Στάχτη στα μάτια επιχειρεί να ρίξει η κυβέρνηση με τις πρωτοβουλίες για εκδίκαση των υποθέσεων της Χρυσής Αυγής που «αναπαύονταν» στα συρτάρια της αστυνομίας. Η αντικατάσταση αξιωματικών σε σημαντικές υπηρεσίες δεν επιλύει το πρόβλημα των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ αστυνομίας και Χρυσής Αυγής, αφού η ηγεσία της πρώτης, αυτής δηλαδή που εφαρμόζει πιστά την πολιτική της κυβέρνησης, παραμένει ανέγγιχτη. Μπορεί ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη να έστειλε στη Δικαιοσύνη 32 περιπτώσεις που αφορούν ποινικά αδικήματα χρυσαυγιτών, «ξέχασε» όμως δεκάδες άλλες υποθέσεις στις οποίες έμμεσα ή άμεσα εμπλέκεται η ελληνική αστυνομία. Αυτό σημαίνει ότι ο υπουργός δεν βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο, αλλά προχωρεί, απλώς, σε κινήσεις εντυπωσιασμού μετά και τη γενική κατακραυγή για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Στο συρτάρι παραμένουν επίσης καταγγελίες για την ύπαρξη «σταγονιδίων» σε διάφορες υπηρεσίες της αστυνομίας και ειδικά στις επίλεκτες μονάδες και την Ασφάλεια. Ας ελπίσουμε ότι η εξέταση των καταγγελιών αυτών θα γίνει πλέον σε άλλη βάση και θα τηρηθεί το αδιάβλητο της έρευνας. Είναι παρήγορο ότι ο υπουργός Δημόσιας Τάξης ανέθεσε στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων να διερευνηθούν εξαρχής όλα τα περιστατικά που αφορούν καταγγελίες για παράνομη και ρατσιστική δράση αστυνομικών. Η χώρα διανύει κρίσιμη περίοδο και η κοινωνία χρειάζεται μια αστυνομία που θα την προστατεύει ή θα εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες, τηρώντας τις δημοκρατικές διαδικασίες, σεβόμενη δηλαδή τα δικαιώματα των πολιτών, όπως όπως της ελευθερίας τού συνέρχεσθαι, της διαμαρτυρίας, της απεργίας κ.λπ.
Οταν υπάρχει δυσπιστία απέναντι στα αστυνομικά όργανα και υποψία για κυοφορία στο αστυνομικό σώμα φασιστικών ιδεών ή και σύνδεση των οργάνων με ναζιστικούς κύκλους, τότε εγκαθιδρύεται κλίμα ανασφάλειας αλλά και φόβου, που είναι θρυαλλίδα στο οικοδόμημα της ειρηνικής συνύπαρξης. Το «ξεκαθάρισμα» στα μεσαία ή κατώτερα στελέχη μοιάζει υποκριτικό, διότι δεν είναι αυτοί που αποφασίζουν ή εκτελούν την πολιτική. Το πρόβλημα εντοπίζεται, και εκεί όφειλε να εστιαστεί η έρευνα, στην κορυφή της ιεραρχίας που έχει άμεση σχέση με τον προϊστάμενο υπουργό και τον πρωθυπουργό.
Το ότι μεσαία ή κατώτερα στελέχη της ελληνικής αστυνομίας έχουν σχέση με μέλη ή και στελέχη του ναζιστικού κόμματος, είναι πλέον κοινός τόπος. Πολλές είναι οι μαρτυρίες που πιστοποιούν αυτήν τη σύνδεση ή και ιδεολογική ταύτιση. Οταν, για παράδειγμα, η αστυνομία επιτίθεται σε διαδηλωτές έχει την υποστήριξη μελών της Χρυσής Αυγής, χωρίς να δείχνει να ενοχλείται από αυτήν την υποστήριξη.
Μένει να αποδειχτεί ότι η ρατσιστική συμπεριφορά αστυνομικών οργάνων, για τα οποία έχουν σχηματιστεί δικογραφίες, εντάσσεται σε μία διαρκή δράση σε συνεργασία με μέλη της Χρυσής Αυγής – και δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά. Τα γεγονότα βεβαίως και οι μαρτυρίες βοούν, και αν η έρευνα δεν φτάσει σε βάθος, η κυβέρνηση δεν μπορεί να εξιλεωθεί μπροστά στην καχυποψία της κοινωνίας, αλλά και των αντίπαλων πολιτικών κομμάτων. Τα «σταγονίδια» οφείλουν να «εξατμιστούν» προτού διαβρώσουν ολόκληρο το σώμα της αστυνομίας.