25/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Το παράδοξο της ανεμόσκαλας

Πάνος Τσίρος «Δεν είν’ έτσι;» Διηγήματα Μικρή άρκτος 2013, σελ. .
      Pin It

ΠΑΝΟΣ ΤΣΙΡΟΣ
«Δεν είν’ έτσι;»
Διηγήματα

Μικρή άρκτος, 2013, σελ. 94

 

 

 

 

 

 

Της Μαρίας Στασινοπούλου

 

Ο Πάνος Τσίρος (γεννημένος το 1970) εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 2008 με την καθόλου πρωτόλεια συλλογή διηγημάτων «Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα», που δεν άφησε αδιάφορη την κριτική. Λόγος στακάτος, μικροπερίοδος, καθημερινός. Απρόβλεπτες απολήξεις, ανοιχτό τέλος που ο αναγνώστης το καταλαβαίνει όπως θέλει και όσο μπορεί, ή το δημιουργεί μόνος του. Αδιόρατο, υποδόριο, διαλυτικό χιούμορ∙ σε ελάχιστες δόσεις. Ιστορίες με παιδιά και εφήβους, μνήμες νεανικές και μνήμες παιδαγωγικές, όπου δεν κρύβεται η επαγγελματική ιδιότητα του συγγραφέα (καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση). Η γραφή του πατάει ακροθιγώς στα κράσπεδα του μαγικού ρεαλισμού και λοξοκοιτάει το παράλογο.

 

Πέντε χρόνια μετά, επανέρχεται, με διηγήματα πάλι. Σαν ερωτηματική μορφή του σεξπιρικού «Ετσι είναι, αν έτσι νομίζετε» ηχεί ο τίτλος του νέου βιβλίου του. Και σαν τη γνωστή απορία του σοφού που, αφού απάντησε σε κάποιον (ο οποίος έψαχνε χρόνια να βρει το νόημα της ζωής) ότι ζωή είναι το νερό που κυλάει στο ρυάκι μπροστά στα πόδια του, είδε τον ερωτώντα να γουρλώνει έκπληκτος τα μάτια, και τότε ήταν η σειρά του σοφού να ρωτήσει: Γιατί, δεν είναι;

 

Δεκατρείς ιστορίες (πρωτοπρόσωπες, εκτός της τρίτης) και ένας Επίλογος, σε ρόλο επεξηγηματικού οδηγού για τον αναγνώστη. Ενας μονοσέλιδος Επίλογος που χρήζει ιδιαιτέρας προσοχής, διότι επιδιώκει, και κατορθώνει, να διαφοροποιήσει την προηγηθείσα ανάγνωση. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις μεταπτυχιακές σπουδές του Τσίρου στο έργο του Λούντβιχ Βιτγκενστάιν «Tractatus Logico-Philosophicus», καθώς και τη σημείωση του συγγραφέα που παραπέμπει ευθέως στο βιβλίο αυτό, εύκολα οδηγούμαστε σε κάποια συμπεράσματα.

 

Στο εξώφυλλο διαβάζουμε ότι πρόκειται για διηγήματα, τα στοιχεία του Επιλόγου όμως (με δεκαδική, διπλά επιμερισμένη αρίθμηση) μας πληροφορούν ότι πρόκειται για ενιαίο κείμενο που αρθρώνεται με επιμέρους ιστορίες, ένα δυνάμει μυθιστόρημα δηλαδή.

 

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και θα επανέλθουμε στον Επίλογο. Στις ιστορίες του Τσίρου κινούνται άνθρωποι κοινοί, που άλλα ζουν και άλλα ονειρεύονται. Ανθρώπινοι χαρακτήρες, που απλώς διεκπεραιώνουν τις ασήμαντες ζωές τους. Σχέσεις τυχαίες που εξελίσσονται και κάπου στραβώνουν ή που δεν εξελίσσονται καθόλου. Ιστορίες αδιέξοδες, χωρίς τέλος, το οποίο όμως δεν φαίνεται να τους λείπει. Ακριβείς περιγραφές της καθημερινότητας. Ο συνειρμός μπλέκει ακαριαίες στιγμές του παρόντος με μνήμες από τα παλιά. Το άδικο και η ενοχή, οι τύψεις και οι εσωτερικές ταραχές για πεπραγμένα αλλά και παραλείψεις διαβρώνουν συχνά την αφήγηση εσωτερικά.

 

Ολα αυτά σε ένα τοπίο εγκατάλειψης και μοναξιάς, την εποχή της κρίσης. Η απειλή των μεταναστών και η μάστιγα των ναρκωτικών, με προσωπικό πόνο (χωρίς κραυγές και οιμωγές), η κατάθλιψη, η απραξία ως υπέρτατη απόλαυση: «Μέσα στο δωμάτιο υπήρχε μια απλώστρα με ρούχα απλωμένα […] Δεν ήθελε να πάει στο γραφείο, ήθελε να μείνει εκεί δίπλα στα κρεμασμένα πουκάμισα, στην τρυφερή μυρωδιά και να είναι καλοκαίρι και να μην έχει υποχρεώσεις και να μαζέψει όλα τα χαρτιά και να τα βάλει σε μια σακούλα για την ανακύκλωση. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά» (σ. 27). Στις διάφορες ιστορίες τα πρόσωπα επανέρχονται: ο αφηγητής, μεταπτυχιακός φοιτητής της φιλοσοφίας, η έγκυος γυναίκα του Ξανθίππη, ο καθηγητής Πολύζος και η σύζυγός του, ο Δ., η Εύα, η Σάρα, ο Δανιήλ. Εκτός από τα πρόσωπα επανέρχονται και διάφορα μοτίβα: τα όνειρα, οι παιδικές μνήμες, οι εργασιακές συνθήκες. Και πάλι ένα σχεδόν αδιόρατο χιούμορ διατρέχει το βιβλίο (βλ. σ. 41 το πώς ο Λάζαρος έγινε χορτοφάγος).

 

Μια γλυκιά θαλπωρή αναλωμένης ή αναλώσιμης ζωής είναι το τελικό αναγνωστικό συναίσθημα. Και έρχεται ο Επίλογος να αλλοιώσει, ευτυχώς προσωρινά, την προσωπική ανακάλυψη του βιβλίου και να μας υποδείξει τι έπρεπε ή τι θα ήθελε ο αφηγητής να καταλάβουμε. Μετά την πρώτη αντίδραση όμως, επανερχόμενοι στο κείμενο, και έχοντας κατά νου τις δηλωμένες προθέσεις του συγγραφέα, δεύτερες σκέψεις αντικατέστησαν ή διαφοροποίησαν τις πρώτες, άλλες συναρτήσεις προέκυψαν.

 

Ξαναγυρίζουμε στον Βιτγκενστάιν. Στην 6.54 πρόταση του βιβλίου «Tractatus Logico-Philosophicus» λέει: Οι προτάσεις μου αποτελούν διευκρινίσεις, όταν κάποιος που με καταλαβαίνει, αφού τις χρησιμοποιήσει για να πάει παραπέρα πατώντας πάνω τους, τις υπερπηδήσει και τις αχρηστεύσει, θεωρώντας τες άνευ νοήματος. Δηλαδή, αφού πρώτα ανέβει την ανεμόσκαλα, πρέπει στη συνέχεια να την πετάξει μακριά». Στις προτάσεις με τον αριθμό 5 του Επιλόγου, ο Τσίρος, παραπέμποντας στον Βιτγκενστάιν, του οποίου τις απόψεις αναπαράγει, καταλήγει: «6. Αν τελικά δεν γίνεται αυτό, τότε έχουμε απλώς αποτύχει», και ξέρει πως ο ίδιος έχει ξεφύγει τον κίνδυνο∙ μας βοήθησε να απαλλαγούμε από την ανεμόσκαλα.

 

Ενα βιβλίο ενδιαφέρον, γιατί προσφέρει αναγνωστική απόλαυση, (που, εκτός των άλλων, την υποστηρίζει ο λιτός και αδιακόσμητος λόγος του)∙ ανατροφοδοτεί τη γνώση∙ οδηγεί σε αναζήτηση∙ δημιουργεί ερωτήματα παρακινώντας σε να το ξαναδιαβάσεις∙ δίνει αφορμή για διάλογο, ακόμη και με τον εαυτό σου, και πείθει ότι η φιλοσοφία μπορεί να σε κάνει να σκέφτεσαι και να γράφεις απλά.

 

Scroll to top