια ακαδημαϊκή επανάγνωση του ποιήματος “Οκτάνα” υπό το πρίσμα της “Ασκητικής”». Ακόμη ένα χαρακτηριστικό πεζό του Καλοκύρη που υιοθετεί τη μορφή φιλολογικής μελέτης φλερτάροντας, ωστόσο, διαρκώς με τη μυθοπλασία. Οπως και το σύνολο των ανάλογων «δοκιμών» της συλλογής «Η Πλώρη στον Εωσφόρο» (2000) ελάχιστα απέχει ειδολογικά από τα αμιγώς μυθοπλαστικά κείμενά του.
Στους αναγνώστες του Καλοκύρη θα προκαλεί πάντα έκπληξη το προσωπικό του ύφος, που συναιρεί τόσο διαφορετικές και εκ διαμέτρου αντίθετες ποιητικές, πεζογραφικές και γλωσσικές επιρροές. Μια απάντηση στο «κυκλοφοριακό ζήτημα» που δημιουργούν οι αδηφάγες συγκρητιστικές του ικανότητες δίνει ο ίδιος: «“Εν τη οδώ” έγραψε ο Καβάφης, / “Στροφή” ο Σεφέρης, / “Τροχονόμο” ο Ρίτσος, / “Ιερά Oδό” ο Σικελιανός, / “Οδό Νικήτα Ράντου” ο Κάλας, / “Δρόμο” ο Εμπειρίκος, / “Οδό ονείρων” ο Χατζιδάκις, “Ιδιωτική Οδό” ο Ελύτης. / “Οδός άνω κάτω μία και ωυτή”» («Αργοναυτική εκστρατεία», Κέδρος 1996).