13/11/12 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Για το τέλος της μεταπολίτευσης

Νίκος Δεμερτζής Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» (14/10/2012), ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού Ν. Κωνσταντόπουλος δήλωσε μεταξύ άλλων: «Η επιτήρηση της τρόικας αποτελεί ιδιότυπο καθεστώς "κατάστασης ανάγκης" που προκαλεί συνταγματικό εκτροχιασμό (…) Η κρίση προκαλεί αλλαγές που δεν χωράνε στις μεταπολιτευτικές.
      Pin It

Νίκος Δεμερτζής

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» (14/10/2012), ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού Ν. Κωνσταντόπουλος δήλωσε μεταξύ άλλων: «Η επιτήρηση της τρόικας αποτελεί ιδιότυπο καθεστώς «κατάστασης ανάγκης» που προκαλεί συνταγματικό εκτροχιασμό (…) Η κρίση προκαλεί αλλαγές που δεν χωράνε στις μεταπολιτευτικές μήτρες». Είναι αυτή άραγε η τελευταία πρόβλεψη για το λεγόμενο «τέλος της μεταπολίτευσης»; Οσο κι αν η φράση αυτή είναι στην πράξη ασαφής, καθώς στην κοινωνική και πολιτική ιστορία υπάρχουν πάντοτε συνέχειες και ασυνέχειες, δεν μπορεί παρά σε συνθήκες κρίσης να αποκτά ένα ιδιάζον νόημα. Οπως η μεταπολίτευση αντιπροσώπευσε μια ρήξη με το παρελθόν διατηρώντας ταυτόχρονα σημαντικό τμήμα της πολιτικής παράδοσης, έτσι και το «τέλος της μεταπολίτευσης» θα συντελεστεί κατά μάλλον παρόμοιο τρόπο.

 

Υπό μια έννοια όμως, το τέλος αυτό έχει ήδη επέλθει εδώ και περίπου μία δεκαπενταετία με την, από ένα σημείο και μετά, επιτεινόμενη, φυγοκεντρικής φύσεως, αποσύνδεση κομματικών ταυτίσεων και τρόπου ζωής (σαν εκείνο το παλιό πρόβλημα αναντιστοιχίας ταξικής θέσης και ταξικής τοποθέτησης, που απασχολούσε τον Ν. Πουλαντζά χρόνια πριν).

 

Εκτός από αδιαφορία και κυνισμό, αποτέλεσμα της εν λόγω αποσύνδεσης, υπήρξε και η «νεοφυλετική» συσπείρωση ετερόκλητων πολιτικών και πνευματικών ελίτ, ωσαύτως δε και μαζικών φορέων, έναντι των προσλαμβανόμενων απειλών που γεννά η παγκοσμιοποίηση. Επίσης, προκειμένου να ανταποκριθούν στις μεταβαλλόμενες προτιμήσεις ενός ολοένα και πιο εξατομικευμένου εκλογικού σώματος σε συνθήκες αθεμελίωτης καταναλωτικής ευωχίας και ρίσκου, δεξιές και αριστερές δυνάμεις οικειοποιήθηκαν προγραμματικά και ρηματικά στοιχεία οι μεν των δε.

 

Στις εκλογές του 2000, του 2004, αλλά και του 2009, η Ν.Δ. υιοθετούσε αριστερόστροφη ρητορική, ενώ το ΠΑΣΟΚ ακολουθούσε τεχνοκρατικούς προσανατολισμούς. Παράλληλα, αμφότερα τα κόμματα είχαν προσχωρήσει στη λογική του πολιτικού μάρκετινγκ. Η μεταπολίτευση είχε έτσι μεταλλαχθεί σε «μετα-δημοκρατία».

 

Βέβαια, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι με την τρέχουσα κρίση η μεταπολίτευση εξέπνευσε υπό την έννοια της κατάλυσης του δικομματισμού. Οι διπλές εκλογές του περασμένου καλοκαιριού το πιστοποιούν, ανεξάρτητα από το ότι ο παλιός δικομματισμός μπορεί να μετατραπεί σε διπολισμό.

 

Υπάρχει όμως και ένα συμβολικό τέλος της μεταπολίτευσης που σηματοδότησαν εκείνες οι εκλογές: ενώ ως δημοκρατική κατάκτηση η μεταπολίτευση ξεκίνησε με την πτώση της χούντας, φαίνεται να τελειώνει με την είσοδο της ακροδεξιάς στο κοινοβούλιο, σημάδι αντιδημοκρατίας και συντηρητικής παλινδρόμησης.

 

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σταθώ λίγο παραπάνω και να μοιραστώ με τον αναγνώστη μερικές σκέψεις μου. Η άνοδος και η αυξανόμενη απήχηση της Χρυσής Αυγής τερματίζει τη μεταπολίτευση και με έναν άλλο, επάλληλο τρόπο: σηματοδοτεί την επικείμενη εξάντληση αυτού που επί χρόνια σχολιάζεται ως ιδιότυπη πολιτικο-πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς στην Ελλάδα. Ηγεμονία η οποία γενικώς συνίσταται στην ανατροπή, σε πολιτικο-ιδεολογικό επίπεδο, του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στους νικητές και τους ηττημένους του Εμφυλίου.

 

Ενώ η Αριστερά είχε ηττηθεί στο πεδίο των μαχών, με τη μεταπολίτευση κέρδισε την ηθικο-διανοητική υπεροχή στη δημόσια σφαίρα. Τούτο βεβαίως κατέστη δυνατόν λόγω και της πλήρους απαξίωσης της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης και της ανικανότητας της δικτατορίας να χειριστεί την εξωτερική πολιτική της χώρας, με κορύφωση την τραγωδία στην Κύπρο.

 

Προπαντός όμως κατέστη δυνατόν λόγω του βαθύτατου ελλείμματος προτύπων αστικής (πολιτικής) κουλτούρας που χαρακτήριζε το μεταπολεμικό κατεστημένο (και όχι μόνο), θέμα στο οποίο είχε επιμείνει ο Π. Κονδύλης.

 

Ο εξακολουθητικά μεταπρατικός χαρακτήρας της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα και ο γενικότερος μακρο-ιστορικός προσδιορισμός της χώρας στην πορεία της προς τη νεωτερικότητα (περισταλμένος διαφωτισμός, αλληλεξάρτηση κράτους-εκκλησίας, ατροφική κοινωνία πολιτών κ.λπ.) έχουν λειτουργήσει έτσι, ώστε στοιχειώδεις πολιτικές για την εμπέδωση του κράτους δικαίου και της αστικής δημοσιότητας να εκλαμβάνονται ως «αριστερές» παρεκτροπές από το πρότυπο του εθνοκεντρισμού και της πελατειακής συγκρότησης του κυβερνητικού μοντέλου.

 

Ετσι, συχνά στη μεταπολίτευση, θεωρήθηκαν «αριστερές» μεταρρυθμίσεις αλλαγές που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από φιλελεύθερες πολιτικές ισονομίας (βλ. π.χ. τον πολιτικό γάμο, την κατάργηση των συνεπειών του Εμφυλίου κ.ά.).

 

Φυσικά, η Χρυσή Αυγή δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία. Επί 2-25 χρόνια διάστικτη ήταν η δημόσια ζωή από εθνικιστικές και ρατσιστικές εκδηλώσεις, μόνο που απορροφούνταν στην αχλή ενός τριτοκοσμικού καταναλωτισμού, δεν φανέρωναν δε τις πραγματικές τους διαστάσεις στο όνομα της αριστερόστροφης πολιτικής ορθότητας και μιας καταβροχθιστικής δημοσιογραφίας.

 

Η περίπτωση του Θεσσαλονικέως Π. Ψωμιάδη είναι αρκούντως ενδεικτική. Θα μπορούσαμε να θυμηθούμε και τους πολλούς βανδαλισμούς εβραϊκών μνημείων, τη μονοπώληση της ιδιότητας του σημαιοφόρου στις σχολικές παρελάσεις από ελληνογενείς μαθητές, αλλά και τον τριπλό «εθνικό πυρετό» του 2004 (Eurovision, Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, Ολυμπιακοί). Οσο όμως απωθούσαμε τον εθνοκεντρισμό και τον ρατσισμό τόσο αυτοί συσσωρεύονταν στα κοιτάσματα του κοινωνικού φαντασιακού.

 

Για το πώς η Χρυσή Αυγή από μια περιθωριακή ακροδεξιά ομάδα μετασχηματίστηκε σε υπολογίσιμη κοινοβουλευτική δύναμη έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά και άλλα τόσα θα ακολουθήσουν στο εγγύς μέλλον. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η δυναμική της εμφάνιση είχε προεξαγγελθεί.

 

Σε συνθήκες κρίσης, καθοδικής κοινωνικής κινητικότητας, έντονου συναισθήματος σχετικής στέρησης, ανύπαρκτης μεταναστευτικής πολιτικής, και με τον ΛΑΟΣ να αποτυγχάνει να μετατραπεί σε «συστημικό» κόμμα, πολλοί συντηρητικοί και ακραίοι δεξιοί ψηφοφόροι βρήκαν στη Χρυσή Αυγή όχι απλώς τον υποδοχέα της εκλογικής τους διαμαρτυρίας, αλλά και κάτι παραπάνω: έναν ισχυρό φορέα εξιλέωσης που υπερήφανα και μαχητικά διατρανώνει τον εθνικισμό του.

 

Εδώ και περίπου σαράντα χρόνια, η Χρυσή Αυγή είναι ο μόνος πολιτικός οργανισμός που δηλώνει ανοικτά και θετικά ότι η ιδεολογία του είναι ο εθνικισμός (ίσως γιατί δεν τολμά να επικαλεστεί τον εθνικοσοσιαλισμό). Απο-ενοχοποιεί όσους παλιότερα θέλανε να ομολογήσουν τον βαθύ, υπαρκτό, παρήγορο και επιθετικό συνάμα εθνικισμό τους και δίσταζαν, καθώς αντιλαμβάνονταν γύρω τους έναν πλειοψηφικό αριστερό διεθνισμό και κοσμοπολιτισμό.

 

Με τη Χρυσή Αυγή στο κοινοβούλιο και τα μέσα ενημέρωσης, δεν αλλάζει μόνο ο αριθμητικός συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων. Αλλάζει και η ποιότητα του πολιτικού λόγου. Ασφαλώς πρόκειται για πολιτισμική παλινδρόμηση. Ας μην αποδειχθεί ολέθρια.

Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Τμήμα ΕΜΜΕ

 

Scroll to top