10/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΣΙΝΕΜΑ-ΚΡΙΤΙΚΗ

Αγκιστρωμένοι στην οικειότητα του παλιού

Με ακόμα ένα δύσκολο διαζύγιο καταπιάνεται ο Ασγκάρ Φαραντί στο «Παρελθόν», μόνο που αυτή τη φορά αφορά ένα γαλλο-ιρανικό ζευγάρι, το οποίο θέλει με μανία να αγκαλιάσει το καινούργιο, αλλά δεν μπορεί. Στις αίθουσες και το «Luton» του Μιχάλη Κωνσταντάτου, ενός νέου σκηνοθέτη ικανού να παίξει σημαντικό ρόλο στο σινεμά που θέλουμε να βλέπουμε.
      Pin It

Με ακόμα ένα δύσκολο διαζύγιο καταπιάνεται ο Ασγκάρ Φαραντί στο «Παρελθόν», μόνο που αυτή τη φορά αφορά ένα γαλλο-ιρανικό ζευγάρι, το οποίο θέλει με μανία να αγκαλιάσει το καινούργιο, αλλά δεν μπορεί. Στις αίθουσες και το «Luton» του Μιχάλη Κωνσταντάτου, ενός νέου σκηνοθέτη ικανού να παίξει σημαντικό ρόλο στο σινεμά που θέλουμε να βλέπουμε

 

Της Λήδας Γαλανού

 

το παρελθονΤο παρελθόν

(Le Passé)

σκηνοθεσία: Ασγκάρ Φαραντί

ηθοποιοί: Μπερενίς Μπεζό, Ταχάρ Ραχίμ, Αλί Μοσάφα, Πολίν Μπουρλέ, Ελιές Αγκουίς

 

Μετά το «Ενας χωρισμός» ο Ιρανός σκηνοθέτης ξεκινά τη νέα του ταινία με ακόμα έναν χωρισμό: ο Αχμάντ έχει εγκαταλείψει, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, τη Μαρί, τις δύο της κόρες από προηγούμενη σχέση και την κοινή τους ζωή στο Παρίσι, για να γυρίσει στην Τεχεράνη. Τώρα επιστρέφει για ένα σύντομο ταξίδι, για να υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου. Μόνο που για λίγες μέρες θα χρειαστεί να μείνει στο σπίτι τής Μαρί, μαζί με τα παιδιά, αλλά και τον τωρινό της σύντροφο, τον Σαμίρ, τον 5χρονο γιο του και την πληροφορία ότι η Μαρί είναι και πάλι έγκυος: έτοιμη να ξεφύγει από το παρελθόν και να συνεχίσει στο δικό της μέλλον.

 

Με τη χαρακτηριστική του απλότητα και ευαισθησία ο Φαραντί στήνει μια ιστορία ανθρώπων που θέλουν με μανία να ξεπεράσουν το παρελθόν τους και να αγκαλιάσουν το μέλλον: αλλά δεν μπορούν. Παρότι αγωνίζονται να αγαπήσουν το καινούργιο, μένουν αγκιστρωμένοι στην ανάμνηση, στο οικείο, σ’ ένα σύμπαν χωρίς αλλαγές, χωρίς εντάσεις και απαιτήσεις, χωρίς… χωρισμούς. Εκμαιεύοντας υπέροχες, λεπτοδουλεμένες ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές του, ο Φαραντί κοιτά τους ήρωές του όχι στα δράματα, αλλά στις λεπτομέρειες της ζωής, των κινήσεων και των καθοριστικών αποφάσεών τους: είτε πρόκειται για μια γυναίκα που παλεύει να ευτυχήσει, είτε για μια έφηβη που νιώθει ότι δεν ανήκει πουθενά, είτε για έναν άντρα πνιγμένο στις ενοχές, είτε για μια μετανάστρια που απλώς θέλει να κρατήσει τη δουλειά της.

 

Με μια δόση τρυφερής παραίτησης ο Φαραντί αποδέχεται ότι το παρελθόν δεν είναι κάτι που ξεπερνάς, αλλά κάτι που κρατάς γερά και σε βοηθά να χτίσεις το καινούργιο. Αντίθετα από τον επικεντρωμένο και λιτό «Χωρισμό», ο Φαραντί στο «Παρελθόν» απλώνει την ιστορία του σε περισσότερους ήρωες απ’ όσο χρειάζεται και μετατρέπει το φινάλε του από ψυχογράφημα σ’ ένα αδύναμο, αχρείαστο whodunit, κόβοντας πόντους από το διακριτικό μεγαλείο της προηγούμενης ταινίας του. Αλλά όπως το παρόν σβήνει το σκοτάδι του παρελθόντος αφήνοντας στη μνήμη μόνο τα καλύτερα κομμάτια του, έτσι και η συγκίνηση που κουβαλά ο θεατής βγαίνοντας από την αίθουσα σκεπάζει πρόθυμα τις όποιες αδυναμίες του.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

lutonLuton

σκηνοθεσία: Μιχάλης Κωνσταντάτος

ηθοποιοί: Νικόλας Βλαχάκης, Ελευθερία Κόμη, Χρήστος Σαπουντζής

 

Τρεις άνθρωποι, σε όλα τους διαφορετικοί, διανύουν τις αδιάφορες ζωές τους με το αίσθημα του ανικανοποίητου: ο Τζίμης, μαθητής στο ιδιωτικό Λύκειο που πληρώνει η ευκατάστατη οικογένειά του, η Μαίρη, τριαντάρα δικηγόρος, παράξενα μοναχική, και ο Μάκης, μεσήλικας μικροαστός ψιλικατζής της μετριότητας. Οι παράλληλες διαδρομές τους θα συναντηθούν για μια απόφαση μοιραίας εκτόνωσης.

 

Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ο Μιχάλης Κωνσταντάτος αποδεικνύεται σκηνοθέτης εξαιρετικά ξεκάθαρος και αποφασιστικός: γνωρίζει απόλυτα τι θέλει να πει και με ποιον τρόπο θέλει να το αποδώσει και από αυτήν του την αποφασιστικότητα η ταινία του παίρνει δύναμη και ορμή, υπόγεια και σιωπηλή. Το «Luton» προσεύχεται στο σινεμά της αποστασιοποίησης, με μακριές σκηνές ηρεμίας, αποσυνδεδεμένο από τους ήρωες και τις ιστορίες του, παρατηρητικό στις κοντινές λεπτομέρειες και τα επιλεκτικά κάδρα του, αποχρωματισμένο στην κλινική, ανατομική φωτογραφία του που αποστειρώνει την ταινία από κάθε δράμα και κάθε ένταση.

 

Είναι προκλητικό και δύσκολο το εγχείρημα να παρουσιάσεις, μέσα από διαδοχικά τίποτα της καθημερινότητας, την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας και οικογένειας δεκαετιών. Ειδικά όταν επιλέγεις να το κάνεις μινιμαλιστικά, μέσα από αινιγματικά στοιχεία που καλούν τον θεατή σ’ ένα παιχνίδι το οποίο υπόσχεται μια μεγάλη, εκρηκτική αποκάλυψη στο τέλος – γυρισμένη σαν ελλειπτικό θρίλερ, η ταινία χτίζει με αργά βήματα ένα build up προς μια αναπόφευκτη σύγκρουση βίας και ισοπέδωσης. Οταν αυτή η σύγκρουση έρχεται, επίμονη, επαναλαμβανόμενη, πιεστική και αναπόφευκτα σε καλεί να την ερμηνεύσεις, να την αξιολογήσεις ή απλώς να της παραδοθείς, τα θεμέλιά της, το μονοπάτι που οι ήρωες έχουν ακολουθήσει ως εκεί, μοιάζει να διαλύεται, να μην μπορεί να υποστηρίξει την επιλογή της καταστροφής.

 

Ισως είναι ότι η επιλογή μιας κινηματογραφικής και σεναριακής ψυχρότητας καταλήγει ν’ αφήνει τον θεατή κι αυτόν αμέτοχο σε όσα συμβαίνουν στην οθόνη. Ισως είναι ότι το όριο ανάμεσα στον αντικειμενικό εκθέτη και τον κριτή είναι λεπτό. Πάντως το «Luton» από τη μια μοιάζει να επιβάλλει ήρωες και πράξεις που έχουν γίνει από επιλογή αντί να γεννιούνται από αιτιότητα κι από την άλλη, ξεκάθαρα, συστήνει έναν νέο σκηνοθέτη ικανό να παίξει σημαντικό ρόλο στο σινεμά που θέλουμε να βλέπουμε στο μέλλον.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Prisoners

σκηνοθεσία: Ντενί Βιλνέβ

ηθοποιοί: Χιου Τζάκμαν, Τζέικ Τζίλενχαλ, Μαρία Μπέλο, Τέρενς Χάουαρντ, Βαϊόλα Ντέιβις, Μελίσα Λίο, Πολ Ντέινο

 

Δυο οικογένειες, στην καρδιά της white trash Αμερικής, βιώνουν μια ανυπέρβλητη απώλεια: οι δυο μικρές τους κόρες εξαφανίζονται χωρίς ίχνη, στη διάρκεια του παιχνιδιού. Ο αστυνομικός Λόκι θ’ αναλάβει την υπόθεση, αλλά ο πατέρας του ενός κοριτσιού, ο Κέλερ Ντόβερ, θεωρώντας ότι οι Αρχές ολιγωρούν, θα πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του με εκδικητική μανία.

 

Ο Καναδός Ντενί Βιλνέβ εξαμερικανίζεται μέχρι την καρδιά σ’ αυτό το κοινωνικό θρίλερ που ισορροπεί την προβλέψιμη υπόθεσή του με ατμοσφαιρικά, «επεξηγηματικά» πλάνα του τρομακτικού σύμπαντος που ονομάζεται βαθιά Αμερική. Μ’ ένα σενάριο γεμάτο δραματικές κορόνες και διδακτισμό για τη μάχη του καλού και του κακού, η ταινία υποφέρει κυρίως από την παράξενη επιλογή του Χιου Τζάκμαν στον ρόλο του συντηρητικού Αμερικανού της αυτονομίας, της σημαίας και των όπλων, αλλά και από έναν σκηνοθετικό ναρκισσισμό που χρησιμοποιεί 150 λεπτά για να πει κάτι αυτονόητο το οποίο έχει ειπωθεί δυνατότερα και ακριβέστερα σε ταινίες σαν το «Winter’s Bone». Αντίθετα, ο Τζέικ Τζίλενχαλ, στη μοναχικότητα και την παραδοξότητά του, ξετυλίγει τον πιο καλογραμμένο αλλά και καλοπαιγμένο ρόλο της ταινίας.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Εγώ, ο Απαισιότατος 2

(Despicable Me 2)

σκηνοθεσία: Πιερ Κόφιν, Κρις Ρενό

με τις φωνές των: Τζέισον Σίγκελ, Στιβ Καρέλ, Μιράντα Κόσγκροουβ

ελληνική μεταγλώττιση: Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς

 

Ο Γκρου ζει ως ενάρετος πολίτης και ευσυνείδητος πατέρας της Μάργκο, της Ιντιθ και της Αγκνες. Η πρόκληση όμως να πάρει μέρος στην επιχείρηση εξόντωσης μιας επικίνδυνης οργάνωσης τον βάζει στον πειρασμό να ξανασχοληθεί με τον κόσμο του εγκλήματος. Ειδικά όταν στο πλευρό του θα βρεθεί η κοκκινομάλλα πράκτορας Λούσι.

 

Ετσι ο Γκρου, με τη βοήθεια των Μινιόν και των κοριτσιών, θ’ αναλάβει δράση αλλά θα δώσει και μια ευκαιρία στη ρομαντική πλευρά του.

 

Αν εξαιρέσει κανείς τη μειωμένη πρωτοτυπία, μια και πρόκειται για σίκουελ, το δεύτερο «Despicable Me» είναι ακριβώς όσο διασκεδαστικό, ατίθασο και παρανοϊκό ήταν το πρώτο φιλμ.

 

Τα αξιολάτρευτα Μινιόν που γελούν σκανταλιάρικα όπου σταθούν κι όπου βρεθούν, ο Γκρου και τα κορίτσια του σε υπέροχες σκηνές αλλόκοτης οικογενειακής ευτυχίας, ο θεαματικός κακός της ιστορίας και τα μεταλλαγμένα επιθετικά μοβ Μινιόν με τα ξασμένα μαλλιά κάνουν το «Εγώ, ο Απαισιότατος 2» μια εγγύηση fun για τα παιδιά αλλά και για ενήλικες – η ταινία προβάλλεται και μεταγλωττισμένη αλλά και στην πρωτότυπη βερσιόν της.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

επικινδυνη οικογενεια Επικίνδυνη οικογένεια

(Malavita)

σκηνοθεσία: Λικ Μπεσόν

ηθοποιοί: Ρόμπερτ ντε Νίρο, Μισέλ Φάιφερ, Τόμι Λι Τζόουνς, Νταϊάνα Εϊγκρον, Γουόρεν Μπλέικ

 

Ο Τζιοβάνι Μανζόνι έχει προδώσει στην αστυνομία τη μαφιόζικη οικογένειά του και τώρα ζει, στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, μαζί με την… πραγματική του οικογένεια, σύζυγο, κόρη και γιο, σ’ ένα μικρό χωριό της Νορμανδίας. Καθώς η παρορμητική και εκρηκτική ιταλοαμερικανική οικογένεια κινδυνεύει κάθε στιγμή να ισοπεδώσει το χωριό, οι προδομένοι μαφιόζοι ανακαλύπτουν τα ίχνη της και σπεύδουν να την εξοντώσουν. Ακολουθώντας εδώ και χρόνια μια ιδιαίτερα επιτυχημένη καριέρα ως παραγωγός, ο Λικ Μπεσόν βρήκε την έμπνευση για να ξαναγυρίσει στη σκηνοθεσία σ’ αυτή τη γραφική κωμωδία της υπερβολής. Μ’ ένα υποτυπώδες σενάριο βγαλμένο από λυσσάρι, χωρίς σπιρτόζικο χιούμορ, γεμάτη εντυπωσιακές σκηνές σε slow motion με δυνατή μουσική και παρόμοιες σκηνοθετικές ευκολίες, η ταινία βλέπεται αχόρταγα μόνο για έναν λόγο: για τον χρόνο που περνούν, μαζί ή χωριστά, στην οθόνη ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και η Μισέλ Φάιφερ, απολαυστικοί όπως πάντα.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

ο τελευταιος εξορκισμος 2Ο τελευταίος εξορκισμός 2

(The Last Exorcism Part II)

σκηνοθεσία: Εντ Γκας-Ντόνελι

ηθοποιοί: Σπένσερ Τριτ Κλαρκ, Ασλεϊ Μπελ, Αντριου Σένσενιγκ, Τζουντ Λόρμαντ, Τζούλια Γκάρνερ

 

Η Νελ Σουίτσερ, μετά τις τραγικές εμπειρίες της πρώτης ταινίας, προσπαθεί να ξαναφτιάξει μια φυσιολογική ζωή, αλλά έχει κενά μνήμης: θυμάται με βεβαιότητα μόνο πως είναι η μοναδική επιζήσασα από την οικογένειά της. Οταν φρικτοί εφιάλτες και απόκοσμες φωνές, που μόνο εκείνη ακούει, αρχίσουν να την κυριεύουν, η Νελ θα υποπτευτεί ότι η δύναμη του Κακού την έχει κυριεύσει.

 

Ο Ιλάι Ροθ του «Hostel» στην παραγωγή και η πεπατημένη της αδύναμης κορασίδας, που έρχεται αντιμέτωπη με τον Δαίμονα, εξασφαλίζουν μια χιλιοειπωμένη ιστορία με πλούσια ηχητικά εφέ, αγριευτικές μουσικές, το επιβεβλημένο ανάποδο περπάτημα, χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας και με μια μοναδική αγωνία: θα είναι πράγματι τελευταίος αυτός εδώ ο εξορκισμός;

 

Scroll to top