Pin It

αμπντελατιφ κεσιςΟ δεύτερος κύκλος ζωής της ταινίας ήταν, μάλλον, πολύ πιο επώδυνος, με όλους τους βασικούς συντελεστές της δημιουργίας της να επιδίδονται, χωρίς σταματημό, σ’ ένα πρωτοφανές ξεκατίνιασμα.

 

Η αρχή έγινε με τις δηλώσεις της εμπνεύστριας του φιλμ, της κομίστα Ζιλί Μαρό, που το 2010 κυκλοφόρησε το κόμικς «Le Bleu Est Une Couleur Chaude / Το Μπλε Είναι Ενα Θερμό Χρώμα», όπου βασίστηκε η ταινία. Τρεις μόλις μέρες μετά τη λήξη του Φεστιβάλ Κανών και τον Χρυσό Φοίνικα, η Μαρό δημοσίευσε στο website της (http://www.juliemaroh.com) έναν χείμαρρο παραπόνων προς τον Αμπντελατίφ Κεσίς. «Αυτό που βγαίνει από την ταινία του μου θυμίζει τις πέτρες που μας σκίζουν τη σάρκα όταν πέφτουμε και μας γδέρνει η άσφαλτος», έγραψε με πάθος, κατηγορώντας τον σκηνοθέτη ότι αφ' ενός εμπορευματοποίησε την εικόνα του λεσβιακού σεξ με μια πρόθεση straight ηδονοβλεψία κι ότι, αφ' ετέρου, ουδέποτε στη διάρκεια του Φεστιβάλ Κανών την ευχαρίστησε, την παρουσίασε, τη χαιρέτισε ή, τέλος πάντων, της απέδωσε τα εύσημα που της αξίζουν.

 

Το δεύτερο χτύπημα ήρθε από τις ίδιες τις πρωταγωνίστριες της ταινίας, την Αντέλ Εξαρχόπουλος και τη Λεά Σεϊντού, σε μια «κι εσύ τέκνον Βρούτε» στιγμή. Απελευθερωμένες, μάλλον, από τις επιταγές αξιοπρέπειας της πρεμιέρας στις Κάνες, οι δύο ηθοποιοί έδωσαν κοινή συνέντευξη στο αμερικανικό TheDailyBeast, με αφορμή την πρεμιέρα του φιλμ στο Φεστιβάλ του Τελιουράιντ. Κι έφεραν τα πάνω κάτω, περιγράφοντας έναν σκηνοθέτη–δυνάστη.

 

«Κάθε συναισθηματική σκηνή ήταν βασανιστήριο», είπε η Σεϊντού. «Ο Κεσίς έψαχνε συνεχώς, γιατί δεν ήξερε στ' αλήθεια τι ήθελε. Περνούσαμε εβδομάδες γυρίζοντας μια σκηνή. Ακόμη και το να διασχίσεις έναν δρόμο δεν ήταν εύκολο. Η πρώτη σκηνή μας όταν συναντιόμαστε για πρώτη φορά και προκύπτει έρωτας με την πρώτη ματιά, κρατάει μόνο τριάντα δευτερόλεπτα, αλλά περάσαμε μια ολόκληρη μέρα για να την κάνουμε. Χρειάστηκε περισσότερες από 100 λήψεις. Στο τέλος θυμάμαι ότι ζαλιζόμουν και δεν μπορούσα καν να καθίσω. Και ο Κεσίς ήταν έξαλλος γιατί έπειτα από 100 λήψεις σε μια από τις τελευταίες, καθώς περνώ δίπλα από την Αντέλ, της χαμογελάω λίγο. Περπατούσαμε η μία δίπλα στην άλλη ολόκληρη τη μέρα. Ηταν πια αστείο. Αλλά εκείνος κυριολεκτικά τρελάθηκε, άρπαξε το μόνιτορ όπου έβλεπε τη σκηνή και το πέταξε στον δρόμο, φωνάζοντας: «Δεν μπορώ να δουλέψω υπό αυτές τις συνθήκες»».

 

Και η Εξαρχόπουλος πρόσθεσε: «Κι εμείς του ζητούσαμε συγγνώμη που γυρίσαμε αυτή τη σκηνή εκατό φορές και γελάσαμε μόνο σε μία λήψη! Ηταν Παρασκευή και θέλαμε να πάμε στο Παρίσι να δούμε τις οικογένειές μας, αλλά δεν μας άφηνε. Αλλά εγώ, έφευγα κρυφά με το τρένο για να δω τον φίλο μου».

 

Στην ερώτηση αν θα συνεργάζονταν ξανά με τον Κεσίς, η Σεϊντού απάντησε, «ποτέ, ήταν μια φρικτή εμπειρία… Στην Αμερική θα ήμασταν όλοι στη φυλακή τώρα» κι η Εξαρχόπουλος: «Δεν νομίζω, στο φιλμ δεν μπορείς να δεις ότι υποφέραμε στ' αλήθεια. Η σκηνή του καβγά μας ήταν μια ακόμη φρικτή σκηνή.

 

Η Λεά με χτυπούσε τόσες πολλές φορές και ο Κεσίς ούρλιαζε: «Χτύπα τη! Χτύπα την ξανά!»». Ο Αμπντελατίφ Κεσίς δεν διάλεξε την… οδό της ανωτερότητας και ξεσπάθωσε με τη σειρά του, στη διάρκεια της προώθησης της ταινίας στο Λος Αντζελες, με μια επίθεση κυρίως στη Λέα Σεϊντού. Την αποκάλεσε «κομμάτι ενός συστήματος που δεν με ενδιαφέρει» εξαιτίας του ότι ο παππούς της, Ζερόμ Σεϊντού, είναι γενικός διευθυντής της Pathé, μιας από τις μεγαλύτερες ιστορικές εταιρείες διανομής και παραγωγής στη Γαλλία.

 

«Αν η Λεά δεν είχε γεννηθεί στα πούπουλα, δεν θα έκανε ποτέ αυτές τις δηλώσεις», είπε ο Κεσίς. «Εκείνη ήταν ο λόγος που παρέτεινα τα γυρίσματα, γιατί δεν μπορούσε με τίποτα να μπει στον ρόλο. Και πόσο υπεροπτικό να λέει ότι υποφέρει όταν κάνει μια από τις καλύτερες δουλειές στον κόσμο. Οι εργάτες υποφέρουν, οι άνεργοι υποφέρουν. Πώς μπορείς να λες ότι υποφέρεις όταν οι θαυμαστές σε λατρεύουν, όταν περπατάς στο κόκκινο χαλί, όταν παίρνεις βραβεία;».

 

Η Λεά Σεϊντού, παρούσα στο Λος Αντζελες, απάντησε κλαίγοντας: «Εδωσα έναν χρόνο από τη ζωή μου γι’ αυτή την ταινία, έδωσα τα πάντα στα γυρίσματα. Δεν έκρινα τον σκηνοθέτη, αλλά τις τεχνικές του. Ηταν όνειρό μου να δουλέψω μαζί του, γιατί στη Γαλλία είναι ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες μας. Οσο για την οικογένειά μου, δεν με βοήθησαν ποτέ. Ας μη μιλάμε για προνόμια».

 

Οσο ο σκηνοθέτης και οι πρωταγωνίστριες ζουν το δικό τους μελόδραμα που, πέρα απ’ το ποιος έχει δίκιο ή άδικο, δεν μπορεί παρά να φτηνύνει την ομορφιά και την αθωότητα του φιλμ, «Η Ζωή της Αντέλ» διανύει μια απαστράπτουσα πορεία, συλλέγοντας καλές κριτικές, έτοιμη να βγει στις αίθουσες του κόσμου: στις 25 Οκτωβρίου στην Αμερική, στις 15 Νοεμβρίου στην Αγγλία, στις 31 Οκτωβρίου στην Ελλάδα, από τη Strada Films, μετά το αθηναϊκό της λανσάρισμα στις Νύχτες Πρεμιέρας, παρουσία της Αντέλ Εξαρχόπουλος.

 

Παρ' όλα αυτά, ο Αμπντελατίφ Κεσίς, ο διακεκριμένος, ευαίσθητος κι εγκεφαλικός Γαλλοτυνήσιος σκηνοθέτης, δεν βρίσκει τη δύναμη να βάλει τελεία στον καβγά, αποκηρύσσοντας με πικρία αλλά και γραφική υπερβολή την ίδια του την ταινία, σε συνέντευξη που έδωσε μόλις πριν από δέκα μέρες στο γαλλικό Télérama: «Θα ήθελα, αν ήταν στο χέρι μου, «Η Ζωή της Αντέλ» να μη βγει καν στις αίθουσες πια. Ο Χρυσός Φοίνικας ήταν μια πολύ σύντομη στιγμή ευτυχίας. Αμέσως μετά άρχισε ο εξευτελισμός. Νιώθω ταπεινωμένος, προσβεβλημένος, απόβλητος. Για μένα η Αντέλ είναι μια μεγάλη κατάρα…».

 

Κι όσο ο Αμπντελατίφ, η Αντέλ και η Λεά ψάχνουν για τα χαρτομάντιλα και την αυτοσυγκράτησή τους, ας θυμηθούμε τρία πράγματα: ότι κανείς δεν εξευτελίζει την ταινία όσο οι ίδιοι της οι δημιουργοί με το προσωπικό τους δράμα. Οτι η ταινία, πραγματικά, θα κριθεί στις αίθουσες από το κοινό, που μοιάζει να την αγκαλιάζει με στοργή. Και ότι, τελικώς, το σινεμά κερδίζει όταν μένει μακριά από τη ζωή των ανθρώπων, τουλάχιστον όταν αυτή είναι παρασκηνιακή, με ικανές δόσεις καλλιτεχνικής υστερίας.

 

INFO: στις αίθουσες, 31 Οκτωβρίου.

 

Scroll to top