Ο σκηνοθέτης Θ. Αμπαζής δεν είχε αποφασίσει την κύρια αισθητική ιδέα της παράστασής του, οι ηθοποιοί έδιναν την εντύπωση ότι παίζουν… αλλού, ενώ η Α. Κοκκίνου (Εκάβη), χωρίς ερείσματα, μιμήθηκε τον εαυτό της
Tου Γρηγόρη Ιωαννίδη
Από τον «Πλούτο» του Σαββόπουλου μέχρι τώρα, τις «Τρωάδες» του Αμπαζή, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια κωμωδία και τραγωδία επιστρέφουν με τόση έμφαση στις αγκάλες της μουσικής. Καθόλου άδικα. Μήπως τελικά αυτό που κληροδότησαν οι αρχαίοι δεν είναι παρά ένα τεράστιο μουσικό όργανο σε σχήμα αμφιθεάτρου; Και εμείς από τότε ψάχνουμε κλειδιά για να το παίξουμε.
Δεν το κρύβω πως από όλες τις παραγωγές του προγράμματος, οι «Τρωάδες» του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας συγκέντρωναν τις κρυφές προσδοκίες μου. Πρώτα πρώτα επειδή έστεκε δίπλα σε μεγάλους εθνικούς κι ιδιωτικούς θεσμούς –και ποιος δεν υποστηρίζει ένα αουτσάιντερ; Επειτα αποτελεί το βάπτισμα του πυρός για πολλούς: Προτάσσει μια νέα μετάφραση του έργου από τη δραματουργό Ελσα Αδριανού. Συστήνει τον Θοδωρή Αμπαζή ως σκηνοθέτη αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο. Και φέρνει στον αρχαίο στίβο την Αννα Κοκκίνου.
Το ενδιαφέρον όμως δεν σταματά εδώ. Η πρόταση του Αμπαζή έμοιαζε να υπόσχεται μια επεξεργασία του αρχαίου λόγου ώστε να συμφύεται με τη ρίζα της μουσικής. Κάτι παλιό αλλά πάντα υποσχόμενο: εκκινώντας από το κείμενο να καλλιεργήσεις έναν κώδικα θεάτρου που να μπορεί να μεταδώσει τον αχό που κλείνει μέσα του το αρχαίο δράμα, τον παλμό που νιώθουν όσοι το γνωρίζουν και το αγαπούν.
Ωραία πράγματα. Με τις «Τρωάδες» ο Αμπαζής ουσιαστικά επέκτεινε αυτήν τη μελέτη, προχωρώντας από τον Παπαδιαμάντη στον Ευριπίδη. Στις επιδιώξεις του ενέπλεξε πολλούς. Μια σχεδόν τριανταμελή ορχήστρα εγχόρδων δίπλα στους ήδη πολλούς ηθοποιούς. Κι από εδώ πιστεύω ξεκίνησαν τα προβλήματα. Κανονικά θα έπρεπε όλα αυτά να συνθέτουν μια ενότητα. Κι όμως, μετά την εντυπωσιακή είσοδο στην ορχήστρα (έχει προηγηθεί η υπερβολικά στατική εισαγωγή των δύο θεών), το σύνολο διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη. Τίποτα το αναγκαίο δεν δικαιολογούσε την παρουσία του πλήθους στην ορχήστρα, εκτός ίσως από τη γνωστή οπερατική μεγαλομανία.
Μα μήπως κατανόησα την επεξεργασία του τραγικού λόγου στα χνάρια της μουσικής; Αυτό που παρακολουθήσαμε είναι η γνωστή διαπίδυση του εκκεντρικού τόνου στον χώρο της τραγωδίας. Ακόμα και ο Βασίλιεφ στο ίδιο θέατρο και με το ίδιο σχήμα της Πάτρας κάτι τέτοιο είχε επιχειρήσει στη δική του «Μήδεια». Η τεχνοτροπία αυτή εδώ έγινε ακόμα πιο ακραία. Στον μονόλογο της Ανδρομάχης ο τρόπος εκφοράς του λόγου θύμιζε… λόξιγκα. Τέλος πάντων, είναι εύκολο να ειρωνευτούμε κάτι που δεν γνωρίζουμε σε βάθος. Ας το πούμε όμως καθαρά: φαίνεται πως η διδασκαλία αυτή δεν οδηγεί πουθενά. Είναι ένας φορμαλισμός που καθρεφτίζεται στον εαυτό του. Το κύριο πρόβλημα όμως βρισκόταν αλλού: Στο ότι προφανώς ο σκηνοθέτης δεν είχε αποφασίσει την κύρια αισθητική ιδέα της παράστασής του. Γι’ αυτό από τον ακραίο φορμαλισμό στον ρεαλισμό, τα πάντα έμοιαζαν να εναλλάσσονται κατά βούληση και μίμηση άλλων. Πουθενά δεν έγινε πιο φανερό αυτό από τη διδασκαλία των ηθοποιών. Που έδιναν την εντύπωση ότι ο καθένας έπαιζε σε άλλη παράσταση. Η Ανδρομάχη της ∆ανάης Σαριδάκη σε άλλη παράσταση από την Αθηνά της Κόρας Καρβούνη ή την Κασσάνδρα της Τζωρτζίνας ∆αλιάνη. Ακόμα και στα ζευγάρια: Η Ελένη της Κατερίνας ∆ιδασκάλου βρίσκεται σε άλλο τόπο από τον Μενέλαο του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη. Και όλοι μαζί παίζουν σε άλλο έργο από τον Ταλθύβιο του Απόστολου Πελεκάνου.
Περνάω όμως στην Εκάβη της Κοκκίνου. Υπήρχε λόγος που τόσα χρόνια η ηθοποιός δεν εισηγήθηκε μια μορφή στο τραγικό θέατρο. Κι η παράσταση αυτή δεν τον ανατρέπει. Είναι που το φυσικό της δεν παραπέμπει σε βασίλισσα. Είναι που η φωνή της, το υποκριτικό της στιλ αποδεικνύεται άτεχνο σε ανοιχτό χώρο. Και είναι που η ίδια χωρίς ερείσματα μιμείται τον εαυτό της. Οταν πάει να παίξει την Εκάβη, δεν είναι πια η Κοκκίνου. Και στις στιγμές που είναι η Κοκκίνου, δεν είναι πια η Εκάβη.
Κι όμως, θα ήταν άδικο να παραβλέψουμε μια λαμπρή ιδέα που αφορά τον Χορό της παράστασης. Εχουμε συνηθίσει τις Τρωάδες να θρηνούν με κουρέλια τη χαμένη πατρίδα τους. Στην πρόταση του Αμπαζή είναι κάτι διαφορετικό: γυναίκες αιφνιδιασμένες, που στη μέση της γιορτής για το τέλος των δεινών (έτσι δεν είναι;) ρίχνονται στη φρίκη. Είναι περισσότερο σοκαρισμένες παρά τρομαγμένες, με τα ρούχα ακόμα της καθημερινότητας ή τα «καλά τους».
Και όσο και αν ακούγεται περίεργο, δεν είναι καν «θλιμμένες». Η αντίδραση ενός ανθρώπου στη συμφορά δεν είναι αυτή που φανταζόμαστε. Κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, ας μεταφερθούμε από τα χορικά των Τρωάδων στις γυναίκες του «Κοινού Λόγου». Λύνεται έτσι το μυστήριο για το πώς μπορούν γυναίκες να τραγουδούν τη συμφορά, να μετουσιώνουν την τραγωδία σε παράδειγμα.
Θέλω να πω ότι η παράσταση των Τρωάδων είναι ένα προβληματικό δάσος με όμορφα δέντρα: Ενας Αστυάνακτας που αυτο-αφοπλίζεται, παίρνει τον στρατιώτη από το χέρι και τον οδηγεί στη σωτηρία. Το φιλί στο στόμα από τον Μενέλαο στην Ελένη. Αλλά και το θαυμάσιο φινάλε, που θυμίζει τέλος επεισοδίου με αυτονόητη συνέχεια. Εχει και την όλο νεύρο μετάφραση της Αδριανού, σπουδή στη γλώσσα της ανάγκης και του κινδύνου. Κι όμως, μένει στο σύνολό της χωρίς ειρμό και αρχιτεκτονική. Μια χαμένη ευκαιρία. Κι όμως. Με έναν δικό της τρόπο ελπιδοφόρα για το αύριο.