Pin It

Του Δημ. Γ. Χριστοφιλόπουλου*

 

Οι περισσότερες πόλεις και οικισμοί της χώρας βρίσκονται στα όρια της βιωσιμότητας. Δεν παρέχουν πλαίσιο κατάλληλο για άνετη και δημιουργική διαβίωση των ανθρώπων. Από πλευράς έργων υποδομής σχεδόν όλοι οι οικισμοί είναι προβληματικοί και απαιτούν αναμόρφωση, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τους κοινόχρηστους χώρους.

 

Η απαιτούμενη αναλογία κατά τα διεθνή πολεοδομικά σταθερότυπα μεταξύ κοινόχρηστων (30-40%) και δομήσιμων χώρων (60-70%) έχει πλήρως ανατραπεί σε βάρος των πρώτων. Ετσι, με την πρώτη νεροποντή δεκάδες πλατείες και δρόμοι μετατρέπονται σε μικρές λίμνες και ποτάμια.

 

Τα φαινόμενα αυτά οφείλονται στο ξεπερασμένο και χρονοβόρο σύστημα πολεοδομικού σχεδιασμού αλλά και στην κακή εφαρμογή του. Κατά το ισχύον θεσμικό πλαίσιο πολεοδομικού σχεδιασμού η έγκριση για δημιουργία νέου οικισμού και η επέκταση υπάρχοντος σχεδίου πόλης γίνεται κατά κανόνα με επίσπευση κυρίως του οικείου δήμου (ή του Δημοσίου σε λίγες περιπτώσεις) και κατ’ εξαίρεση των ιδιωτών.

 

Με τον τρόπο αυτό έγκρισης (με πρωτοβουλία δήμων ή Δημοσίου) η απόκτηση των ακινήτων που προβλέπονται από το σχέδιο ως κοινόχρηστοι χώροι γίνεται με έναν και μοναδικό τρόπο, την αναγκαστική απαλλοτρίωσή τους με τη συντέλεση της οποίας και μόνον το ακίνητο διατίθεται στην κοινή χρήση. Λόγω έλλειψης χρημάτων, η αρχική πρόβλεψη ανατρέπεται σημαντικά στους περισσότερους οικισμούς της χώρας, που εξελίσσονται απαράδεκτα πυκνοδομημένοι, με ακραία παραδείγματα όπως η Κυψέλη, όπου, ενώ κατά το σχέδιό της οι κοινόχρηστοι χώροι υπερβαίνουν το 30%, στην πραγματικότητα το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνάει το 5%.

 

Ομοίως και με το ισχύον σήμερα πολεοδομικό καθεστώς, το ισοζύγιο είναι συνήθως ελλειμματικό γιατί το κράτος περιορίζεται στην κάλυψη των κοινόχρηστων χώρων μόνον από την εισφορά ιδιοκτητών σε γη και χρήμα, χωρίς αυτό να υποχρεώνεται να συμπληρώσει το απαιτούμενο, πολεοδομικά αναγκαίο ποσοστό. Σε πολλές περιπτώσεις ο οικείος δήμος, αντί να διαθέσει, όπως έχει υποχρέωση από τον νόμο, την εισφορά σε χρήμα των ιδιοκτητών για την κατασκευή των έργων υποδομής, την χρησιμοποιεί παράνομα για την κάλυψη λειτουργικών και άλλων αναγκών του δήμου.

 

Από την άλλη μεριά, η διαδικασία εκπόνησης, έγκρισης και εφαρμογής ενός σχεδίου πόλης είναι τόσο χρονοβόρα που οι στόχοι, από την εκπόνηση μέχρι την εφαρμογή η οποία ξεπερνά τα 20 χρόνια, έχουν στο μεταξύ ξεπεραστεί. Η απαράδεκτη αυτή καθυστέρηση έχει ως συνέπεια να δοκιμάζεται το όλο σύστημα πολεοδομικού σχεδιασμού.

 

Ολα αυτά αφορούν τη θεσμοθετημένη απλοϊκή διαδικασία του πολεοδομικού σχεδιασμού, που περιορίζεται στον φυσικό χαρακτήρα του και δεν έχει ολοκληρωμένο περιεχόμενο. Δηλαδή, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο όχι μόνο δεν μπορεί να επιλύσει τα πολυσύνθετα προβλήματα της πόλης, όπως απαιτεί η ολοκληρωμένη αειφορία, αλλά ούτε καν να θέσει σε αρμονική τάξη και να εξασφαλίσει την αναλογία των φυσικών στοιχείων της πόλης.

 

Συνεπώς, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο χρειάζεται μεταρρυθμίσεις, ακόμη και αν εξακολουθήσει να έχει πεδίο αναφοράς και ρύθμισης μόνον τον φυσικό χώρο, τουλάχιστον ως προς τα ακόλουθα:

 

Α. Καμιά περιοχή να μην εντάσσεται στο σχέδιο πόλης αν προηγουμένως δεν έχουν εκτελεστεί ή έστω εξασφαλιστεί τα πολεοδομικά έργα υποδομής. Η πελατειακή σχέση των εκάστοτε κυβερνήσεων, σχετικά με τις εντάξεις των περιοχών χωρίς προηγουμένως να υπάρχουν έργα υποδομής, πρέπει να σταματήσει.

 

Β. Αν με τη συμμετοχή των ιδιοκτητών σε γη δεν εξασφαλίζεται το πολεοδομικά αναγκαίο, κατά τα διεθνή σταθερότυτα, ποσοστό κοινόχρηστων χώρων, το κράτος να έχει υποχρέωση συμπλήρωσης του ποσοστού αυτού. Αλλωστε, αυτό επιβάλλει και το άρθρο 24 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο η προστασία του περιβάλλοντος είναι υποχρέωση του κράτους.

 

Γ. Αναγκαία είναι η αναδιάρθρωση των χρήσεων γης, με την κατάργηση της αυστηρής κατηγοριοποίησής τους και την επαναφορά των μεικτών και συμβατών χρήσεων γης, που εξασφαλίζουν ζωντάνια και ποικιλία, στενή σύνδεση του ιδιωτικού με τον δημόσιο χώρο και γενικά τις προϋποθέσεις για την επανάκτηση της γειτονιάς.

 

Δ. Να προωθηθεί η κατά προτεραιότητα έγκριση ή επέκταση του σχεδίου πόλης με συναίνεση των κατοίκων της περιοχής οι οποίοι εκπροσωπούν την πλειοψηφία του όλου αριθμού των ιδιοκτητών και των οποίων οι ιδιοκτησίες καλύπτουν το 65% τουλάχιστον της επιφάνειας. Αν υπάρχει η συναίνεση αυτή, οι ιδιοκτήτες των ακινήτων που καταλαμβάνονται από τους κοινόχρηστους χώρους θα θεωρούνται αυτοδικαίως από την έγκριση του σχεδίου ως παραιτηθέντες από την κυριότητά τους.

 

Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζονται οι προβλεπόμενοι από το σχέδιο κοινόχρηστοι χώροι αλλά και συντομεύεται η διαδικασία του πολεοδομικού σχεδιασμού καθώς δεν χρειάζεται πράξη εφαρμογής.

 

Το ΥΠΕΚΑ τελευταία έχει παραμελήσει τη δραστηριοποίησή του σχετικά με τον πολεοδομικό σχεδιασμό, ο οποίος, μετά τον «Καλλικράτη», αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ας δοθεί περισσότερη προσοχή και στο οικιστικό περιβάλλον το οποίο, εξίσου με το φυσικό, προστατεύεται από το Σύνταγμα.

 

* Ομ. καθηγητής Θεσμών και Πολιτικής Χωροταξίας-Πολεοδομίας Πανεπιστημίου Αθηνών. Μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Scroll to top