Του Οδυσσέα Ντριβαλά*
Συμπληρώνονται ήδη πέντε χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης στη χώρα μας. Πέντε χρόνια συνεχούς και αδιάλειπτης εφαρμογής περιοριστικών πολιτικών λιτότητας που προσδίδουν στη βαθιά κοινωνική καταστροφή η οποία συντελέστηκε έναν ανθρωπιστικό χαρακτήρα, με κύρια θύματα τους εργαζόμενους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους. Αυτονόητες κατακτήσεις αιώνων, που συνδέονται με τον πυρήνα του κοινωνικού κράτους δικαίου, κατεδαφίζονται με συνοπτικές διαδικασίες στο πλαίσιο μιας ολομέτωπης ιδεολογικής επίθεσης στον κόσμο της εργασίας, με όπλο τον κοινωνικό αυτοματισμό και μιθριδατισμό.
Η συνταγή της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, όσο κι αν φτιασιδώνεται με επιστημονικοφανείς όρους, είναι λίγο-πολύ γνωστή. Το κράτος είναι μεγάλο και σπάταλο, λένε. Οι υπάλληλοι είναι υπεράριθμοι, τεμπέληδες, διεφθαρμένοι και με χαμηλά προσόντα, υποστηρίζουν, ενώ διατηρούν άδικα θέσεις εργασίας σε βάρος της κοινωνίας και των ανέργων. Οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο ενοχοποιούνται ως οι βασικοί υπαίτιοι για την αναποτελεσματικότητα του κράτους, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για την άκριτη μεταφορά υπηρεσιών και αγαθών στον ιδιωτικό τομέα.
Αυτή η ιδεολογική εκστρατεία ενοχοποίησης των υπαλλήλων συγκροτεί και τον βασικό καμβά της Αντιμεταρρύθμισης του Δημόσιου Τομέα, ενός δηλαδή συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου απαξίωσης της δημόσιας διοίκησης που εκπορεύεται από την τρόικα και υλοποιείται από την κυβέρνηση με πολιτικές οριζόντιας συρρίκνωσης δομών, απολύσεις και διασπορά του φόβου και της ανασφάλειας στο προσωπικό.
Τι κι αν έχουν δοθεί τεκμηριωμένες και επιστημονικές απαντήσεις στις επιθέσεις, όπως π.χ. για την απογραφή των εργαζομένων στο Δημόσιο ή για το σύνολο της μισθοδοσίας τους που υπολείπεται του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ. Ή για το προσωπικό που κατά τη λειτουργική αξιολόγηση του ΟΟΣΑ (2011) είναι ιδιαίτερα υψηλών προσόντων. Ή για τις έγκυρες διεθνείς μελέτες που δείχνουν ότι η κατάργηση θέσεων στο Δημόσιο επιφέρει αντίστοιχη μείωση στον ιδιωτικό τομέα. Οι μύθοι, παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουν να προπαγανδίζονται από τα υπουργικά γραφεία που εξαντλούν τη δήθεν μεταρρυθμιστική τους διάθεση στις βολικές συνταγές «κοπτικής-ραπτικής» της τρόικας, που έχει αναγορευτεί σε αποκλειστικό συνομιλητή και καθοδηγητή της κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή έχει ακυρωθεί και υπονομευτεί κάθε θεσμός και διαδικασία διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους (όργανα υπαλλήλων, συνδικάτα, αυτοδιοίκηση, συλλογικοί φορείς). Πλέον φαντάζει παντελώς αδιάφορο να διασφαλιστεί η κοινωνική συναίνεση και αποδοχή σε ένα ολοκληρωμένο και άρτια σχεδιασμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που θα βελτιώνει την αποτελεσματικότητα του Δημοσίου και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες. Η δημόσια διοίκηση δεν αντιμετωπίζεται ως ένα ζωντανό σύνολο που απαιτεί σχεδιασμένες πολιτικές ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού προς όφελος των πολιτών και των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά ως βασική δεξαμενή απολύσεων. Τι να τις κάνουμε, μας λένε, τις νέες γνώσεις και δεξιότητες των υπαλλήλων ή την προσαρμογή της Διοίκησης στις σύγχρονες ανάγκες ανασυγκρότησης της χώρας; Μοναδικός στόχος είναι πια να βρεθούν τα προσχήματα για απολύσεις και όχι βέβαια να μεταρρυθμιστεί η δημόσια μηχανή…
Κι όμως, οι άνθρωποι που εργάζονται στο Δημόσιο δεν πτοούνται ούτε από τους νεοφιλελεύθερους μύθους ούτε από τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Εχουν τη βούληση, την τόλμη, το όραμα και πάνω απ’ όλα τις προτάσεις για να συμβάλουν ενεργά και ουσιαστικά στην προσπάθεια για μια νέα δημόσια διοίκηση, πιο αποτελεσματική και πιο διαφανή, που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινωνίας και των πολιτών.
Θέλουν ένα δημόσιο τομέα όπου η κινητικότητα δεν θα είναι ο μανδύας των απολύσεων, αλλά ένα εργαλείο για την ορθολογική κατανομή του προσωπικού, με την εισαγωγή κατάλληλων κινήτρων, την εφαρμογή ολοκληρωμένων πολιτικών ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού και την υλοποίηση σχεδίων κατάρτισης για την προσαρμογή του προσωπικού στη νέα πραγματικότητα. Θέλουν συστήματα αξιολόγησης που δεν θα λειτουργούν ισοπεδωτικά, αυθαίρετα και αυταρχικά, αλλά με ευρεία νομιμοποίηση, με συμμετοχή των εργαζομένων, με επιβράβευση της ατομικής απόδοσης και με συγκεκριμένα επαγγελματικά περιγράμματα, όπως προτείνει και η «Λευκή Βίβλος για τη Διακυβέρνηση».
Θέλουν να βάλουν φρένο στη μάστιγα του νομικισμού και της πολυνομίας που απομονώνει τη διοίκηση από τις κοινωνικές ανάγκες, αυξάνει το κόστος λειτουργίας της, ενθαρρύνει τον «διοικητικό αυτισμό» και την αυτο-αναφορικότητα του Δημοσίου, ανοίγοντας παράλληλα την κερκόπορτα στη διαφθορά και τη συναλλαγή. Θέλουν να συμβάλουν ολόψυχα στην εφαρμογή του νόμου 4048/2012 για την «καλή νομοθέτηση» που παρέμεινε κενό γράμμα εξαιτίας της παρελκυστικής και οπισθοδρομικής πρακτικής της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Θέλουν να αποκαταστήσουν το κύρος των θεσμών του κράτους δικαίου που καταρρακώθηκε με τις αντισυνταγματικές πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και τις κακής ποιότητας ρυθμίσεις.
Θέλουν, εν κατακλείδι, να γίνουν οι πρωταγωνιστές τής εκ βάθρων αναθεμελίωσης και αναμόρφωσης της δημόσιας διοίκησης, συμβάλλοντας στην εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου σχεδίου προοδευτικών μεταρρυθμίσεων. Ενός σχεδίου που δεν θα απαξιώνει το υπαλληλικό προσωπικό, αλλά θα το αντιμετωπίζει ως κύριο συντελεστή της επιτυχίας μιας μεταρρύθμισης, που θα κάνει το Δημόσιο συνεργό και όχι αντίπαλο στη συλλογική προσπάθεια να βγει η χώρα από την κρίση.
Οσοι πολιτικοί, με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης, επιμένουν να υπονομεύουν το προσωπικό και να κλείνονται αυτάρεσκα στα στεγανά των υπουργικών γραφείων τους, υποδυόμενοι τους «μεταρρυθμιστές», καλό είναι να θυμούνται τα λόγια του Μπρεχτ: «Η γη δεν ανήκει σ’ αυτούς που την έχουν, αλλά σ’ αυτούς που τη δουλεύουνε και την πονάνε».
…………………………………………………………………………
* Πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ