Του Νικόλαου Α. Μπινιάρη*
Κάθε δράση στο κοινωνικό-ιστορικό φαντασιακό επιφέρει αναπόδραστα μια αντίδραση, είτε στην κυρίαρχη ιδεολογία είτε στο πραγματικό γίγνεσθαι στην εργασία, στο σπίτι, στον δρόμο. Πολιτική εν κενώ δεν υφίσταται. Η ελληνική κοινωνία σε κατάσταση σύγκρουσης με την κυρίαρχη ιδεολογία του «μεσαίου χώρου» και του «σοσιαλιστικού μετασχηματισμού» α λα ελληνικά θρυμματίστηκε. Λόγω των κοσμογονικών ανατροπών στην οικονομία αποδόμησε την πολιτική της ταυτότητα και προσέφυγε σε λύσεις ακραίες και οιονεί παράλογες. Η Χρυσή Αυγή είναι ένα από αυτά τα αποτελέσματα μιας χώρας η οποία, έχοντας πτωχεύσει, θέλει να ανατρέψει ό,τι την έφερε ώς εδώ, αλλά στο βάθος γνωρίζει πως δεν μπορεί. Και αυτό, γιατί η ανατροπή ή η «επανάσταση» προϋποθέτει ένα σχέδιο, μια νέα κυρίαρχη ιδεολογία, ένα νέο κοινωνικό-ιστορικό και πολιτικό φαντασιακό. Μέχρι στιγμής αυτό δεν έχει εμφανιστεί και παραμένουν στο προσκήνιο όλα τα συστημικά πολιτικά μορφώματα με κάποιες ανακατατάξεις, οι οποίες δεν προσφέρουν ουσιαστικές απαντήσεις για το μέλλον αναμασώντας λύσεις από το παρελθόν. Το ίδιο κάνει και η ηγεσία της Χ.Α., προφανώς με φασιστικές ιδεοληψίες και πρακτικές του Μεσοπολέμου.
Τα συστημικά κόμματα, έχοντας διαπιστώσει το πρόβλημα, όχι σε επίπεδο ιδεολογίας αλλά ψήφων, αποφάσισαν να αντιδράσουν. Η στυγερή δολοφονία στην Αμφιάλη ήταν μια χρήσιμη ευκαιρία να υποδείξουν στους ψηφοφόρους της Χ.Α. το ποιόν και τα χαρακτηριστικά της ηγεσίας ενός κόμματος, το οποίο δεν είχε ποτέ πολιτική αντίληψη και σχεδιασμό.
Είναι προφανές πως οι ψηφοφόροι της Χ.Α. δεν έχουν οργανική σχέση με τις πράξεις και τις ιδεοληψίες της ηγεσίας του κόμματος. Εχουν όμως σχέση με τα αίτια που τους οδήγησαν να φέρουν ένα ασήμαντο συνονθύλευμα ιδεοληψιών από τον αντισημιτισμό έως τη φυλετική αντίληψη της Ιστορίας σε ποσοστά ιλιγγιώδη για την προ κρίσης πολιτική πραγματικότητα. Και αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα για την πολιτική αντιμετώπιση της Χ.Α. Δεν τίθεται ζήτημα βέβαια της αμείλικτης δίωξης εγκλημάτων και βίας από μέρους της, με μια προϋπόθεση, πως το ίδιο θα ισχύσει και για κάθε είδους παρόμοια πράξη από οπουδήποτε και αν προέρχεται. Καλή και κακή βία δεν υπάρχει. Δικαιολογία για τη βία τού Ψ δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και για τη βία της Χ.Α. Η πολιτεία, και δη μια δημοκρατική πολιτεία, θεσπίζει νόμους για όλους, πλούσιους και φτωχούς, αριστερούς και δεξιούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Αν για κάποιους από αυτούς το συμβόλαιο αυτό δεν είναι της αρεσκείας τους, πρέπει να αναλάβουν και την ευθύνη των πράξεών τους όταν και εφόσον θελήσουν να δράσουν εναντίον του.
Τα αίτια τα οποία οδήγησαν τους ψηφοφόρους να προτιμήσουν τη Χ.Α. είναι γνωστά σε όλους: ανεργία, έλλειψη εσωτερικής ασφάλειας από το κοινό έγκλημα, αθρόα είσοδος, παράνομα, μεταναστών. Τίποτα από αυτά δεν έχει αντιμετωπιστεί και τίποτα δεν δείχνει να αντιμετωπίζεται από τα συστημικά κόμματα. Το ερώτημα είναι γιατί δεν γίνεται αυτό. Η απάντηση δυστυχώς είναι πως δεν μπορούν. Για την ανεργία δεν υπάρχει κανένας οικονομικός σχεδιασμός πέραν του επάρατου Μνημονίου, για την εσωτερική ασφάλεια απαιτούνται και προληπτικά και κατασταλτικά εργαλεία, τα οποία χρειάζονται πολλά χρήματα και οργάνωση, και για το ζήτημα των παράνομα εισερχόμενων μεταναστών οι διεθνείς συνθήκες και η γεωγραφία της χώρας υποβοηθούν την προσέλευση αυτή.
Αν αυτές οι παρατηρήσεις αποτυπώνουν την πραγματικότητα, το φαινόμενο της Χ.Α. θα περιοριστεί δραστικά σε επίπεδο ηγεσίας αλλά όχι σε επίπεδο ψηφοφόρων. Το πολιτικό ζητούμενο για τα συστημικά πολιτικά κόμματα είναι το τελευταίο και εδώ υπάρχει ένα κενό το οποίο δεν μπορούν να καλύψουν, τουλάχιστον έως σήμερα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η πολιτική δεν λειτουργεί σε ιστορικό και πολιτιστικό κενό. Η πολιτική κουλτούρα της Ευρώπης, μαζί με τη σοσιαλδημοκρατία και τον φιλελευθερισμό, συμπεριλαμβάνει και τον φασισμό. Αν είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να αποδεχτούμε ολόκληρη την πολιτική μας παράδοση και να συλλογιστούμε σοβαρά τις παθογένειες και τις υγιείς τροπές της παράδοσης αυτής.
Οι κοινωνικές διεργασίες ή, ακριβέστερα, οι ιστορικο-κοινωνικές ανακατατάξεις έχουν ήδη ξεκινήσει. Για πολλούς αυτές προδικάζουν ιστορικές ανατροπές, και αυτό είναι πιθανόν. Εξίσου πιθανόν είναι μια οπισθοδρόμηση σε μονοπάτια γνωστά για την ολισθηρότητά τους και τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησαν. Οι κλασικοί συντηρητικοί ελπίζουν σε μια αυτοσυγκράτηση και έναν σκεπτικισμό για όσα έγιναν μέχρι τώρα, ένα αίτημα για επαναβεβαίωση των αρχών της δημοκρατίας αλλά και ενός κράτους το οποίο μεταχειρίζεται τους πολίτες με σεβασμό και ακεραιότητα δίχως τις υπερβολές της «προόδου», στον βωμό της οποίας υποκλίθηκαν οι πάντες.
Το ζήτημα για τους μεν ή τους δε είναι μια πολιτική οικονομία, με όρους παραγωγής αλλά και φροντίδας, με όρους ανταγωνισμού αλλά και ανακατατάξεων σε όσα προδικάζονται για την πραγματική οικονομία. Τέτοιο σχέδιο δεν έχει διαφανεί ακόμα από ολόκληρη τη δυτική κοινωνία. Αυτό το ζητούμενο έχει καίρια σημασία για την αντιμετώπιση κάθε μορφής βίαιης αντίδρασης στην κρίση που βιώνουμε.
Οσοι πιστεύουν πως η βία είναι η μαμή της ιστορίας, και παραπέμπουμε στον Ηράκλειτο, τότε είτε η Χ.Α. είτε άλλες ιδεοληψίες θα φροντίσουν να το πραγματώσουν. Αν δε οι συνειδήσεις των πολιτικών υποκειμένων το αποδεχτούν, τότε αυτό θα είναι το μέλλον του τόπου. Αλλά κάθε πατριώτης και σώφρων πολίτης οφείλει να αντισταθεί σε αυτά τα κελεύσματα. Μια τέτοια κατάληξη στις σημερινές συνθήκες θα επιφέρει στον τόπο καταστροφή χειρότερη από τη Μικρασιατική.
Στις μέρες μας, δίχως έναν επίσημα κηρυγμένο πόλεμο μεταξύ κρατικών οντοτήτων, η βία βασιλεύει και στις πέντε ηπείρους, είτε με τη μορφή εμφυλίων, είτε ως συγκρούσεις θρησκευτικών ιδεοληψιών, είτε ως εθνικές, πολιτικές και οικονομικές διεκδικήσεις. Η πραγματικότητα αυτή υποδηλώνει πως οι τεκτονικές πλάκες της Ιστορίας βρίσκονται σε κίνηση. Το μέγιστο όμως πρόβλημα της εποχής είναι πως, τεχνολογία γαρ, μια τέτοια κίνηση μπορεί να επιφέρει μια ανυπολόγιστη καταστροφή σε έναν παγκοσμιοποιημένο και αλληλοεξαρτώμενο πλανήτη.
……………………………………………………………………………………………………………………………
*Συγγραφέας