Pin It

Το βιβλίο της Φωτεινής Τσαλίκογλου «Δε μ' αγαπάς. Μ' αγαπάς» διασκευάστηκε για τό θεάτρο

 

Της Εφης Μαρίνου

 

Ενα πετυχημένο βιβλίο, το «Δε μ΄αγαπάς. Μ΄αγαπάς», μόλις ανέβηκε στο θέατρο Βασιλάκου. Πρόκειται για μια ελεύθερη θεατρική απόδοση (Πέτρος Ζούλιας) της αλληλογραφίας της πεζογράφου Μαργαρίτας Λυμπεράκη με την κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου, αποτελούμενης από 117 γράμματα σταλμένα από το Παρίσι που καλύπτουν το διάστημα 1962-1974, έτσι όπως τη διέσωσε και εξέδωσε η πανεπιστημιακή καθηγήτρια και λογοτέχνις Φωτεινή Τσαλίκογλου.

 

Στην παράσταση η διφορούμενη σχέση ανάμεσα σε δύο σπουδαίες συγγραφείς, μητέρα και κόρη, ζωντανεύει μέσα από την ερμηνεία της Ρένης Πιττακή στον ρόλο της Ρίτας και της Πέγκυς Τρικαλιώτη στον ρόλο της Μαργαρίτας.

 

Η Ρένη Πιττακή δεν χρειάζεται συστάσεις. Εξαιρετική ηθοποιός, άνθρωπος χαμηλών τόνων και υψηλής αισθητικής, μας μιλάει για τον ρόλο της, την ιδιότυπη σχέση των δύο συγγραφέων όπως αναδεικνύεται μέσα από την επιστολογραφία. Αλλά εξομολογείται και κάτι άλλο που μας ξαφνιάζει: το κενό τρόμου που νιώθει σήμερα και το μερίδιο ευθύνης της για την αποτυχία της γενιάς της να προλάβει την κάθοδο των βαρβάρων…

 

- Υπάρχει το ενδιαφέρον χρονικό μιας προαναγγελθείσης παράστασης. Μέχρι να πατήσει το έργο στο σανίδι πέρασε από σαράντα κύματα.

 

«Μεσολάβησαν μια σειρά πρακτικοί λόγοι που έκαναν το, έτσι κι αλλιώς, δύσκολο εγχείρημα μεταφοράς του βιβλίου στο θέατρο ακόμα πιο δύσκολο.Η ιδέα έπεσε πριν από δύο χρόνια, όταν δεν έγινε η περιοδεία με τα «Εξι μαθήματα χορού» και ο συγγραφέας μάς στέρησε τα δικαιώματα. Ο Κώστας Κοντογιάννης, διευθυντής της Σχολής Θεοδοσιάδη, έκανε τότε συνεννοήσεις με το Gazarte για τον κάτω χώρο, προορίζοντάς τον για θέατρο. Είδε στη βιβλιοθήκη το βιβλίο της Φωτεινής Τσαλίκογλου και το σκέφτηκε για το θέατρο και, μάλιστα, με μένα στον ρόλο της Ρίτας. Το είπε στον Πέτρο Ζούλια κι έτσι ξεκινήσαμε τις πρώτες συζητήσεις. Τελικά ο χώρος στο Gazarte δεν έγινε θέατρο, αλλά σινεμά. Εν τω μεταξύ ψάχναμε την ηθοποιό για τον ρόλο της Μαργαρίτας. Σκεφτήκαμε την Πέγκυ και το προγραμματίσαμε για την επόμενη σεζόν. Και τότε προέκυψαν διάφορες καθυστερήσεις. Αλλαξε ο παραγωγός και ήρθε σε μένα η πρόταση του Εθνικού για τη «Νίκη». Συμφωνήσαμε να το αφήσουμε για το τέλος της σεζόν. Στο μεταξύ ο Πέτρος Ζούλιας δούλευε τη διασκευή. Πάνω που είχε προγραμματιστεί η πρεμιέρα, η Πέγκυ μένει έγκυος. Γέννησε τον Ιούλιο, το μωρό μεγάλωσε λίγο και τώρα ήρθε η ώρα της παράστασης».

 

-Αλλά πώς στήνεται θεατρικά μια εκρηκτική επιστολογραφία;

 

«Η εισαγωγή μάς βάζει στο θέμα χωρίς τερτίπια, ξεκάθαρα. Το σκηνικό είναι ενιαίος χώρος, ένα μαύρο κουτί με το Παρίσι αριστερά και την Αθήνα δεξιά… Κάποια στιγμή, μ' έναν τρόπο, οι δυο μας πάμε να συναντηθούμε, αλλά δεν θα τα καταφέρουμε. Η σκηνοθεσία στοχεύει στο γρήγορο, το κοφτό. Δεν θέλαμε να πάρει κάποιο συγκεκριμένο σχήμα ούτε να γίνει μαύρο. Το ένα γράμμα διαδέχεται το άλλο αλλάζοντας διάθεση στις ηρωίδες. Κι οι δυο τους ισορροπούν με «αβάσταχτη ελαφρότητα» απ΄τη χαρά στη λύπη: «Είμαι χάλια, δεν πήρα απάντηση από τον Μπεζάρ», γράφει η Ρίτα. Ο Πέτρος Ζούλιας στηρίχτηκε στο θεατρικό παιχνίδι, σε μια ιδέα πάνω στο κρυφτό, καθώς και στο παραμύθι της «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων». Φυσικά και δεν μπορεί να γίνει ρεαλιστικά η απόδοση των επιστολών. Στο βιβλίο, αλλά και στην παράσταση, γίνονται άλματα μέσα στον χρόνο, χωρίς όμως να ακολουθούμε μια αυστηρή ροή «γεγονότων». Υπάρχουν φλας μπακ, σύντομα περάσματα, πολλά cut, γενικώς μια ελευθερία κίνησης κι αυτό είναι το ρίσκο της παράστασης».

 

-Δύο γυναίκες, η μια απέναντι στην άλλη. H μια ισχυρή και αποφασισμένη, η άλλη ευαίσθητη, ευάλωτη.

 

«Στο κείμενο κυριαρχούν δύο μοντέλα γυναικών. Η ισχυρή προσωπικότητα μιας μητέρας και η μικρή κόρη, που μεγαλώνει μακριά της. Η Ρίτα, μια αναγνωρισμένη συγγραφέας, φιλόδοξη και με έντονο το αίσθημα της επιθυμίας για έρωτα, ζωή, λογοτεχνία. Γι' αυτό το 1962 φεύγει για να κατακτήσει το Παρίσι, αφήνοντας το παιδί της να μεγαλώνει με τη γιαγιά. Θα επιστρέψει το 1974. Η χρονική ραχοκοκαλιά του βιβλίου είναι αυτή η εποχή».

 

- Η Ρίτα έλειπε, κι όμως ήταν ασφυκτικά «παρούσα». Η κόρη μεγάλωνε στον τυραννικό ίσκιο της, μέσα από την ιδιαζόντως ανοιχτή σχέση που καλλιεργούσε η μητέρα στις επιστολές.

 

«Η Ρίτα, κόρη πλούσιας, αστικής οικογένειας, λαχταρούσε την αναγνώριση, τη συνεύρεση με σημαντικές λογοτεχνικές παρέες του Παρισιού κι ας είχε πίσω της ήδη τα «Ψάθινα καπέλα». Κι όμως, τίποτα δεν την εμπόδισε να εξουσιάζει την κόρη της από τόσο μακριά. Της έγραφε: «εσύ δίνεις εξετάσεις στο σχολείο κι εγώ δίνω συνεχώς εξετάσεις για να περάσω στο Παρίσι». Την καθοδηγούσε στο ντύσιμο, στη μελέτη, της έστελνε βιβλία, την ενημέρωνε για τη ζωή, τους εραστές της με την άνεση γυναίκας που μιλάει όχι στο παιδί της, αλλά στη φίλη της, σε μια εποχή μάλιστα όπου τα ήθη δεν ήταν καθόλου απελευθερωμένα. Μια τραμπάλα αισθημάτων και αντιδράσεων σε σχέση αλληλεξάρτησης, «ερωτική», φορτισμένη, διφορούμενη, όπως τη χαρακτηρίζει η Μαργαρίτα. Το φοβερό είναι ότι η μητέρα έδωσε στην κόρη το όνομά της. «Και μόνο αυτό ήταν αρκετό για να αρρωστήσω», έλεγε η κόρη… Δεν έπρεπε να γίνει μητέρα. Οταν πέθανε η Ρίτα ήρθε η συμφιλίωση, η απελευθέρωση. Τελείωσε το διφορούμενο, έμεινε μόνο η αγάπη».

 

-Θα λέγατε ότι η Ρίτα είναι «κόντρα ρόλος»;

 

«Δεν θα μπορούσα να ταυτιστώ ως γυναίκα με τη Ρίτα. Είναι ένα είδος «Κρουέλα», μια σκληρή γυναίκα προσηλωμένη στους στόχους της, που για χάρη τους εγκαταλείπει το παιδί της. Σαφώς είμαι εναντίον αυτής της επιλογής. Ομως, συγχρόνως, αναγνωρίζω την ανάγκη της να τρέξει πίσω από το όνειρο. Θέλει να κατακτήσει το Παρίσι. Το αντίτιμο ήταν να συνθλίψει την κόρη της. Της έλεγε «θα έρθω», αλλά δεν ερχόταν. Φλέρταρε ακόμα και με τα αγόρια της μικρής. Ναι, κάθε άλλο παρά υπόδειγμα μάνας ήταν η Ρίτα. Απ' την άλλη, αν και απούσα, ήταν μ' ένα καταλυτικό τρόπο παρούσα στη ζωή της κόρης της. Κι αυτό φαίνεται ξεκάθαρα μέσα από τις επιστολές».

 

- Οι δυο τους εκείνο το διάστημα συναντήθηκαν κάτω από συνθήκες δύσκολες…

 

«Η Ρίτα πέφτει ψυχολογικά όταν δεν παίρνει γράμμα από την κόρη της. Κι όταν η τελευταία εμφανίζει την πρώτη μεγάλη κρίση μανιοκατάθλιψης, το 1968, έρχεται στην Αθήνα. Μέχρι τότε απέδιδε τα περιστατικά στην ευαισθησία, την εφηβεία. Τώρα θα την πάρει μαζί της στο Παρίσι, θα τη βάλει σε ψυχιατρική κλινική που χρησιμοποιεί σκληρές μεθόδους θεραπείας. Θα στέκεται κάτω από το παράθυρό της καπνίζοντας επί ώρες».

 

-Ποια επιστολή της Ρίτας σάς συγκινεί περισσότερο;

 

«Η τελευταία, τον Ιούλιο του 1974. Σε λίγο θα γίνει η μεταπολίτευση και θα επιστρέψει. Της γράφει: «Αναγέννηση. Ο ανθός του ελληνισμού επιστρέφει. Από παντού θ’ αλλάξουν όλα. Το πιστεύω. Η χαρά μου είναι μεγάλη. Και για τη δική σου γενιά πρέπει να είναι μεγαλύτερη. Καταπληκτικά ανοίγματα στη δουλειά, στη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις»… Η παραβολή αυτών των λόγων με τη σημερινή Ελλάδα κάνει την ψυχή σου να σφίγγεται».

 

- Οι προσδοκίες της δεν ευοδώθηκαν. Πώς νιώθετε με τα «καταπληκτικά ανοίγματα»… προς τα κάτω της σημερινής Ελλάδας;

 

«Νιώθω μετέωρη. Δεν υπάρχει τίποτα για να πιαστώ και να ελπίσω. Κι αυτό είναι συναίσθημα ξένο σε μένα, που υπήρξα πάντα αισιόδοξη στη ζωή. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ, με ποιους να πάω, ποιους ν' αφήσω. Οι παράγοντες που προσμετρούν είναι πολλοί. Οι παλαιότερες γενιές είχαν μια πίστη που τις προχωρούσε. Τώρα δεν υπάρχει ούτε πίστη, ούτε βούληση για πίστη. Να στραφείς προς τα έξω και να ανοιχτείς σε τι; Ν' ανακαλύψουμε έναν νέο τρόπο; Φοβάμαι την αναπαραγωγή των παλιών, των πεθαμένων. Νιώθω ένα κενό τρόμου. Η γενιά μου έχει αποτύχει. Δεν ξέρω γιατί. Δεν είχαμε τη δύναμη της ενότητας, της τόλμης; Αφεθήκαμε στο πανηγύρι της μετα-μεταπολίτευσης; Οταν το lifestyle κυριαρχούσε δεν καταφέραμε να αρθρώσουμε έναν ισχυρό αντίλογο; Πάντως η γενιά μου απέτυχε να στερεώσει, να περιφρουρήσει κάτι σημαντικό ώστε να αποτραπεί ο εφιάλτης. Και τώρα παρελαύνουν τα άγρια θηρία. Προσωπικά αισθάνομαι νικημένη. Παρά την όποια συνέπειά μου όλα αυτά τα χρόνια, αναγνωρίζω το μερίδιο της ευθύνης μου. Και τώρα πιάνομαι απ΄ό,τι μπορώ ν' αναγνωρίσω: τους φίλους, το φως που μπαίνει μέσα στο σπίτι, το θέατρο παρά τη νοσηρότητα του γύρω-γύρω. Οταν για μια-δυο στιγμές στη σκηνή καταφέρουμε κάτι να ανασάνει, να σηκωθεί από το κείμενο αποκτώντας υπόσταση, νιώθω πληρότητα. Μακάρι να βρούμε μια χαραμάδα φωτός και να κοιτάξουμε απ΄ αυτήν όλοι μαζί».

 

- Συμμετέχετε και στην ταινία ενός νέου κινηματογραφιστή, του Αλέξανδρου Αβρανά.

 

«Εχει στο ενεργητικό του ήδη μια ταινία μεγάλου μήκους το «Without», στην οποία η Εύη Σαουλίδου απέσπασε το βραβείο α' γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το σενάριο ήρθε σε μένα από «προξενιό» του Λευτέρη Βογιατζή. Στην καινούργια του ταινία, ατιτλοφόρητη ακόμα, υποδύομαι τη μητέρα μιας πολυπληθούς οικογένειας όπου ο πατέρας (Θέμης Πάνου) βιάζει όλα του τα παιδιά. Σκληρό θέμα, αλλά δυστυχώς απολύτως υπαρκτό κυρίως στην επαρχία. Αυτή η μητέρα, και γιαγιά επίσης, ξέρει αλλά δεν μιλάει. Ζει δίπλα στον πατέρα-κτήνος σιωπηλή σαν σκιά μέχρι που στην τελευταία του «επιχείρηση» ξυπνάει δυναμικά. Γι΄ αυτή την ταινία, της οποίας τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν το καλοκαίρι ούτε κι εγώ ξέρω πώς -χωρίς λεφτά και χάρη στην αυτοθυσία συντελεστών-, είμαι περήφανη, όπως και για τον Αλέξανδρο. Μέσα σ' αυτή τη δίνη πάλεψε για τη δουλειά του με γενναιότητα».

 

INFO: Θέατρο Βασιλάκου (Πρ. Δανιήλ 3 και Πλαταιών, Κεραμεικός. Τηλέφωνα: 210-3467735-210-3470707) «Δε μ΄αγαπάς. Μ΄αγαπάς» της Φωτεινής Τσαλίκογλου. Σκηνοθεσία: Πέτρου Ζούλια. Παίζει ακόμα η Ηλεάνα Μπάλλα. Σκηνικά-Κοστούμια: Αναστασία Αρσένη. Μουσική: Ελεάνα Βραχάλη. Τιμές : 20, 15 ευρώ (νεανικό, φοιτητικό). Από Τετ. 9/1 κάθε Τετ. και Σαβ. λαϊκή- απογευματινή γενική είσοδος 15 ευρώ.

 

Scroll to top