«Ενα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας “φασίστες!!”
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες…»
Κατερίνα Γώγου, «25 Μαΐου», από τη συλλογή: «Τρία κλικ αριστερά», 1978
Του Νίκου Μιτζάλη*
Η μετωπική επίθεση στη φωτιά και η πυροδότηση του ελληνικού εμφυλίου ξεκίνησε το 1946, όταν ομάδες ανταρτών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αποφάσισαν να αντιδράσουν έπειτα από την ατελείωτη λευκή τρομοκρατία που είχε εξαπολύσει το παρακράτος διά οπλισμένων συμμοριών μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τη μονομερή καταστρατήγησή της.
Η σημερινή, ανοιχτή πια άσκηση τρομοκρατίας ενάντια σε αντιφασίστες, κομμουνιστές, αριστερούς, αναρχικούς, μετανάστες δεν μπορεί να θεωρηθεί λευκή, γιατί δεν είναι «νόμιμη» όπως ήταν (με όρους τής άνωθεν εξουσίας) η αστική τρομοκρατία της γαλλικής μοναρχίας του 1799 ενάντια σε βοναπαρτιστές και φιλελεύθερους ή η αντίστοιχη αστική κρατική τρομοκρατία μετά τον Φλεβάρη του 1945 στην Ελλάδα.
Είναι γκρίζα, γιατί ακροβατεί μεταξύ συνταγματικής ανοχής/αποδοχής και παράνομων, υπόγειων διαδρομών εξουσιαστικής βίας, εκμετάλλευσης και ανομίας. Προέρχεται από φασιστικούς, εξτρεμιστικούς, αντιδραστικούς κύκλους, που συστηματικά επιχειρούν να διευρύνουν την επιρροή τους σε αμαθείς εφήβους και σε, εξίσου αμαθείς, μεσήλικες, κυρίως διαμέσου της προπαγάνδας της πράξης. Η βίαιη πράξη, όταν υπερισχύει συντριπτικά του αντιπάλου και ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχουν αντίστοιχα αντίποινα ή όταν επικρατεί ατιμωρησία από τις κρατικές αρχές, εντυπωσιάζει τους εραστές της Δύναμης και θαμπώνει ως επί το πλείστον άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου που επικεντρώνονται στην εικόνα αυτή του εφήμερου, βρίσκοντας ασφάλεια και πλασματική συντροφικότητα. Ας θυμηθούμε τον Νίτσε [1] που έγραφε ότι Καλό είναι ό,τι ανυψώνει στον άνθρωπο το αίσθημα της Δύναμης. Το τελευταίο, κατ’ αυτόν, ήταν η επίτευξη της ευτυχίας, δηλαδή το αίσθημα ότι η δύναμη μεγαλώνει εις βάρος κάποιας υποδεέστερης αντίστασης. Φυσικά, έννοιες όπως αλληλεγγύη, έγνοια και βοήθεια προς τον πιο αδύναμο, συμβίωση με αυτόν και με το διαφορετικό, δεν του ήταν άγνωστες αλλά απλά αδιανόητες.
Ιστορικά, η εξουσία πάντα χρησιμοποιεί τον φασιστικό παράγοντα ως στήριγμα στα κατά καιρούς τρεκλίσματα του καπιταλισμού που προέρχονται από τις αναπόφευκτες συστημικές του κρίσεις. Είτε για να καταστείλει κοινωνικούς αγώνες και να καταπνίξει αιτήματα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων είτε για να εκφοβίσει συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες υπερασπίζοντας τα συμφέροντα της εκάστοτε οικονομικής ελίτ.
Ο φασισμός στην Ελλάδα, για χρόνια εκκολαπτόμενος υποδόρια στο κοινωνικό σώμα από τους απογόνους των κατοχικών ταγματασφαλιτών δωσιλόγων και των μετεμφυλιακών «εθνικοφρόνων», σε συνδυασμό με την ελλιπή αποχουντοποίηση και καλυπτόμενος εντέχνως από τα εξουσιαστικά συμφέροντα, έχει εισέλθει πια στο τρίτο επίπεδο ανάπτυξής του. Το πρώτο ήταν κυρίως η προπαγάνδα του λόγου που ξεκινούσε έξω από τα σχολεία και τα γήπεδα ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, το δεύτερο ήταν η ποσοτική διεύρυνση των οπαδών του ιδιαίτερα μετά το 2000 και τα τελευταία χρόνια η ένταση της προπαγάνδας της πράξης ως άσκηση για μια μελλοντική υφαρπαγή της εξουσίας. Ο Χορκχάιμερ το είχε προβλέψει: «Ακόμα κι εκεί όπου ο φασισμός δεν βρίσκεται στην εξουσία, ισχυρές κοινωνικές τάσεις αναπτύσσονται που ζητούν να προετοιμάσουν τον διοικητικό, νομικό και πολιτικό μηχανισμό για τον επερχόμενο αυταρχισμό» [2].
Η άσκηση αυτή, προσβλέποντας σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, εφαρμόζεται στοχευμένα στον δημόσιο χώρο των πλατειών, των δρόμων και σε μέρη συνάθροισης. Ο σκοπός είναι η διάχυση του φόβου και η επιβολή μιας «ομερτά» που θέλει να επεκταθεί στην οποιαδήποτε κριτική αυτών των οπλισμένων συμμοριών. Οπως ο φόβος με τον οποίο είχε σκεπάσει όλη την κοινωνία η αυταρχική κυβέρνηση μεταπολεμικά, χρησιμοποιώντας τον αντικομμουνισμό ως ιδεολογικό εργαλείο επιβολής.
Πώς θα αντιδράσουν όμως σήμερα η Αριστερά (κοινοβουλευτική και μη), το ΚΚΕ, αλλά και οι εν γένει αντιφασίστες όλων των κομμάτων και μη; Θα μείνουν στις καταγγελίες ή θα αντιδράσουν δυναμικά όπως ήδη πράττει κυρίως το αναρχικό ρεύμα; Η Ελλάδα θα μπει σε αντίστοιχα «μολυβένια χρόνια» ή η απραξία του κράτους θα κλιμακώσει την ένταση οδηγώντας σε έναν νέο εμφύλιο;
Τα ερωτήματα αυτά θα απαντηθούν σίγουρα από την ιστορία, αλλά εάν ανοίξει η πόρτα «ίσα ολόισια στη φωτιά», όχι μόνο δύσκολα θα κλείσει αλλά θα συμπαρασύρει την κοινωνία σε έναν ανεξέλεγκτο κατήφορο, με την ευθύνη να βαρύνει εξ ολοκλήρου την παρούσα κυβέρνηση.
[1] Βλ. Φρ. Νίτσε, 2010, «Ο αντίχριστος», Πανοπτικόν
[2] Φώτης Τερζάκης, εισαγωγή στην ελληνική έκδοση του έργου του Max Horkheimer, «Οι Εβραίοι και η Ευρώπη», Ερασμος, 2006
……………………………………….
* Δρ αρχιτεκτονικής ΕΜΠ