Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Προκαλεί εδώ και τέσσερις αιώνες την ίδια εντύπωση, γεννά τις ίδιες απορίες και ασκεί την ίδια γοητεία. Το έργο του Τζον Φορντ, με τον φοβερό τίτλο και την ακόμα φοβερότερη ιστορία, γράφεται στο τέλος της μεγάλης ελισαβετιανής γενιάς του αγγλικού θεάτρου ως σημείο των καιρών έντασης, ανασφάλειας και υπερβολής και ως δείγμα μετάβασης της Αναγέννησης προς το μπαρόκ.

 

Τριάντα και χρόνια μετά το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», το «Κρίμα» θα μπορούσε να είναι μια ηθελημένη παρωδία του, αν δεν ήταν μια τόσο διογκωμένη και αιμάσσουσα εκδοχή του. Οι φόνοι βέβαια και το αίμα, το ίδιο το Κακό ως στοιχείο σαγήνης και απώθησης, δεν έλειψε ποτέ από τον αιώνα του Σέξπιρ.

 

Απλά τώρα από συνοδευτικό γίνεται πρωταρχικό στοιχείο του θεάτρου, η κύρια ατραξιόν του. Και σε αυτό το στάδιο μετάβασης ο Φορντ χαρίζει στους ήρωές του (αντλώντας και από την «Ανατομία της μελαγχολίας» του Ρόμπερ Μπάρτον) τη δαιμονική ένταση του μεγαλείου και της αυτοκαταστροφής, την ψυχολογία της λαμπρής και άρρωστης εποχής τους.

 

Και βέβαια στο μέσον όλων το ταμπού της αιμομιξίας που υπάρχει στο έργο του. Και για να γίνουν ακόμα χειρότερα τα πράγματα, το ταμπού αυτό εν μέσω ενός ηθικού κενού ή μιας σχεδόν ψυχαναλυτικής απόστασης. Από τον συγγραφέα κατ' αρχήν που μοιάζει να παρακολουθεί με φλέγμα το άρρωστο πάθος του άξιου Τζοβάνι και της όμορφης Ανναμπέλας – αντί να το καυτηριάζει ή να το καταδικάζει ως όφειλε. Και έπειτα της γύρω κοινωνίας, που κρίνει και σοκάρεται ενώ η ίδια βρίσκεται βουτηγμένη στην παρανομία, τη βία, τη μοιχεία, την εκδίκηση, την υποκρισία, τη χειραγώγηση.

 

Δεν δικαιολογεί αυτό βέβαια την πράξη – το αμάρτημα των δύο ηρώων είναι διαφορετικής τάξης. Ωστόσο, και αυτό είναι έντονο στο έργο του Φορντ, οι χειρότεροι για το πρόσωπο του Θεού μοιάζουν σαν οι καλύτεροι ανάμεσα στους ανθρώπους. Και αντιστρόφως, οι χειρότεροι είναι οι περισσότερο ηθικά καλυμμένοι.

 

Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο λιμπερτινισμού που προκαλεί εντύπωση. Το δεύτερο είναι η εμφάνιση μιας ακατάλυτης «φυσικής ροπής», που καθαγιάζει ακόμα και το μεγαλύτερο παράπτωμα. Μέρος της είναι και η μορφή της Ανναμπέλας, στο κέντρο όλων των αντρών, που θέλουν να την κατακτήσουν, αλλά εκτός του ηθικού τους ορίζοντα.

 

Και αυτό γιατί παραμένει μέχρι τέλους μια αμαρτωλή «τρισεύγενη», που δεν μπορεί να κριθεί με τα κοινά σταθμά. Το μαρτυρούν εξάλλου τα ίδια τα λόγια του εκπροσώπου του Βατικανού, που στη στερνή ανάσα του έργου θα κοιτάξει το σπαραγμένο πτώμα της και θα μαρτυρήσει: «Ποιος δεν θα έλεγε πως «κρίμα που είναι πόρνη»;»

 

Μάθημα ενορχήστρωσης και εκτέλεσης

 

Εχουμε συνηθίσει η μεταφορά ενός αριστουργήματος να γίνεται με τη μέθοδο της αχρονικότητας, με την έντεχνη διάλυση –ή την κατάλληλη επεξεργασία- της αγκύρωσης σε μια εποχή, ώστε να αποδοθεί καλύτερα το μήνυμά του στο σύγχρονο περιβάλλον. Παραδόξως εδώ έχουμε μια πολύ πιο παρακινδυνευμένη επιχείρηση.

 

Το έργο του Φορντ εντάσσεται στην εποχή μας, δηλαδή σε διαφορετικό χώρο, άλλο χρόνο, σημερινό ήθος, σύγχρονη συμπεριφορά και τωρινό ρυθμό. Το μόνο που διατηρείται από αυτό είναι η παφλάζουσα γλώσσα των Ιακωβίνων, αν και αυτή εκφέρεται με τον επιτονισμό της σύγχρονης αγγλικής λαλιάς.

 

Το εγχείρημα κερδίζει έτσι σαφώς σε ένταση. Γίνεται κάτι κοντινό, σαφές και επικίνδυνα σαγηνευτικό. Η παράσταση του σκηνοθέτη Ντέκλαν Ντόνελαν (συν-σκηνοθεσία Owen Horsley) και της ομάδας του, Cheek by Jowl, αν μη τι άλλο διαθέτει την αίσθηση του σκοτεινού ερωτισμού των ημερών μας, μαζί με τη γοητεία του σύγχρονου ηθικού διλήμματος.

 

Και διαθέτει βεβαίως την ιδιοφυΐα του σκηνοθέτη. Που ξεχειλίζει από τη συσσώρευση ιδεών και σκηνικής δύναμης. Δεν μπορώ παρά να ολοκληρώσω με το τυπικό επιφώνημα θαυμασμού απέναντι σε κάθε ανάλογη επίδειξη τεχνικής τελειότητας.

 

Οι ερμηνείες των ηθοποιών (με πιο αποκαλυπτικές τού Laurence Spellman στον ρόλο ενός μακιαβελικού υπηρέτη και της Lizzie Hopley σ' εκείνον μιας χυμώδους διεφθαρμένης παραμάνας), ο φωτισμός και η πύκνωση του σκηνικού σε δύο πόρτες και έναν χώρο (Nick Ormerod) δίνουν μάθημα ενορχήστρωσης και εκτέλεσης ενός παραγωγικού θεάτρου.

 

Και, μυστηριωδώς, ενός θεάτρου εφηβικού τόνου. Εχει κανείς την εντύπωση πως σε όλη την παράσταση ο Ντόνελαν, στήνει με επίκεντρο το εφηβικό κρεβάτι της Ανναμπέλας, μια λιτανεία αγάπης, μια λατρευτική παράνοια, μια αίρεση νεανικής παρόρμησης. Σε κάνει να νιώθεις πως δεν είναι η λογική, αλλά ο οίστρος που κυβερνά τα πράγματα. Και που τα εξουθενώνει.

 

Σε τι χάνει λοιπόν η διασκευή του; Σε ορισμένα πεζά επακόλουθα (ένα τέτοιο δωμάτιο σε κάνει να απορείς που τα δυο αδέλφια δεν συνεννοούνται μεταξύ τους μέσω κινητού). Και σε αυτό: το pulp στοιχείο ταξιδεύει ως γνωστόν ταχύτερα από το βαρύ πνεύμα.

 

Νιώθουμε λοιπόν πως στην αντιστοίχιση του τότε μπαρόκ με το τώρα μπαρόκ, της τότε με την τώρα θεατρικότητα, της τότε με τη σημερινή σοβαροφανή ελαφράδα αιμοσταγούς θεάματος ενέχει ο κίνδυνος να καταλήξουμε σε μια έντονη, νεανική αλλά χάρτινη απόδοση του αμφιλεγόμενου έργου.

Scroll to top