Του Νίκου Κιάου
Οτι για όλα τα κακά και τα δεινά στον τόπο φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ, και πρωτίστως ο αρχηγός του Αλ. Τσίπρας, είναι γνωστό και το έχουν διατυμπανίσει Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ (σε μεγάλο ποσοστό και η ΔΗΜΑΡ), με ένταση που μεγαλώνει κυρίως μετά τον Μάιο του 2012.
Μαζί τους, τους συνεπικουρούν, οι λεγόμενοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια, εφημερίδες του χώρου, ραδιόφωνα του ίδιου συντονισμένου ιδεολογικού και πολιτικού κλίματος, ηλεκτρονικές εκδόσεις τους.
Εχθρός, αντίπαλος, υπεύθυνος για την καταστροφή δεν είναι άλλος από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο 38χρονος ηγέτης του, εκτός από τρισκατάρατος, είναι μονίμως ανεύθυνος και λαϊκιστής.
Η τακτική αυτή και ο «βομβαρδισμός» της κοινής γνώμης εντείνονται, καθώς τα πράγματα στην κοινωνία επιδεινώνονται για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τους ανέργους, τους νέους, τους μεσήλικες, τους ηλικιωμένους, ενώ προετοιμάζονται νέα μέτρα με νέα μνημόνια και η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας είναι ακατάπαυστη επιδίωξη.
Διαμορφώνονται, περισσότερο από το παρελθόν, καθώς φαίνεται δύο επίπεδα, το θεωρητικό και το πρακτικό. Στο πρώτο προβάλλονται και διατυπώνονται γνώμες θεωρούμενες επιστημονικές και στο δεύτερο παρουσιάζονται απόψεις που θέλουν να εμφανίσουν την αποκαλούμενη απ’ αυτούς κοινή λογική.
Στο πρώτο επίπεδο μπορούμε να εντάξουμε τη νέα εμφάνιση του ομότιμου καθηγητή Θάνου Βερέμη στην «Καθημερινή», Κυριακή 25/8/13. Αναφέρεται στην Αριστερά στην Ελλάδα, αφού κάνει ένα μικρό επιδερμικό πέρασμα από την πρώτη στην τρίτη διεθνή. Διαγράφει ουσιαστικά την Εθνική Αντίσταση («Οι ιδιόμορφες [;] συνθήκες της κατοχής ενίσχυσαν τη συμπάθεια [μόνο;] του χειμαζόμενου πληθυσμού προς την Εθνική Αντίσταση») και περνά στη δική του ερμηνεία για τον Εμφύλιο και τη Μεταπολίτευση, έτσι ώστε αρχικά ο Εμφύλιος να φαντάζει σαν συνέχεια του πολέμου κατά του ξένου κατακτητή: «Οσο οι ηττημένοι του Εμφυλίου διώκονταν διατηρούσαν ένα φωτοστέφανο αγιότητας, μετά τη νομιμοποίησή τους, το 1974, έγιναν σαν όλους τους άλλους πολιτικούς». Και επισημαίνει, με όλη την επιστημονική θεώρησή του:
«Το σχολείο της σημερινής Αριστεράς στην Ελλάδα δεν είναι πια το ΚΚΕ, αλλά γόνοι του που πολλαπλασιάστηκαν σε άλλους βιότοπους, στο ΠΑΣΟΚ αρχικά, στον ΣΥΡΙΖΑ πλέον. Αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τους Αριστερούς της Αντίστασης [τώρα τους θυμήθηκε;] και τους ηττημένους του Εμφυλίου, θέλουν όμως να νέμονται τον μύθο τους με μια δόση ανευθυνότητας». Και μιλάει ακόμα για «αποκοπή από την πραγματικότητα» αυτής της γενιάς αριστερών, που «εκκολάπτονται» στα ΑΕΙ, όπου «διαμορφώνονται οι μελλοντικοί ηγέτες τους με τις αμπελοφιλοσοφίες των κομματικών συνάξεων και τις εύκολες καταλήψεις των ανοχύρωτων ιδρυμάτων, όπου αυτοί θητεύουν χωρίς να σπουδάζουν».
Ο κ. καθηγητής τσουβαλιάζει την Αριστερά μετά το 1974 -πάλι η Μεταπολίτευση και το τέλος (;) της-με τις άλλες δυνάμεις που κυβέρνησαν και καταλογίζει μεγαλύτερες ευθύνες σ’ αυτήν («έγιναν σαν τους άλλους»). Αλλωστε και ο κ. Σαμαράς είπε ότι φταίει η Αριστερά, αυτοί που δεν κυβέρνησαν. Επισείει την προσοχή, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Τι γίνεται στα ΑΕΙ. Ποιους στέλνουμε να διδάξουν. Ποιος ελέγχει τι γίνεται. Αρα, να τα αλλάξουμε. Πώς; Με ιδιωτικά;
Φυσικά δεν κάνει καμία αναφορά στο σύστημα που κυβερνά και ασκεί την εξουσία. Απουσιάζει παντελώς το κεφάλαιο (όποια μορφή κι αν έχει), δεν αναφέρεται καν έστω στην πορεία της ΕΟΚ ή στο κοινωνικό κράτος που το διαλύουν πλέον κανονικά, ενώ κάπου μιλάει για «γνήσιους πολίτες που θα υπηρετούν το κοινό συμφέρον», χωρίς να λέει ποιους εννοεί. Εκτός και αν όλα καλύπτονται από τις «ιδιόμορφες συνθήκες της κατοχής».
Στο πρακτικό, ας το πούμε έτσι, επίπεδο, μπορούμε να σταθούμε, για μεγαλύτερο ενδιαφέρον, στην «κοινή γνώμη», σ’ αυτούς που προέρχονται από την Αριστερά.
Προσκολλώνται στα μνημόνια και στην πολιτική τους, δέχονται ότι η κρίση στην Ελλάδα προκλήθηκε από τους Ελληνες, με τα δάνεια, τη φοροδιαφυγή (συλλήβδην και γενικώς), με την τεμπελιά τους. Δεν δέχονται καν να συζητήσουν για την «καταδικαστέα Σοβιετία», αλλά και για τη Ρωσία, μιλώντας απαξιωτικά ακόμα και για τον ρώσικο πολιτισμό («ποια Μόσχα και Πετρούπολη, το Παρίσι, το Λονδίνο, το Βερολίνο!»). Τονίζουν κατά κόρον τη σταλινική περίοδο και, φυσικά, εξισώνουν με τη χιτλερική Γερμανία. Θεωρούν ότι η Μέρκελ έχει δική της πολιτική, την επιβάλλει και χασκογελούν όταν ακούν για χρηματοπιστωτικά, για συμφέροντα και συσσώρευση του κεφαλαίου στη Γερμανία κ.λπ.
Ενημερώνονται μόνο από «σοβαρά» μέσα, π.χ. «Καθημερινή», γερμανικά ΜΜΕ, δεν δέχονται να ακούσουν για «Αυγή», ακόμη και για «Εφημερίδα των Συντακτών». Υποστηρίζουν καθαρά να έρθουν να ασκούν διοίκηση σε κρίσιμους τομείς ξένοι, κατά προτίμηση Γερμανοί: Κρατούν τα παιδιά τους μακριά από εκδηλώσεις, όπως στις 17 Νοεμβρίου στο Πολυτεχνείο, μήπως «μολυνθούν» ή αποπροσανατολιστούν. Αρχή και τέλος θεωρούν την ενσωμάτωση, όπως οι Σοσιαλδημοκράτες, οι Πράσινοι, οι συνεχιστές του Ντ’ Αλέμα. Δεν δέχονται σχεδόν να ακούσουν για ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρα (πρώην σύντροφοι, ε;).
Εν ολίγοις, ζητούν δικαίωση για την πολιτική τους, που έχουν (ή προσδοκούν) απολαβές από την εξουσία και συμμετοχή σ’ αυτήν.
Ο κ. καθηγητής εμφανίζεται ως θεωρητικός. Θεωρητικοί του καθεστώτος έχουν μείνει στην ιστορία ο Ι. Θεοδωρακόπουλος, ο Κ. Τσάτσος, ο Π. Κανελλόπουλος. Ηταν αντικομμουνιστές, αλλά υπηρέτησαν επιστημονικά τις θεωρητικές θέσεις τους, επί δεκαετίες, συγκρούστηκαν με θεωρητικούς της Αριστεράς. Και εν πάση περιπτώσει, ο Παν. Κανελλόπουλος υπέστη διώξεις και από τους δικτάτορες (Μεταξά, Παπαδόπουλο).
Ο κ. καθηγητής, όμως, στην κατακλείδα της πραγματείας του κάνει την κατ’ εξοχήν επιστημονικά ανιστόρητη εξίσωση με τη ναζιστική Δεξιά: «Αν προστεθούν στην εικόνα αυτή και οι ανάδελφοι της παλαβής Δεξιάς, Ανεξάρτητοι Ελληνες και Χρυσή Αυγή…». Επικίνδυνο συμπέρασμα, πέρα από ανιστόρητο, μόνο και μόνο επειδή βολεύει Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και άλλους περί τα ΜΜΕ κ.λπ.