15/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΛΑΪΚΙΣΜΟΣ

Ψεύτικοι συναγερμοί και πραγματικοί κίνδυνοι

Η καταγγελία του λαϊκισμού ως μέγιστου εθνικού δεινού έγινε υπόθεση ρουτίνας σε πολλά σχόλια για την «Ελλάδα της κρίσης». Από ένα κεφάλαιο της πολιτικής μας κοινωνιολογίας ή από μια εμμονή της δημοσιολογίας έγινε το απαραίτητο καρύκευμα για τους καθημερινούς διαξιφισμούς πολιτικών κομμάτων και επίδοξων καθοδηγητών της κοινής γνώμης.
      Pin It

Η καταγγελία του λαϊκισμού ως μέγιστου εθνικού δεινού έγινε υπόθεση ρουτίνας σε πολλά σχόλια για την «Ελλάδα της κρίσης». Από ένα κεφάλαιο της πολιτικής μας κοινωνιολογίας ή από μια εμμονή της δημοσιολογίας έγινε το απαραίτητο καρύκευμα για τους καθημερινούς διαξιφισμούς πολιτικών κομμάτων και επίδοξων καθοδηγητών της κοινής γνώμης

 

Του ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ*

 

Ο θόρυβος γύρω από τον λαϊκισμό δεν αποτελεί ελληνική υπόθεση. Oι λόγιες και κοινόχρηστες εκδοχές της έννοιας απασχολούν την κοινότητα όσων μελετούν τον πολιτικό λόγο και τις κοινωνικές πρακτικές σε διαφορετικά σημεία του κόσμου.

 

Στις συνθήκες, όμως, της ελληνικής κρίσης οι παλιότερες διαμάχες περί λαϊκισμού αποκτούν νέες δραματικές ποιότητες. Η καταγγελία του λαϊκισμού ως μέγιστου εθνικού δεινού έγινε υπόθεση ρουτίνας σε πολλά σχόλια για την «Ελλάδα της κρίσης». Από ένα κεφάλαιο της πολιτικής μας κοινωνιολογίας ή από μια εμμονή της δημοσιολογίας έγινε το απαραίτητο καρύκευμα για τους καθημερινούς διαξιφισμούς πολιτικών κομμάτων και επίδοξων καθοδηγητών της κοινής γνώμης.

 

Τι περιλαμβάνει όμως το σχετικό κεφάλαιο; Ούτε λίγο – ούτε πολύ, όλα όσα αναδείχτηκαν τα τελευταία χρόνια και θεωρήθηκαν «παρελκόμενα» των έκτακτων καιρών της κρίσης: από την εκλογική άνοδο της ριζοσπαστικής Αριστεράς μέχρι τα τελετουργικά της αγανάκτησης ή την τερατογένεση μιας οργανωμένης «αντισυστημικής» Ακροδεξιάς. Πολύ συχνά άλλωστε η υπόδειξη του λαϊκισμού ως βασικού αιτίου της κρίσης δεν γνωρίζει ενδοιασμούς και δεύτερες σκέψεις.

 

Η λέξη πυροδοτεί έναν αυτόματο ηθικό στιγματισμό για τρόπους δράσης κοινωνικών ομάδων ή για το πολιτικό ύφος των συγκρούσεων που δοκιμάζουν τη δημόσια σκηνή. Διακινείται εξάλλου μια πρόχειρη ψυχολογία του λαϊκιστή παράλληλα με τον σκανδαλισμό από τις «λαϊκιστικές συμπεριφορές» ατόμων και ομάδων. Και εδώ συχνά δεν μπαίνουν όρια και δεν διακρίνονται οι επιμέρους πραγματικότητες.

 

Εχω αναφερθεί αλλού σε έναν δογματικό αντι-λαϊκιστικό λόγο έτσι όπως τον συναντούμε τα τελευταία χρόνια. Νομίζω ότι δεν αποφεύγει την υπερβολική μυθοποίηση του αντικειμένου του, του ίδιου του λαϊκισμού ως κοινωνικοπολιτικής παθολογίας. Ετσι άλλωστε στον λαϊκισμό εντάσσονται με ευκολία όλες οι εκδοχές σκληρόπετσης αντιπολιτευτικής ρητορείας αλλά και οι συνηθισμένες πρακτικές του συνδικαλισμού, όπως και οι φωνές διαμαρτυρίας κατά των ελίτ εξουσίας.

 

Οι τιμητές του λαϊκισμού εντοπίζουν πραγματικά προβλήματα στην κοινωνία και στην πολιτική μας κουλτούρα. Παραγνωρίζουν όμως συγχρόνως κρίσιμα στοιχεία του πλαισίου το οποίο καθορίζει τη στιγμή που ζούμε: στέκονται κατά κανόνα στους εκτραχηλισμούς στους οποίους ρέπουν οι πολιτικές τής «αγανάκτησης». Την ίδια στιγμή, όμως, η συμβατική αντι-λαϊκιστική σχολιογραφία αρνείται να αναγνωρίσει τους σοβαρούς κινδύνους που δημιουργούνται για τους θεσμούς από πολιτικές που ασκούνται στη βάση ενός βίαιου προγράμματος «σωτηρίας της χώρας».

 

Η υποτίμηση των κοινωνικών και υπαρξιακών βλαβών από τα καθεστώτα της λιτότητας είναι ένας σημαντικός κίνδυνος. Υπάρχει όμως και ένα επιπλέον πρόβλημα: η απροθυμία πολλών από τους τιμητές του λαϊκισμού να εξετάσουν το βάθος της κρίσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας στις συνθήκες της οικονομικής τεχνοκρατίας.

 

Να αναμετρηθούν, δηλαδή, όχι μόνο με τη χαρακτηρολογία των εγχώριων κακών αλλά και με τις ασύμμετρες πολιτικοοικονομικές απειλές που ταλαιπωρούν πλέον και πολλές από τις κοινωνίες οι οποίες, σύμφωνα με την ανάλυσή τους, εκπροσωπούν τα κανονικά έθνη. Και εδώ βλέπουμε την ίδια πάνω – κάτω στάση: να προβάλλονται σχεδόν αποκλειστικά οι προβληματικές πτυχές των λόγων και πρακτικών της «δυσφορίας με τις ελίτ» και τούτο να δικαιολογεί, πολιτικά, τη λογική της αναγκαστικής συναίνεσης στον μονόδρομο.

 

Πιστεύω ότι έχουμε ανάγκη από μια στροφή στον κριτικό δημόσιο λόγο. Δεν αρκεί να υποπτεύεται κανείς ότι η μονομερής καταγγελία του λαϊκισμού κρύβει περιφρόνηση για τις λαϊκές και δημοκρατικές αξίες της πολιτικής. Ούτε επαρκεί πλέον να στηλιτεύονται οι ολιγαρχικές και μεταπολιτικές τάσεις των πολιτικών εξουσιών, οι οποίες προωθούν νομοθετικά την υποτίμηση της εργασίας και το μοντέλο της ανταγωνιστικής λιτότητας.

 

Διότι, από την άλλη, υπάρχουν κρίσιμα ζητήματα σε σχέση με εκδοχές δημαγωγικού συναισθηματισμού και ενός αντιφιλελεύθερου «αντι-ελίτ» ριζοσπαστισμού. Εχει γίνει ορατό ένα πρόβλημα ουσιαστικής ανανέωσης για την κοινωνική κριτική αλλά και τις πρακτικές της συλλογικής δράσης. Σημαντικό κομμάτι του αντιμνημονιακού «χώρου γνώμης» διολισθαίνει καθημερινά στην εθνικιστική συνωμοσιολογία μαζί με επικλήσεις στη λαϊκή κυριαρχία και στα κοινωνικά δικαιώματα. Η αναφορά στην ελέω τρόικας τραυματισμένη πολιτική κυριαρχία συμπλέει με φαντασιώσεις εθνικής αυτάρκειας.

 

Και αυτή η πραγματικότητα δεν συνιστά μόνο προπαγάνδα των δημόσιων φωνών του αντι-λαϊκισμού: είναι φαινόμενα που πρέπει να γίνουν αντικείμενο σοβαρού στοχασμού και να οδηγήσουν σε συμπεράσματα για μια διαφορετική διαχείριση κάθε εναλλακτικού πολιτικού λόγου. Αλλά ιδίως για την άρθρωση συλλογικών στόχων για το αύριο της χώρας.

 

Μέχρι στιγμής, τα επείγοντα περιστατικά της οικονομικής κρίσης δεν βοηθούν τον αναστοχασμό για τα εργαλεία της κριτικής, τη γλώσσα της πολιτικής πειθούς και τους κανόνες της δράσης. Αλλά η έξοδος από την κρίση, πέρα από τις κοινωνικοοικονομικές της πτυχές, προϋποθέτει μια διττή μέριμνα: την προσπάθεια για υπέρβαση προσδιορισμένων «κακών» μορφών πολιτικής, συνδικαλιστικής, κινηματικής έκφρασης και συγχρόνως τη διάσωση και ανακαίνιση της κοινωνικής κριτικής και ενός αυθεντικά δημοκρατικού ριζοσπαστισμού.

 

Ο λαϊκισμός ως ενδημική «ελληνική νόσος» αποτέλεσε, ως επί το πλείστον, ιδεολογική κατάχρηση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αθωώνουμε τις ανορθολογικές και ανερμάτιστες εκδοχές υπεράσπισης του λαού και της αλήθειας του. Η κριτική στον «ορθολογισμό» των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμιστών πρέπει να συνοδεύεται με διανοητική και πολιτική επαγρύπνηση για τις δυσπλασίες μιας μυθοποιημένης λαϊκής βούλησης ως ενσάρκωσης της ανόθευτης δημοκρατικής πολιτικής και του «αληθινού πατριωτισμού».

 

Η εμφάνιση των κοινωνικών και ταξικών αγωνιών στο επίκεντρο της προσοχής δεν αναιρεί, αλλά αντίθετα επιβάλλει να ξανασκεφτούμε με περισσή φροντίδα την τέχνη της διάκρισης, που αποτελεί στοιχείο συγκρότησης μιας δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας. Ιδίως σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς όπου η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με όλες της τις αδυναμίες, υπομένει τις πιέσεις των «οικονομικών προγραμμάτων» και των ηθικών πανικών που εκτρέφουν τη βίαιη Ακροδεξιά.

 

…………………………………………………………………..

 

* Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ

 

Scroll to top