Του Γιάννη Γούναρη*
Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Πρόκειται για την αγαπημένη φράση-κλισέ των Ευρωπαίων ηγετών, αλλά και των εγχώριων υποστηρικτών της ασκούμενης πολιτικής, όταν θέλουν να υπερασπιστούν την άποψη ότι όλα γίνονται για να σωθεί η Ελλάδα από τον εαυτό της, για να γίνουμε, επιτέλους, Ευρωπαίοι. Ερχεται τακτικά προς επίρρωση συναφών φράσεων όπως «Ελληνας ασθενής, πακέτα διάσωσης, πικρό μεν, αλλά θαυματουργό μακροπρόθεσμα φάρμακο των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων» κ.λπ. Υπάρχει, όμως, στην πραγματικότητα η περίφημη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στην ελληνική περίπτωση (και όχι μόνο, αφού η ίδια συνταγή ακολουθείται σε όλες τις χώρες που χρήζουν «σωτηρίας») ή πρόκειται, απλώς, για ιδεολόγημα, σκοπός του οποίου είναι να εδραιωθεί η αντίληψη ότι η Ευρώπη έσπευσε να μας διασώσει από την απόλυτη καταστροφή, επομένως καλό θα ήταν, αντί να παραπονιόμαστε ή, ακόμα χειρότερα, να αμφισβητούμε τις συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές, να μένουμε σιωπηλοί και να κάνουμε αυτό ακριβώς που μας λένε, νιώθοντας ευγνωμοσύνη, ανάμεικτη ίσως με λίγη ντροπή;
Σε θεωρητικό επίπεδο η έννοια της αλληλεγγύης είναι το θεμέλιο του όλου ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας την έχει τοποθετήσει στο επίκεντρο του φιλοσοφικού υποβάθρου που ο ίδιος έχει επεξεργαστεί για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οραματίζεται μια υπερεθνική ευρωπαϊκή δημοκρατία, μια οργανωμένη ευρωπαϊκή συλλογικότητα ως τη θεσμική έκφραση της πολιτικής αλληλεγγύης μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και λαών. Ωστόσο, η ωμή πραγματικότητα ακυρώνει το ευγενές φιλοσοφικό υπόβαθρο του Χάμπερμας και αυτή είναι, ίσως, η καλύτερη πηγή κριτικής για τις ιδέες του Γερμανού φιλοσόφου. Είναι άριστες στη θεωρία, αλλά όταν περνάμε στην πράξη το πράγμα αλλάζει. Διότι η συνεχής χρήση του επιχειρήματος ότι κανείς δεν χαρίζει χρήματα στην Ελλάδα, αλλά της δανείζει, έστω και με μικρότερο επιτόκιο από αυτό της αγοράς, δεν είναι, ακριβώς, ο ορισμός της αλληλεγγύης. Δεν είναι αλληλεγγύη μια κατάσταση που εκ των πραγμάτων ευνοεί χώρες όπως η Γερμανία, οι οποίες αποκομίζουν κέρδη από την κρίση των κρατών-μελών της περιφέρειας, κάτι που ακούγεται κατά κόρον στο πλαίσιο της εσωτερικής προεκλογικής εκστρατείας αυτής της χώρας, αλλά παραδόξως δεν μπαίνει ποτέ στην περίφημη συζήτηση περί επαναδιαπραγμάτευσης των όρων της συμφωνίας. Ασφαλέστατα δεν είναι αλληλεγγύη η μονότονη επανάληψη της δέσμευσης ότι μόνον όταν η Ελλάδα ανταποκριθεί πλήρως στις υποχρεώσεις της, τότε και η Ευρώπη θα δείξει την αλληλεγγύη της. Εξ ορισμού, η αλληλεγγύη δεν είναι ποτέ ανταποδοτική και δεν προσφέρεται υπό όρους. Συναφώς, δεν είναι αλληλεγγύη η εκβιαστική απειλή ότι εάν η Ελλάδα δεν ανταποκριθεί στις «δεσμεύσεις» τότε η Ευρώπη δεν έχει κανένα πρόβλημα να την αφήσει να βυθιστεί. Ή η καλλιέργεια της εικόνας μιας χώρας και μιας κοινωνίας που ευθύνεται η ίδια για το κακό που τη βρήκε, διότι, σε αντίθεση με την προτεσταντική κοσμοθεώρηση, έζησε πάνω από τις δυνατότητές της και, συνεπώς, αμάρτησε βαριά. Αρα, της αξίζει να τιμωρηθεί, με την παιδευτική έννοια της λέξης, από τους ενάρετους σωτήρες της. Το ότι αυτή η καρικατούρα έχει βρει πρόθυμους θιασώτες και στο εσωτερικό της χώρας μας είναι μια άλλη και ακόμη θλιβερότερη ιστορία.
Ας είμαστε, λοιπόν, πραγματιστές. Η σχέση που έχουμε αυτή την περίοδο με την Ευρώπη των ισχυρών δεν είναι σχέση αλληλεγγύης, αλλά σχέση δανειστή και δανειζόμενου, σχέση συναλλαγής. Οι κανόνες σε μια τέτοια σχέση είναι εντελώς διαφορετικοί από αυτούς που ισχύουν σε μια σχέση αλληλεγγύης. Το περίφημο ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης βασίζεται στον φόβο διάλυσης της ευρωζώνης και σε τίποτε άλλο πλέον αυτού. Σίγουρα όχι σε ρομαντικές ιδέες περί αλληλοϋποστήριξης μεταξύ ισότιμων εταίρων και μελών της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας. Αυτό, όμως, μπορεί να είναι και ένα διαπραγματευτικό εργαλείο, εάν και εφόσον υπάρξει κάποια στιγμή η αναγκαία πολιτική βούληση. Εργαλείο που, αν η Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν η Ενωση αλληλεγγύης που ονειρεύεται ο Χάμπερμας, δεν θα ήταν απαραίτητο.
Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη; Ασφαλώς όχι, απλώς ακόμη μια έννοια που έχει υποστεί βάναυση κακοποίηση στις μέρες μας. Η κρίση, ή μάλλον ο τρόπος που την εκμεταλλεύτηκαν ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες για να επιβάλουν μια ιδιότυπη οικονομική ηγεμονία επί των υπολοίπων, έχει ανοίξει βαθιές πληγές στο σώμα τής πάλαι ποτέ ενωμένη Ευρώπης. Νέα τείχη έχουν υψωθεί, αόρατα, αλλά εξίσου διχαστικά και επικίνδυνα με εκείνα που κάποτε χώριζαν την Ανατολική από τη Δυτική Ευρώπη. Η στερεοτυπική σε βαθμό ρατσισμού εικόνα του ανίκανου, νωθρού και διεφθαρμένου μεσογειακού τύπου, ο οποίος καλοπερνάει με τα χρήματα που ο Βορειοευρωπαίος φορολογούμενος έχει κερδίσει με τον έντιμο κόπο του, έχει επικρατήσει στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, όχι μόνο με τη βοήθεια λαϊκών εντύπων, αλλά και με την υπαινικτική, ενίοτε δε και ξεκάθαρη, συναίνεση των πολιτικών και οικονομικών ελίτ. Το ότι έχουν το θράσος αυτό να το ονομάζουν «αλληλεγγύη» είναι απόδειξη της θλιβερής παρακμής στην οποία έχει περιέλθει το ευρωπαϊκό εγχείρημα και της άμεσης ανάγκης για την επανίδρυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης πάνω σε νέες αξιακές βάσεις.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
* Δικηγόρος, κάτοχος LLM από το London School of Economics και υποψήφιος διδάκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών