Tου Τάσου Παππά
Δυσάρεστη έκπληξη ένιωσαν πολλοί με τα ευρήματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων. Πίστευαν ότι ύστερα από τον καταιγισμό των αποκαλύψεων για τη δράση της Χρυσής Αυγής, οι πολίτες θα απέσυραν την εμπιστοσύνη τους από το νεοναζιστικό μόρφωμα. Αυτό όμως δεν συνέβη στην έκταση που θα περίμενε κανείς και δεν θα μπορούσε να συμβεί γιατί οι αιτίες που τροφοδοτούν το φαινόμενο είναι παρούσες. Απ’ όλες τις μετρήσεις προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος που σπρώχνει έναν πολίτη στην αγκαλιά της Χρυσής Αυγής είναι η οικονομική κρίση. Αναμενόμενο. Η απελπισία και η απόγνωση είναι κακοί σύμβουλοι. Θολώνουν την κρίση. Ο απελπισμένος εύκολα χειραγωγείται από Μεσσίες ή από ολιστικές αφηγήσεις που κατασκευάζουν αποδιοπομπαίους τράγους και υπόσχονται ριζικές λύσεις εδώ και τώρα.
Θα πει κάποιος: «Μα, έχουμε να κάνουμε με μια οργάνωση που λειτουργεί ως συμμορία, δρα με βίαιο τρόπο και επιχειρεί να υπονομεύσει το δημοκρατικό πολίτευμα. Είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι που συμφωνούν μ’ αυτό;». Ορισμένοι συμπολίτες μας (όχι αμελητέο μέγεθος) ενδεχομένως να μην προχωρούν πολύ βαθιά στην ανάλυση του φαινομένου για να εντοπίσουν την επικινδυνότητά του, ενδεχομένως –κι αυτό είναι το χειρότερο– να μην έχουν πια ως σταθερό σημείο αναφοράς τον κοινοβουλευτισμό και να ερωτοτροπούν με τον αυταρχισμό, ίσως τέλος να μην πιστεύουν ότι η Χρυσή Αυγή θα κάνει όσα διακηρύσσει και να προσλαμβάνουν με καχυποψία αυτά που της καταμαρτυρούν οι αντίπαλοί της.
Ερχεται όμως ένα άλλο εύρημα που εξηγεί τη στάση μερίδας ψηφοφόρων. Σταθερά στη δεύτερη θέση και σε απόσταση αναπνοής από την οικονομική κρίση είναι ο θυμός του κόσμου για την απουσία τιμωρίας των υπευθύνων για την κατάσταση της χώρας. Το συγκεκριμένο στοιχείο ανιχνεύεται σε όλα τα γκάλοπ και πρέπει να μας προβληματίσει. Οταν οι κατήγοροι (συναινετικός δικομματισμός) είναι ευάλωτοι στις αιτιάσεις περί συνενοχής για το δράμα που βιώνει ο λαός και δεν κάνουν τίποτε για να αποκαταστήσουν τη ζημιά που έχει υποστεί η σχέση πολιτικής-πολιτών, όταν οι αγωγοί (κυρίαρχα δίκτυα ενημέρωσης) που χρησιμοποιούνται προκειμένου να εξουδετερωθούν οι εγκληματικές εστίες, ελέγχονται για την εγκυρότητά τους και εγκαλούνται για εσκεμμένα καθυστερημένη αντίδραση, η εικόνα δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική.
Η φράση «κοίτα ποιος μιλάει» που λειτουργεί ως καθαρτήρια δικαιολογία για τη δημοσκοπική πριμοδότηση του ακροδεξιού εξτρεμισμού, ακούγεται όλο και πιο συχνά. Απευθύνεται στις πολιτικές ελίτ που εξακολουθούν να βρίσκονται στο προσκήνιο και να κουνάνε το δάχτυλο επιτιμητικά στην κοινωνία, αφορά όμως και πολλά Μέσα Ενημέρωσης που ανακάλυψαν εσχάτως τον κίνδυνο του νεοναζισμού, ενώ στο πολύ πρόσφατο παρελθόν σχετικοποιούσαν την απειλή που αντιπροσώπευε, όταν δεν χαριεντίζονταν δημοσίως με τους φορείς του, παρουσιάζοντάς τους ως φυσιολογικούς ανθρώπους.