15/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ

Νέες φοβίες και αντιλαϊκιστική υστερία

Ο λαϊκισμός πρέπει, λοιπόν, να εμφανίζεται βδελυρός για τον απλό λόγο ότι ο «λαός» είναι πάντα επικίνδυνος. Και ως επικίνδυνος είναι και επαχθής για τους κρατούντες. Και γι’ αυτό ακριβώς οφείλει να απαξιωθεί με όλα τα νοητά μέσα, παραδοσιακά και νεο­εμφανιζόμενα, θεμιτά και αθέμιτα, λογικά και παράλογα.
      Pin It

afieromaΟ λαϊκισμός πρέπει, λοιπόν, να εμφανίζεται βδελυρός για τον απλό λόγο ότι ο «λαός» είναι πάντα επικίνδυνος. Και ως επικίνδυνος είναι και επαχθής για τους κρατούντες. Και γι’ αυτό ακριβώς οφείλει να απαξιωθεί με όλα τα νοητά μέσα, παραδοσιακά και νεο­εμφανιζόμενα, θεμιτά και αθέμιτα, λογικά και παράλογα

 

 

 

 

 

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΑ

 

Δεν ξέρω τι «είναι» ο λαϊκισμός. Ούτε όμως και με ενδιαφέρει να αναζητήσω την «πραγματική» σημασία μιας, ακόμη, λέξης-καουτσούκ που, όπως όλες οι λέξεις, μπορεί να έχει, ή να αποκτήσει, οποιοδήποτε περιεχόμενο. Οπως άλλωστε επισήμαινε ο Λιούις Κάρολ, οι διαφορετικές σημασίες των λέξεων μπορούν να ερμηνεύονται μόνο υπό το φως των αξιών που καλούνται να εξυπηρετήσουν και των κινούμενων στόχων όσων πιστεύουν πως δικαιούνται να κάνουν κουμάντο.

 

Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, αυτό που έχει νομίζω σημασία δεν είναι το αφετηριακό ιστορικό νόημα μιας παλιάς ιδέας, αλλά η τρέχουσα χρήση της στο πλαίσιο των μεταβαλλόμενων ισορροπιών εξουσίας που παράγουν νέες πάντα ρηματικές και ιδεολογικές αντιθέσεις. Με αυτή την έννοια, λοιπόν, δεν είναι ο λαϊκισμός που δημιουργεί ερωτήματα, αλλά ο αντιλαϊκισμός.

 

Η πόλωση των ιδεών είναι βέβαια πανάρχαια. Από την αυγή της Ιστορίας, οι άνθρωποι κατέτασσαν τον κόσμο πάνω στη βάση διχαστικών νοηματικών κατασκευών. Ετσι ακριβώς γεννήθηκε η αντιδιαστολή της αρετής και της κακίας, του Θεού και του Σατανά, του ιερού και του βέβηλου και στις μέρες μας του ορθού λόγου και του παραλογισμού. Το νεότευκτο νοηματικό ζεύγμα λαϊκισμός εναντίον αντιλαϊκισμού εντάσσεται στο πλαίσιο ενός νέου αφετηριακού μανιχαϊσμού. Το ερώτημα στο οποίο θα επιχειρήσω να απαντήσω είναι «γιατί» συμβαίνει αυτό σήμερα.

 

Θα αρχίσω από τη διαπίστωση ότι η ιδεολογική πρωτοβουλία της νέας αυτής διαπάλης είναι μονομερής. Οπως ο Θεός είναι αρμόδιος να διορίζει το βδέλυγμα της αμαρτίας, έτσι και ο αντιλαϊκιστικός λόγος ορίζει το βδέλυγμα του λαϊκισμού. Η ουσία του λαϊκισμού απάγεται από την επιχειρηματολογία του αντιλαϊκισμού. Και ο αντιλαϊκιστικός λόγος είναι απερίφραστος. Ως λαϊκισμός θεωρείται να συμπάσχεις με τους αδύνατους, να καταγγέλλεις την κοινωνική αδικία, να εφιστάς την προσοχή στις εκατόμβες που σωρεύονται σε κάθε γωνία, να συσχετίζεις την ανέχεια των πολλών με την ευωχία των λίγων, να ενοχλείσαι από την επιδεικτική αλαζονεία των εχόντων και κατεχόντων, να αποκωδικοποιείς την περιρρέουσα πολιτική και ιδεολογική υποκρισία και να εξακολουθείς να πιστεύεις ότι τα πράγματα μπορεί και πρέπει να αλλάξουν. Λαϊκισμός είναι επίσης να δείχνεις πως θλίβεσαι με τη δυστυχία των άλλων και να επιχειρείς να σκέφτεσαι τι θα έκανες αν ήσουν στη θέση τους. Και ακόμα περισσότερο, λαϊκισμός είναι να «καταδέχεσαι» να προσφεύγεις σε συναισθηματικά ή εναισθησιακά επιχειρήματα που έρχονται σε αντίθεση με τον ψυχρό, αποστασιοποιημένο και αντικειμενικό, υποτίθεται, εργαλειακό ορθό λόγο.

 

Η γραμματική μορφή της λέξης δεν είναι άλλωστε τυχαία. Πρέπει να θυμηθούμε πως οι καταστάσεις -ισμός ή ακόμα περισσότερο -κισμός τείνουν τις περισσότερες φορές να υπαινίσσονται την επιγενόμενη, εσκεμμένη ή μη, διαστροφή, διαφθορά, παραφθορά, η ολίσθηση μιας ιδέας που στην αρχική της μορφή παραμένει καταξιωμένη, έστω κατά παραχώρησιν.

 

Οπως λοιπόν ακριβώς συμβαίνει με τον ιστορικισμό σε σχέση με την ιστορία, τον επιστημονισμό σε σχέση με την επιστήμη, τον πρακτικισμό σε σχέση με την πράξη, τον εθνικισμό σε σχέση με το έθνος ή τον κρατικισμό σε σχέση με το (ούτως ή άλλως θεοκατάρατο) κράτος, που «αλλοιώνει» την ιδέα του λαού, «χαϊδεύοντας αυτιά» και μη αντιστοιχώντας παρά μόνο στις «πραγματικές» του ανάγκες, οι οποίες άλλωστε δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθούν παρά μόνο από τους επαΐοντες.

 

Και όμως, παρ’ όλα αυτά, οι βολές πέφτουν στο κενό. Ακόμα και ως διεστραμμένος, ακόμα και ως ρητορικά εξωφρενικός, ο λεγόμενος λαϊκιστικός λόγος εξακολουθεί να παραπέμπει στην έρπουσα διιστορική αντίθεση ανάμεσα στη μάζα των ανθρώπων και στην κατεστημένη ελίτ, στους πολλούς και λίγους, στους πληβείους και τους πατρικίους, στους ταπεινούς και τους προνομιούχους. Ο λαϊκισμός πρέπει, λοιπόν, να εμφανίζεται βδελυρός για τον απλό λόγο ότι ο «λαός» είναι πάντα επικίνδυνος. Και ως επικίνδυνος είναι και επαχθής για τους κρατούντες. Και γι’ αυτό ακριβώς οφείλει να απαξιωθεί με όλα τα νοητά μέσα, παραδοσιακά και νεοεμφανιζόμενα, θεμιτά και αθέμιτα, λογικά και παράλογα.

 

Απομένει βέβαια το ερώτημα των λόγων για τους οποίους η αντιλαϊκιστική υστερία φαίνεται να έχει κυριολεκτικά κατακλύσει το ιδεολογικό προσκήνιο σε όλες τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, και ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα που, όπως πάντοτε, τείνει να σκέπτεται και να ομιλεί ως βασιλικότερη όλων των… βασιλέων. Η εξήγηση πρέπει ίσως να αναζητηθεί στην ιδεολογική ανατροπή που ακολούθησε την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και τον φιλελεύθερο θρίαμβο που συνοψίζεται στο λεγόμενο «τέλος της Ιστορίας».

 

Πρέπει να θυμηθούμε πως στο πλαίσιο της νέας μαζικής συναίνεσης, φάνηκαν να αποδυναμώνονται όλα τα οργανωμένα ανατρεπτικά ή ακόμη και αναθεωρητικά σχέδια. Το κατεστημένο έμοιαζε πια να μπορεί να αναπαράγεται αιωνίως δίχως εχθρούς και δίχως αντιρρήσεις. Σίγουρες για το μέλλον τους, οι άνετες πλέον ηγεσίες μπορούσαν να επαναπαύονται στις βεβαιότητές τους. Στις κοινωνίες της μαζικής κατανάλωσης, οι οποιεσδήποτε εναλλαγές στην εξουσία δεν φαίνονταν πια να απειλούν κανέναν. Οι κατά παράδοσιν «επικίνδυνες τάξεις» δεν εμφανίζονταν πλέον ως απειλητικές. Οι κοινωνίες των δύο τρίτων ή των πέντε έκτων δεν φοβούνταν κανέναν, ούτε καν τον ξεχασμένο λαό.

 

Τα πράγματα όμως άλλαξαν διαρρήδην από τη στιγμή που η κρίση άρχισε να υπονομεύει τα θεμέλια αυτής της διάχυτης συναίνεσης. Σε ολοένα διευρυνόμενες κλίμακες, γινόταν φανερό πως η σχέση ανάμεσα στους πολλούς και στους λίγους δεν θα ήταν πια δυνατόν να αναπαράγεται επ’ αόριστον και δίχως απρόσμενους τριγμούς και κλυδωνισμούς. Σε κάθε στιγμή και με οποιοδήποτε έναυσμα, το φάντασμα των «πολλών» θα μπορούσε να ξυπνήσει από τον ιστορικό του λήθαργο. Το τέλος της Ιστορίας διαψευδόταν. Και από τη στιγμή που η Ιστορία μπορεί να επανεκκινήσει, λαοί και πλειονότητες μπορεί πάντα να ανασυγκροτηθούν, να ανανήψουν και να αμφισβητήσουν τα πάντα.

 

Είναι λοιπόν φανερό πως η καλύτερη ιδεολογική άμυνα είναι η ολομέτωπη επίθεση. Ακόμα και αν ο λαός βρίσκεται σε αναζήτηση των συλλογικών σχημάτων που αντιστοιχούν στη νέα εποχή, οι ελίτ δεν έχουν την πολυτέλεια να αδρανούν. Οποιαδήποτε λαϊκή αιτηματολογία ή διεκδίκηση και οποιαδήποτε αναφορά στον λαό πρέπει να μπορεί να απαξιώνεται προκαταβολικά.

 

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι μαζί με όλες τις συναισθηματικές και ηθικές παραμέτρους που τις ενεργοποιούν, όλες οι υπό εκκόλαψιν νέες συλλογικότητες θα καταγγελθούν συστηματικά. Και οποιοσδήποτε τολμήσει να ισχυριστεί, όπως ο Αβραάμ Λίνκολν, ότι η εξουσία πρέπει να είναι του λαού, να ασκείται από τον λαό και να υπάρχει χάριν του λαού θα καταγγέλλεται ανελέητα στο όνομα του ενός, μοναδικού και εκ του Πατρός εκπορευόμενου πνεύματος του ορθού λόγου. Οι τρέχουσες εξελίξεις φαίνεται να ενεργοποιούν την πάνδημη αναζωπύρωση παρωχημένων τρόμων. Η ανατέλλουσα εποχή δεν σφραγίζεται από έναν υπό συνεχή αναζήτησιν λαό, αλλά από τη διάχυτη φοβία ότι ο λαός αυτός μπορεί να αναλάβει τα ηνία του μέλλοντός του.

 

Scroll to top