Pin It

Του Γιάννη Σβώλου

 

Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τον Βασίλη Χριστόπουλο παρουσιάζει αύριο στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής την «Ενάτη» του Μπετόβεν. Στην εορταστική -sold-out!- συναυλία τραγουδά η υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου, με την οποία μιλήσαμε για την όπερα στο παρόν και στην Ελλάδα. Πίσω απ’ τη λαμπερή εμφάνιση της Λαρισαίας τραγουδίστριας, που μεσουρανεί στο εξωτερικό, κρύβεται μια γυναίκα που δεν μασά τα λόγια της.

 

-Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, υποτροφία από τον ΟΜΜΑ, Μιλάνο, πέρασμα από την ΕΛΣ και ύστερα απογείωση στο εξωτερικό. Πόσο δύσκολη ήταν αυτή η διαδρομή;

 

«Καθόλου εύκολη. Είχα όμως συγκεκριμένους στόχους. Προσπαθούσα να ανέβω ένα ένα τα σκαλοπάτια, δίχως να θέλω να διανύσω υπερατλαντικές αποστάσεις βιαστικά, χωρίς ώριμη σκέψη. Νομίζω ότι σ’ αυτό τον χώρο είναι σημαντικό να μην επιδιώκεις σταδιοδρομία-πυροτέχνημα, αλλά να προχωράς με σταθερή ανοδική πορεία».

 

-Πολλοί τραγουδιστές σύρθηκαν να τραγουδήσουν βαριούς ρόλους πρόωρα και «κάηκαν»… Πώς λες «όχι»;

 

«Κάθε καλλιτέχνης οφείλει να σταθμίσει πότε θα εκστομίσει αυτό το «όχι». Γενικώς κοστίζει, αλλά σε βάθος χρόνου εξασφαλίζει φωνητική υγεία, ενισχύει την υπόληψη. Πρέπει να συνεννοείσαι και με τον ατζέντη σου και, ταυτόχρονα, να ρισκάρεις ανταποκρινόμενη σε ευκαιρίες.

 

Αν σου προτείνουν ένα ρόλο που δεν γνωρίζεις, πρέπει να τον μάθεις σε χρόνο μηδέν! Ή μπορεί να σε επιλέξουν να αντικαταστήσεις τελευταία στιγμή κάποιον. Αλλά μιλάμε πάντα για ρόλους και καταστάσεις εντός των δυνατοτήτων, που καθορίζονται από το ρεπερτόριο και την ηλικία σου. Αυτά είναι αλληλένδετα».

 

-Εσείς, όμως, τραγουδήσατε «Τόσκα» στη Ρώμη με τον Τζεφιρέλι!

 

«Μόνον όταν έχεις προϋποθέσεις αξίζει να πάρεις τέτοια ρίσκα. Το ζύγιασα πολύ ώσπου να δεχτώ. Εν προκειμένω, έπραξα σωστά διότι ήμουν βέβαιη ότι ο αρχιμουσικός θα σεβόταν ότι εγώ δεν είμαι δραματική υψίφωνος, αλλά λυρική κολορατούρα. Με πρόσεξε ιδιαίτερα στήνοντας τη διανομή βάσει της δικής μου φωνής, υπήρχε μουσική ισορροπία.

 

Με τον Φράνκο είχαμε πολύ καλή χημεία. Δεν είναι εύκολος άνθρωπος, ξέρει ακριβώς τι θέλει, είναι ιδιαίτερα απαιτητικός˙ όμως προς αυτούς τους οποίους δεν συμπαθεί δεν συμπεριφέρεται καλά… Οταν μου πρότειναν τον ίδιο ρόλο σε άλλο, πολύ σημαντικό θέατρο, αρνήθηκα διότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις».

 

-Πώς αντιμετωπίζετε τις σύγχρονες σκηνοθεσίες;

 

«Είναι καλές εμπειρίες και δεν αποφεύγω το καινούργιο. Αισθάνομαι πολύ καλά όταν ο σκηνοθέτης σέβεται το λιμπρέτο και τη δραματουργία του έργου. Μου άρεσε ιδιαίτερα ο «Μιθριδάτης» που τραγούδησα σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Κάρσεν στη Βιέννη και στις Βρυξέλλες, η «Ρούσαλκα» του Στέφαν Χέρχαϊμ, η «Τραβιάτα» στη μίνιμαλ και ταυτόχρονα κλασική σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Μακβίκαρ.

 

Ωραίες, εξαντλητικά επεξεργασμένες δουλειές από σκηνοθέτες που ξέρουν τι θέλουν και πώς να δουλέψουν με τους τραγουδιστές, που γνωρίζουν τις απαιτήσεις των έργων και επεξεργάζονται τους χαρακτήρες όπως στο θέατρο. Μπορούν να πλάσουν τον ερμηνευτή –εγώ μπορώ και μεταμορφώνομαι!- αλλά πρέπει κι αυτός να είναι αφήνει τον εαυτό του στα χέρια τους».

 

-Γιατί δεν σας ξανακούσαμε στη Λυρική Σκηνή μετά τη μοτσάρτεια «Ψευτοπεριβολάρισσα» του 2004;

 

«Θεωρώ όφελος να τραγουδώ περισσότερο στην Ελλάδα και αγαπώ τη χώρα μου, αλλά δεν βοήθησαν οι συγκυρίες. Μου ζητούσαν πράγματα λίγους μήνες πριν από την έναρξη της σεζόν, ενώ είχα κλείσει αλλού παραστάσεις. Ο προγραμματισμός μου απλώνεται δύο-τρία χρόνια μπροστά. Ή μου πρότειναν έργα, που ουδόλως με ενδιαφέρουν… Οταν σε ένα θέατρο πραγματικά επιθυμούν να φέρουν έναν καλλιτέχνη, αδιάφορο αν είναι Ελληνας ή διάσημος ξένος, πιστεύω ότι το σκέφτονται, συζητούν μαζί του και οργανώνονται από κοινού ώστε να παράξουν κάτι πολύ όμορφο».

 

-Η καινούργια στέγη της ΕΛΣ, προσφορά του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», θα βελτιώσει τα μουσικά μας πράγματα;

 

«Την περιμένουμε διακαώς, αλλά τα ράσα δεν κάνουν τον παπά! Πρέπει να προηγηθεί διάθεση αλλαγής από μέσα. Δεν αρκεί ένα υπέροχο θέατρο για να επέλθει αλλαγή. Ασφαλώς θα προσφέρει ιδανικές συνθήκες, θα προδιαθέσει θετικά κοινό και εργαζόμενους.

 

Ομως, πιστεύω ακράδαντα πως όλα εξαρτώνται από το πώς θα διαχειριστούν αυτήν τη μοναδική ευκαιρία αυτοί που θα κληθούν να κάνουν καλλιτεχνικούς προγραμματισμούς, να ανεβάσουν πράγματα πρωτοποριακά ή κλασικά, να αναδιαρθρώσουν δομές, να εκσυγχρονίσουν. Απαιτούνται δουλειά και τομές: ο χώρος μόνος του δεν πρόκειται να κάνει τη διαφορά».

 

-Αν σας προσκαλούσαν εν λευκώ στην ΕΛΣ τι θα επιλέγατε να κάνετε;

 

«Θα διάλεγα «Μανόν» του Μασνέ, «Τραβιάτα» σε μια υπέροχη, ωραία, φρέσκια σκηνοθεσία, ένα ρεσιτάλ ή ένα δύσκολο έργο εκκλησιαστικής μουσικής, όπως «Missa Solemnis» του Μπετόβεν ή «Ρέκβιεμ» του Βέρντι. Είμαι ανοιχτή»!

 

-Πόση σημασία έχει η εμφάνιση του τραγουδιστή;

 

«Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι παλιότερα. Σήμερα η όπερα δεν είναι μόνον ήχος, αλλά και εικόνα. Η ωραία παρουσία ασυζητητί μετρά ιδιαίτερα. Αλλά από μόνο του το προσόν αυτό δεν σε πάει μακριά: γρήγορα ξεφουσκώνει».

 

-Σκέπτεστε κάποια στιγμή να επιστρέψετε στην Ελλάδα;

 

«Στο εξωτερικό άνοιξαν οι ορίζοντές μου. Ομως, δεν κατανοώ το δίλημμα «μένω έξω ή γυρίζω στην πατρίδα». Η δουλειά μου, τα συμβόλαιά μου είναι έξω, αλλά δεν επιτρέπω να μου στερήσει αυτό την επαφή με ανθρώπους που αγαπώ, την πόλη, τις συνήθειες, τα έθιμά μου. Η ψυχή μου είναι εδώ, στην Ελλάδα. Είναι πολύ ξεκάθαρη επιλογή. Προσπαθώ να βρίσκω ισορροπία ανάμεσα στη ζωή εδώ και στη ζωή έξω».

 

-Πώς βλέπετε τη μουσική ζωή στην Ελλάδα με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα τώρα λόγω της κρίσης;

 

«Πιστεύω πως η χώρα μας θα μπορούσε να έχει πολύ μεγαλύτερη εξέλιξη μουσικά και πολιτιστικά -φεστιβάλ, μεγάλα θέατρα κ.λπ.- αλλά έχει κλειστεί λίγο σε έναν δικό της μικρόκοσμο, όπως και σε άλλους τομείς. Δεν γνωρίζω γιατί. Ισως φοβούνται ν’ ανοιχτούν, ίσως θεωρούν πως ό,τι κάνουν είναι σωστό και αρκετό και δεν χρειάζεται παραπάνω….

 

Δεν υστερούμε ως προς τις ορχήστρες, αλλά λείπει η πειθαρχία. Σε μια κρίση αναθεωρούνται πολλά. Τα άχρηστα αποβάλλονται και ό,τι επιβιώνει πασχίζει να κρατηθεί σε ποιοτικό επίπεδο, έστω και με λιγότερα χρήματα. Ομως υπάρχουν όρια. Τις προάλλες ένας πολιτικός διατεινόταν πως Τέχνη μπορεί να γίνει και χωρίς λεφτά. Αυτά είναι για γέλια, συνιστούν μέγιστη υποκρισία και ψευτιά.

 

Η Τέχνη ασφαλώς απαιτεί λεφτά για να υπάρξει. Η κρίση θα επιβάλει ένα ξεσκαρτάρισμα, μια σειρά στα πράγματα. Δεν είναι απλό, ούτε εύκολο: απαιτείται σκληρή δουλειά. Ομως, αν κάποιοι πιστεύουν ότι μια χώρα μπορεί να ζήσει χωρίς καλλιτεχνική κίνηση -θέατρα, φεστιβάλ, ΔΗΠΕΘΕ, ορχήστρες- ας το δοκιμάσουν να δουν.

 

Φυσικά, έχουν γίνει και στα πολιτιστικά απίστευτες σπατάλες, έχουν ξοδευτεί υπέρογκα ποσά. Και σε άλλες χώρες συνέβαιναν αντίστοιχα –με πρώτη την Ιταλία- αλλά τώρα παντού προσπαθούν να συμμαζευτούν, να ισορροπήσουν τους μειωμένους προϋπολογισμούς με την ποιότητα. Δραστηριοποιήθηκαν, εφάρμοσαν αλλαγές, τα κατάφεραν. Ας τα καταφέρουν κι εδώ»!

 

-Πόσος χώρος μένει για προσωπική ζωή σε μια δουλειά που απαιτεί αποκλειστική δέσμευση και μακρόχρονες απουσίες;

 

«Δεν είναι απλό, αλλά μένει. Αν έχεις βρει έναν άνθρωπο με τον οποίο συμπορεύεσαι, και υπάρχει κατανόηση, σεβασμός, αγάπη, μπορεί να υπάρξει προσωπική ζωή. Ομως απαιτεί πρόσθετες θυσίες, πολλά αεροπορικά ταξίδια και, βεβαίως, προγραμματισμό. Ειδικά τώρα που περιμένω το πρώτο μου παιδί».

 

-Αναγκαστικά, λοιπόν, θα πατήσετε «pause».

 

«Θα το δω σιγά σιγά στην πράξη! Θα δείξει. Τα συμβόλαιά μου υπάρχουν. Δεν μπορούμε να τα προγραμματίζουμε όλα. Δεν είμαστε θεοί»!

 

info:συμμετέχουν η μέτζο σοπράνο Ειρήνη Καράγιαννη, ο τενόρος Endrick Wottrich και ο μπασοβαρύτονος Reinhard Hagen. Οι χορωδίες της Ραδιοφωνίας WDR της Κολονίας και της ΕΡΤ υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Μπουζάνη. Ωρα έναρξης 8.30 μ.μ. Τιμές 30, 25, 20 και 15 ευρώ, φοιτητικά-εκπτωτικά 5 ευρώ. Πληροφορίες: 210-7282333. Εκδοτήρια: Β. Σοφίας και Κόκκαλη, Ομήρου 8.

 

Scroll to top