Του Θεόδωρου Γεωργίου*
Εάν συγκρίνει κανείς την τωρινή προεκλογική περίοδο στη γερμανική κοινωνία με την αντίστοιχη περίοδο του Σεπτεμβρίου του 2009, τότε θα διαπιστώσει ότι οι διαφορές είναι όχι μόνο μεγάλες αλλά τεράστιες, τόσο από τη σκοπιά της πολιτικής μεθοδολογίας όσο και από τη σκοπιά των ιδεών και των περιεχομένων. Εχουν περάσει μόλις τέσσερα χρόνια και έχει καταγραφεί η ριζική τομή ως ιστορικό συμβάν σχετικά με τα πράγματα της Ευρώπης.
Τον Σεπτέμβριο του 2009 τα δύο μεγάλα κόμματα, το Χριστιανοδημοκρατικό (CDU/CSU) και το Σοσιαλδημοκρατικό (SPD) αλλά και τα άλλα γερμανικά κόμματα είχαν επιδοθεί με περισσό πάθος στην πολιτική αντιπαράθεση, η οποία είχε ως αντικείμενο τα κλασικά πολιτικά θέματα της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας κ.ά. Σήμερα, τον Σεπτέμβριο του 2013 τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά: ο προεκλογικός αγώνας δεν διεξάγεται με πολιτικούς όρους, αλλά με τεχνικούς και γραφειοκρατικούς. Τι σημαίνει άραγε μια τέτοιου τύπου διαπίστωση; Για να καταλάβουμε τον ριζικό μετασχηματισμό της πολιτικής επιχειρηματολογίας κατά την προεκλογική περίοδο στη Γερμανία αρκεί να αναφερθεί κανείς στο πώς αντιμετωπίζεται το «ελληνικό πρόβλημα». Ετσι ονομάζεται η πολιτική και οικονομική υπαρκτική κατάσταση στην ελληνική κοινωνία, στη γερμανική γλώσσα του προεκλογικού αγώνα.
Η καγκελάριος κ. Μέρκελ δεν χάνει ευκαιρία να τονίζει, με πρωτοφανές πολιτικό πάθος και θράσος, ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη ήταν πολιτικό λάθος του τότε καγκελαρίου κ. Σρέντερ. Ο ισχυρισμός αυτός ανάγεται ως πολιτικό επιχείρημα στο πλαίσιο της τεχνοκρατίας και της γραφειοκρατίας. Δεν μπορεί να θεμελιωθεί ως πολιτική άποψη ή στάση. Αντιμετωπίζει το «ελληνικό πρόβλημα» ως απομονωμένη και ειδική περίπτωση και παραβλέπει τη στρεβλή «κατασκευή» της ευρωζώνης.
Η πνευματική ηγεσία στη γερμανική κοινωνία (Γιούργκεν Χάμπερμας, Κλάους Οφε, Ούλριχ Μπεκ και πολλοί άλλοι) έχει καταδείξει το «κατασκευαστικό λάθος» στην ευρωζώνη, το οποίο δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι προηγήθηκε η νομισματική ένωση έναντι της οικονομικής, αντί να συμβεί το αντίστροφο. Θα έπρεπε να εκπονηθούν σε όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα οποία επιδίωξαν τη συγκρότηση της ευρωζώνης, προγράμματα σύγκλισης στο οικονομικό επίπεδο (π.χ. στο δημοσιονομικό, στον τομέα της απασχόλησης κ.λπ.) προτού εισαχθεί το κοινό νόμισμα, το ευρώ.
Η προεκλογική περίοδος στη Γερμανία ως παιδευτική και μαθησιακή διαδικασία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πραγματολογικός καταλύτης και να τεθεί ως μείζον θεματικό αντικείμενο το «κατασκευαστικό λάθος» στην ευρωζώνη. Αντί να ακολουθηθεί μια τέτοιου τύπου πολιτική επιχειρηματολογία, η γερμανική κοινή γνώμη εγκλωβίζεται στη γραφειοκρατική θέση που εκφράζει η κ. Μέρκελ, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα συνιστά «ειδική και ιδιαίτερη περίπτωση».
Με όσα έχουμε υποστηρίξει μέχρι τώρα, καθίσταται σαφές ότι ένα άλλο χαρακτηριστικό του προεκλογικού αγώνα στη Γερμανία έχει να κάνει με το χάσμα (στη φιλοσοφική γλώσσα: με τη διαφορά) ανάμεσα στην πνευματική και την πολιτική ηγεσία στη γερμανική κοινωνία. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να κάνουμε μία θεμελιώδη υπενθύμιση που αναφέρεται στη σύσταση (το έτος 1949) της συλλογικής οντότητας που ονομάστηκε: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (στην πολιτική γλώσσα: Δυτική Γερμανία). Για να «κατασκευαστεί» αυτή η εθνική συλλογική οντότητα έπρεπε να συνεργαστούν δύο συλλογικά υποκείμενα: η πνευματική ηγεσία και η πολιτική ηγεσία εκείνων των δεκαετιών (μετά το 1949). Πιο συγκεκριμένα, το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών και η Σχολή της Φρανκφούρτης ως κέντρα θεωρητικής έρευνας, και οι πολιτικές διεργασίες των δεκαετιών του 1950, του 1960, του 1970 και του 1980 διαμόρφωσαν τις πραγματολογικές προϋποθέσεις όχι μόνο για το γερμανικό οικονομικό θαύμα, αλλά και για τη θεσμική εγκαθίδρυση της πολιτικής, της ελευθερίας και της δημοκρατίας στη γερμανική κοινωνία.
Στην τωρινή προεκλογική περίοδο το διαζύγιο ανάμεσα στις ιδέες που επεξεργάζεται η πνευματική ηγεσία και τις πρακτικές που υιοθετεί η πολιτική ηγεσία είναι οριστικό. Δεν πρόκειται για κάτι το οποίο είναι προσωρινό ή ευκαιριακό. Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος του χάσματος δεν έχει παρά να μελετήσει τι ακριβώς έχουν υποστηρίξει τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι διανοούμενοι στη Γερμανία και τι επιλέγουν να εφαρμόσουν οι πολιτικοί. Το χάσμα κωδικοποιείται με το εξής ερμηνευτικό σχήμα: πολιτική αλληλεγγύη κατά την πνευματική ηγεσία από τη μία και γραφειοκρατική μέθοδος κατά την πολιτική ηγεσία από την άλλη.
Συνοψίζοντας, μπορεί κανείς να υποστηρίξει τα εξής: πρώτον, ενώ σταδιακά η Γερμανία μετατρέπεται σε ηγεμονική δύναμη στην ευρωζώνη, δεν χρησιμοποιεί την ισχύ της να προωθήσει το σχέδιο της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης, αλλά επιδίδεται σε μια ιδιότυπη ηγεμονική πρακτική, η οποία αποβλέπει στην ικανοποίηση των δικών της εθνικών συμφερόντων. Προδίδει την πολιτική παρακαταθήκη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (1949-1989) και μετά από ένα διάστημα εικοσαετίας (1989-2009) αυτοαναγνωρίζεται ως «έθνος της ιστορίας» και όχι ως πολιτική οντότητα. Δεύτερον, η αντικατάσταση του πολιτικού προεκλογικού αγώνα με γραφειοκρατικές και τεχνοκρατικές μεθόδους καταδεικνύει ότι το πολιτικό μέλλον, τόσο της ίδιας της γερμανικής κοινωνίας όσο και των άλλων ευρωπαϊκών κοινωνιών της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προδιαγράφεται ζοφερό και σκοτεινό. Και επειδή κανείς δεν θα πρέπει να επιδίδεται σε θεωρητικές υπερβολές, θα πρέπει ο συγγραφέας αυτού του κειμένου να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες του ότι οι σκέψεις και οι ιδέες αυτές σχετικά με τον χαρακτήρα του προεκλογικού αγώνα στη Γερμανία δεν είναι φαντασιώσεις του, αλλά, αντιθέτως, άμεσες εμπειρίες επεξεργασμένες στο επίπεδο της διάνοιας και της έννοιας. Πράγμα που σημαίνει ότι διεκδικούν μερίδιο στην αντικειμενική και την περιγραφική ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων.
…………………………………………………………………………………………………………….
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης