27/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Φωτογραφίζει και σχολιάζει o Τάσος Κωστόπουλος

Στη σκιά του Βίτσι

      Pin It

Για την ελληνική Δεξιά, οι γιορτές του Βίτσι για τη νίκη της στον εμφύλιο πόλεμο του 1946-49 αποτελούν μια άτυπη «οικογενειακή» μάζωξη, την ευκαιρία να βρεθούν γύρω από το ίδιο μνημείο όλες οι συνιστώσες της: κοινοβουλευτική, βασιλόφρων, φασίζουσα και χιτλερική. Οπως ακριβώς συμβαίνει με την επέτειο του Πολυτεχνείου για τα ποικιλόμορφα ρεύματα της Αριστεράς, έτσι κι εδώ η ανάκληση του ιστορικού γεγονότος λειτουργεί ως υπόμνηση της κοινής καταγωγής αλλά και της ανάγκης για συσπείρωση απέναντι στον κοινό στρατηγικό εχθρό.

 

Το 1949 η χώρα είχε κυβέρνηση συνεργασίας της ευρύτερης Κεντροδεξιάς, τη βρομοδουλειά όμως τη διεκπεραίωναν -εν μέρει τουλάχιστον- στελέχη με αντικομμουνιστική προϋπηρεσία ως υφιστάμενοι των Ες Ες και της Βέρμαχτ. Διοικητής της XV μεραρχίας της Καστοριάς ήταν λ.χ. ο υποστράτηγος Χρήστος Γερακίνης –ο ίδιος που, ως υπαρχηγός του Τάγματος Ασφαλείας Χαλκίδος, πέρασε στην ιστορία με την περίφημη αναφορά του (4.6.1944) «απώλειαι των ημετέρων, είς Γερμανός στρατιώτης βαρέως τραυματίας». Δικά του «παιδιά» συγκρότησαν τη μάχιμη πρώτη μεταπολεμική φουρνιά αξιωματικών του κυβερνητικού στρατού, καθώς μετά τη Βάρκιζα είχε διοριστεί υποδιοικητής της Σχολής Ευελπίδων το 1954 θα ολοκληρώσει την καριέρα του ως υφυπουργός Συγκοινωνιών του στρατάρχη Παπάγου. Εξήντα χρόνια μετά, αυτή η παρακαταθήκη της αξιοποίησης του σκληρού πυρήνα της εθνικοφροσύνης για την αποτελεσματική πάταξη του «εσωτερικού εχθρού» εξακολουθεί να εμπνέει, όπως διαπιστώνουμε καθημερινά, ουκ ολίγα στελέχη της επίσημης κυβερνητικής Δεξιάς.

 

Η ίδια η επιμνημόσυνη τελετή που πραγματοποιείται στο Βίτσι στα τέλη κάθε καλοκαιριού είναι φορτισμένη και με άλλα, υπόρρητα συμφραζόμενα. Η πρεμιέρα της έγινε το 1959, στη δέκατη επέτειο από τη συντριβή της «κομμουνιστικής ανταρσίας», μέχρι όμως την έλευση της χούντας είχε καθαρά τοπικό χαρακτήρα, με πρωταγωνιστές τον μητροπολίτη Καστοριάς και τον εκάστοτε διοικητή της XV μεραρχίας. Ο χαρακτήρας των εκδηλώσεων αλλάζει δραστικά μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση της μέχρι τότε περιθωριακής «ημέρας του εφέδρου πολεμιστού και της πολεμικής ανδρείας» σε πολυδάπανο πανελλαδικό εορτασμό της «πολεμικής αρετής των Ελλήνων». Το 1967 επισκέπτεται το Βίτσι η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη, ενώ τα εικοσάχρονα του 1969 τιμά με την παρουσία του ο απόστρατος Αμερικανός στρατηγός Τζέιμς Βαν Φλιτ, ύπατος καθοδηγητής της εθνικής εξόρμησης του 1949· σταθερή είναι η συμμετοχή του Παττακού, με σποραδικές εμφανίσεις των υπόλοιπων ηγετικών στελεχών της χούντας. Μετά το 1974 η τελετή διατήρησε μεν τον επίσημο χαρακτήρα της, αποκλιμακώθηκε όμως το επίπεδο της κρατικής εκπροσώπησης. Ωσπου η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προχώρησε το 1982 στην κατάργηση του επίσημου προγράμματος, μεταφέροντας την ημέρα των ενόπλων δυνάμεων στον πολιτικά άχρωμο Δεκαπενταύγουστο. Η «γιορτή του μίσους» μετατράπηκε έτσι σε ιδιωτική υπόθεση μιας μερίδας του πολιτικού φάσματος, το εύρος της οποίας μεταβάλλεται ανάλογα με την ευρύτερη συγκυρία: πόλος σύγκλισης Ν.Δ. και Ακροδεξιάς το 1982-85, περιθωριοποιείται στα χρόνια της πάνδημης «εθνικής συμφιλίωσης» για να ανακτήσει μια κάποια παραταξιακή αίγλη μετά τη σταδιακή επανεισδοχή της Ακροδεξιάς στην κεντρική πολιτική ζωή, τη δεκαετία του 2000. Ταυτόχρονα λειτουργεί ως βαρόμετρο των εσωτερικών συσχετισμών του «χώρου», επιτρέποντας να διαπιστώσουμε τη σταδιακή εκτόπιση κάποιων συνιστωσών από άλλες, αλλά και την εκάστοτε θερμοκρασία των μεταξύ τους σχέσεων.

 

Η πάλη για την ηγεμονία στο εσωτερικό της παράταξης αποτυπώνεται και στο υλικό ίχνος του εορτασμού, φωτογραφημένο το 2005 και το 2008. Οι εντυπωσιακές επιδόσεις των νοσταλγών του έκπτωτου μονάρχη στο οδικό δίκτυο του βουνού (1-3) ανταγωνίζονται την υπογραφή των χιτλερικών (4), προσκολλημένων στην κατατρόπωση των κοινοβουλευτικών -τότε- ανταγωνιστών τους, με τους οποίους μοιράζονται το ίδιο σύμβολο, τον ναζιστικό κέλτικο σταυρό (5-6). Κοινός είναι και ο εσωτερικός εχθρός, στην πολιτική (7-8) ή τη «φυλετική» (9) εκδοχή του. Οσο για τον ντόπιο αντιφασισμό, εν έτει 2008 περιοριζόταν στην εξισορροπητική -αλλά εξίσου περιθωριακή- επίκληση των «δικών του» ένοπλων φαντασμάτων (10).

 

Scroll to top