Του Θεόδωρου Γεωργίου*
Για όσες σκέψεις, ιδέες και επιχειρήματα αναπτύσσονται σ’ αυτό το κείμενο αφορμή στάθηκαν οι πρόσφατες δηλώσεις της καγκελαρίου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κ. Μέρκελ, σύμφωνα με τις οποίες η ένταξη της Ελλάδος στην ευρωζώνη αποτελεί πολιτικό λάθος και γι’ αυτό ευθύνεται ο προκάτοχός της κ. Σρέντερ. Πρώτα πρώτα θα πρέπει να διευκρινιστεί το εξής: η καταγραφή του «ελληνικού προβλήματος» στην προεκλογική ατζέντα της Γερμανίας συνιστά μείζον πολιτικό λάθος. Κανένας πολιτικός στην Ευρώπη δεν μπορεί να συμπεριφέρεται επιπόλαια και με εντελώς ανήθικο τρόπο, όπως κάνει η κ. Μέρκελ, στον βαθμό που καθιστά το «ελληνικό πρόβλημα» βασικό διακύβευμα της κομματικής επιχειρηματολογίας της. Ακολουθούν και οι Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι και πλειοδοτούν!
Ο δημόσιος, ανοιχτός και ανεξουσίαστος πολιτικός διάλογος για όσα συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία κατά την τελευταία πενταετία (2008-2013) θα πρέπει να διεξάγεται με σοβαρότητα, με νηφαλιότητα, με λογικά επιχειρήματα και προ πάντων με αριστοτελική φρόνηση. Οι αρχηγοί των δύο μεγαλύτερων κομμάτων στη Γερμανία ακολουθούν έναν ολισθηρό δρόμο, του οποίου την έκβαση θα συναντήσουν μπροστά τους. Ο λαϊκισμός είναι ο χειρότερος εχθρός της φρόνιμης και ορθολογικής πολιτικής. Εάν πράγματι οι δύο αρχηγοί (δηλαδή η κ. Μέρκελ και ο κ. Στάινμπρουκ) ήθελαν να επεξεργαστούν το «ελληνικό πρόβλημα» ως πολιτικό πρόβλημα της ευρωζώνης, θα έπρεπε να ακούσουν τις φωνές στοχαστών, φιλοσόφων και διανοουμένων, όπως π.χ. είναι ο Jurgen Habermas, o Claus Offe ή ο Ulrich Beck, οι οποίοι τονίζουν με ιδιαίτερη έμφαση ότι η επίλυση των πολιτικών προβλημάτων στην ευρωζώνη μπορεί και πρέπει να επιδιωχθεί στο πλαίσιο της ιδέας της «πολιτικής αλληλεγγύης». Η «Εφ.Συν.» κατά το τελευταία διάστημα των δύο μηνών (Ιούλιος – Αύγουστος 2013) από τις στήλες της προώθησε τις ιδέες αυτές με συνεντεύξεις, αναλύσεις και σχόλια. Δυστυχώς όμως για τις πολιτικές ηγεσίες τόσο της Γερμανίας όσο και της Ελλάδος τα πράγματα λαμβάνουν χώρα πίσω από τις κλειστές πόρτες της τεχνοκρατίας και της γραφειοκρατίας.
Το ερώτημα διατυπώνεται ως εξής: Γιατί ο πρωθυπουργός στο ελληνικό κράτος δεν μπορεί να πει τον όρο «πολιτική αλληλεγγύη», η οποία ορίζεται ως η πραγματολογική συνθήκη συνοχής των κρατών-μελών της ευρωζώνης; Γιατί η καγκελάριος του γερμανικού κράτους αγνοεί τον όρο «πολιτική αλληλεγγύη» στις συσκέψεις, στις επαφές και στην επιχειρηματολογία της; Γιατί για ακόμη μια φορά στρέφεται εναντίον της συνειδησιακής καταστάσεως της ελληνικής κοινωνίας και αποδίδει σ’ αυτήν τον χαρακτηρισμό: είναι η ελληνική κοινωνία ανίκανη να συμμετέχει στη νομισματική ένωση;
Το αρχικό ερώτημα διατυπώνεται και επαναδιατυπώνεται σε πολλές εκδοχές. Δεν αφορά τελικά ούτε τη Μέρκελ ούτε τον Σαμαρά, αλλά τις δύο κοινωνίες, δηλαδή τη γερμανική και την ελληνική, οι οποίες μαζί με άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες «κατασκεύασαν» μια συλλογική οντότητα που ονομάζεται ευρωζώνη. Ολες αυτές οι ευρωπαϊκές κοινωνίες που συγκροτούν την ευρωζώνη συμφώνησαν να χρησιμοποιούν στις οικονομικές συναλλαγές τους και στις ανταλλακτικές επαφές τους ένα κοινό νόμισμα: «το ευρώ».
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος σε δύο ή τρεις οικονομικές περιοχές ή τομείς, που έχουν διαφορετικά επίπεδα οργάνωσης και ανάπτυξης, θα δημιουργήσει προβλήματα, για την επίλυση των οποίων μετά «θα τρέχουν και δεν θα φτάνουν» οι περιώνυμοι τεχνοκράτες και γραφειοκράτες. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρει κανείς την επισήμανση που έκανε ο Γερμανός φιλόσοφος Jurgen Habermas στον συγγραφέα αυτού του κειμένου ήδη το έτος 1998. Στην ερώτηση: «Πώς βλέπετε το μέλλον της Ευρώπης» ο Habermas απάντησε: «Φοβάμαι ότι η κατάσταση με την εισαγωγή του κοινού νομίσματος, την οποία, ας σημειωθεί, έχω υποστηρίξει προσωπικά, θα χειροτερεύσει. Ο εντεινόμενος ανταγωνισμός στην ενιαία νομισματική αγορά θα επισπεύσει τις ενδοευρωπαϊκές συγκρούσεις και θα υποχρεώσει τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να εγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια ρύθμισης των ανταγωνισμού ανάμεσα σε διαφορετικά μεταξύ τους κοινωνικο-πολιτικά καθεστώτα» (το παράθεμα βρίσκεται το βιβλίο του Θεόδωρου Γεωργίου με τον τίτλο: «Ο Jurgen Habermas και το πνεύμα της εποχής μας», σελ. 59-60, εκδόσεις «Εριφύλη», Αθήνα 2001).
Στη συνέχεια ο Jurgen Habermas την αρχική αυτή σκέψη ανέπτυξε στο βιβλίο του: «Για ένα σύνταγμα της Ευρώπης» (Zur Verfassung Europas, Berlin 2001) ως το κατεξοχήν «κατασκευαστικό λάθος» στην ευρωζώνη. Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι η εισαγωγή ενός κοινού νομίσματος σε έναν διαφοροποιημένο οικονομικό κόσμο δημιουργεί εξ ορισμού προβλήματα, στον βαθμό που μια τέτοιου τύπου ρύθμιση δεν λειτουργεί και σε άλλα οικονομικά επίπεδα, όπως π.χ. στην ανταλλακτική αγορά, στην πολιτική της απασχόλησης κ.λπ. Στο δημαγωγικό και λαϊκιστικό επιχείρημα της κ. Μέρκελ, σύμφωνα με το οποίο ήταν λάθος η ένταξη της Ελλάδος στην ευρωζώνη, απαντά ο Jurgen Habermas. Το «κατασκευαστικό λάθος» της ευρωζώνης, δηλαδή το γεγονός ότι προηγήθηκε η νομισματική ένωση της οικονομικής, ενώ θα έπρεπε να γίνει το αντίστροφο, συνιστά το μείζον «συμβάν» (Badiou) για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες της ευρωζώνης.
Οσοι στοχαστές, πολιτικοί επιστήμονες, εργάτες του πνεύματος, πολίτες και πολιτικοί στην ελληνική κοινωνία καταλαβαίνουμε τι θα πει «κατασκευαστικό λάθος» στην ευρωζώνη (κατά τον Habermas), εγείρουμε τη φωνή μας και απαιτούμε από την κ. Μέρκελ (η οποία, ούτως ή άλλως, δεν διαβάζει τον Habermas), να σταματήσει να χρησιμοποιεί ως προεκλογικό επιχείρημα όλα όσα είπε προσφάτως για το «ελληνικό πρόβλημα», να κοιτάξει τον εαυτό της ως γραφειοκρατική κατάσταση και να αφήσει στις δύο κοινωνίες, τη γερμανική και την ελληνική, ανοιχτό τον δρόμο για δημιουργική και δημοκρατική προσέγγιση. Η «πολιτική αλληλεγγύη» ανάμεσα στις δύο κοινωνίες είναι η ιστορική προοπτική τους.
…………………………………………………………………………………………………………
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης