Pin It

Της Βάσως Αρτινοπούλου*

 

Ο όρος «εγκλήματα μίσους» παραμένει οριακά ενταγμένος τόσο στην καθομιλουμένη, όσο και στο εξειδικευμένο επιστημονικό λεξιλόγιο των νομικών και κοινωνικών επιστημών. Η μεν πρώτη διαπίστωση αντανακλά το χαμηλό επίπεδο της κοινωνικής αναγνώρισης αυτής της μορφής εγκληματικότητας/θυματοποίησης, η δε δεύτερη, την ευρύτερη «αμηχανία» (καλύτερα «αδυναμία») της επιστημονικής κοινότητας να διερευνήσει και να επεξεργαστεί τα τεκταινόμενα και τις επιπτώσεις της κρίσης που επικρατεί στη χώρα τα τελευταία χρόνια.

 

Παρ’ ότι η εννοιολόγηση του όρου παραμένει εξαιρετικά δυσχερής, όσον αφορά τη διερεύνηση και την αντικειμενική απόδειξη του «ρατσιστικού κινήτρου», ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε ούτε άλλες χώρες να διερευνήσουν και να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο, ούτε βεβαίως τα θεσμικά ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα να προσδιορίσουν το πλαίσιο, τους κανόνες και τις αποφάσεις τους, με ιδιαίτερη αναφορά στην πλούσια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΑ).

 

Σκοπός του άρθρου είναι να (ανα)δείξουμε το χρονικό της ταλάντευσης της ελληνικής Πολιτείας από την ατιμωρησία στην τιμωρία και από την αδιαφορία στην άμεση και αποτελεσματική παρέμβαση του κράτους δικαίου, όπως τη βιώνουμε αυτές τις ημέρες με το ζήτημα της Χρυσής Αυγής. Πρόκειται για την ταλάντευση ενός εκκρεμούς στα δύο άκρα του, από την άρνηση στην παραδοχή, από την αδυναμία καταγραφής παρεμφερών περιστατικών στην απόλυτη και ισχυρή νομική απόδειξη.

 

Κύρια υπόθεσή μας είναι ότι δεν έχουν ακόμα διαμορφωθεί πλήρως οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ευρύτερη κοινωνική αναγνώριση της ρατσιστικής βίας και των εγκλημάτων μίσους. Η «κουλτούρα» της βίας, η ανοχή και οι νομιμοποιητικοί μηχανισμοί της λειτούργησαν τόσο ως «συλλογικές άμυνες» στην κρίση, όσο και ως βαθύτερες συνιστώσες στην εξελισσόμενη διάβρωση του κοινωνικού ιστού.

 

Ο όρος «εγκλήματα μίσους» προέρχεται από την άλλη άκρη του Ατλαντικού· στην ευρωπαϊκή ορολογία χρησιμοποιείται ο όρος «εγκλήματα προκαλούμενα από προκατάληψη» (biased motivated crimes). Οι κοινά αποδεκτοί ορισμοί περιλαμβάνουν τη διάπραξη εγκλήματος κατά συγκεκριμένου προσώπου ή περιουσίας που επιλέγεται με βάση τη φυλή, την εθνική ή εθνοτική προέλευση, τη θρησκευτική ή πολιτισμική προέλευση, το χρώμα, το κοινωνικό φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την αναπηρία. Το άτομο επιλέγεται λόγω των χαρακτηριστικών της ομάδας στην οποία ανήκει και όχι λόγω των προσωπικών του χαρακτηριστικών, επιβεβαιώνοντας ότι το έγκλημα έχει ως υπόβαθρο τις προκαταλήψεις και τον ρατσισμό. Τα εγκλήματα μίσους δεν αποτελούν ειδική κατηγορία εγκλήματος per se, αλλά συνιστούν μια νομική κατηγορία όπου ειδικά εγκλήματα (όπως επιθέσεις, σωματικές βλάβες, ανθρωποκτονίες κ.ά.) διερευνώνται ως προς το κίνητρό τους και επισύρουν αυξημένη ποινή, σε περίπτωση ενοχής του δράστη. Πρόκειται ουσιαστικά για εγκλήματα που προκύπτουν από ιδεολογία και ιδεολογικές κατασκευές που αφορούν συγκεκριμένες ομάδες στόχου και αντανακλούν τη διάκριση «εμείς και οι άλλοι».

 

Οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί, κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και έπειτα, εντοπίζουν αφενός τις δυσχέρειες εκτίμησης της έκτασης και της συχνότητας των εγκλημάτων μίσους (και παράλληλα διαπιστώνουν τον υψηλό σκοτεινό αριθμό παρεμφερών αδικημάτων, αφού συχνά δεν καταγγέλλονται στις Αρχές από τα θύματα, αλλά ούτε καταγράφονται ξεχωριστά από τις διωκτικές αρχές) και αφετέρου τις δυσχέρειες απόδειξης του κινήτρου στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και της διεξαγωγής της δίκης. Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, οι έρευνες εστιάζουν σε μελέτες συγκεκριμένων περιπτώσεων και της νομολογίας. Σε κάθε περίπτωση, προκύπτουν εξειδικευμένες τυπολογίες και κατηγοριοποιήσεις των εγκλημάτων, ενώ παράλληλα όλες σχεδόν οι έρευνες υποστηρίζουν την ανάγκη της ειδικής αντιμετώπισης των θυμάτων, καθώς και της ευαισθητοποίησης όλων των επαγγελματιών των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης, των δικαστών και εισαγγελέων περιλαμβανομένων.

 

Τα ευρωπαϊκά κείμενα και η νομολογία του ΕΔΑΑ συγκροτούν ένα ισχυρό πλαίσιο αναφοράς για τα εγκλήματα μίσους. Τα άρθρα 1, 10, 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης διασφαλίζουν αντιστοίχως: το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, την απαγόρευση των διακρίσεων και το δικαίωμα στην πραγματική προσφυγή και στο αμερόληπτο δικαστήριο. Η πολύτιμη έκδοση του «Εγχειριδίου του Ευρωπαϊκού Δικαίου κατά των Διακρίσεων», με τη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (FRA), του ΕΔΑΑ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, περιλαμβάνει συγκριτικές παρατηρήσεις μεταξύ των Δικαίων των χωρών-μελών και τη σχετική νομολογία του ΕΔΑΑ και αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για τους νομικούς, τους δικαστικούς λειτουργούς, τους αστυνομικούς και τους επαγγελματίες των συστημάτων Δικαιοσύνης.

 

Στη χώρα μας, η συγκεκριμένη θεματική έχει αναδειχτεί από την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα προ πολλού. Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με σειρά θέσεων–αποφάσεων και παρατηρήσεων έχει εγκαίρως επισημάνει τη σοβαρότητα και τις επιπτώσεις του φαινομένου της ρατσιστικής βίας. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις περιθάλπουν στην Ελλάδα της κρίσης τα θύματα ρατσιστικής βίας και εγκλημάτων μίσους. Θύματα που παραμένουν ανώνυμα ενώ έχουν ταυτότητα, γιατί φοβούνται να καταγγείλουν το έγκλημα στις διωκτικές αρχές ή/και να δεχτούν την ιατρική περίθαλψη από τα νοσοκομεία της χώρας. Στο χρονικό της διαδικασίας από την ατιμωρησία στην τιμωρία, τα εγκλήματα μίσους απασχόλησαν σποραδικά και αποσπασματικά τον Τύπο και την ελληνική κοινωνία. Η ανοχή και ακόμα περισσότερο οι νομιμοποιητικοί μηχανισμοί της βίας, ως ποιοτικά στοιχεία της κοινωνίας σε κρίση, συνέβαλαν στην άρνηση και την ατιμωρησία, αφού η όποια αποδοκιμασία της ρατσιστικής βίας ήταν επιφανειακή και βερμπαλιστική.

 

Πώς θα μπορούσε άραγε να ήταν διαφορετικά; Το χάσμα που χωρίζει την ακαδημαϊκή θεωρία, την έρευνα και την πράξη είναι εμφανές. Πρόκειται για τρία παράλληλα επίπεδα αναφοράς, που δεν τέμνονται, αλλά κινούνται σε μια απομονωμένη και μοναχική πορεία. Ούτε η θεωρία και η έρευνα (υπο)στηρίζουν την πρακτική, ούτε η πρακτική και οι πολιτικές αξιολογούνται για να ανατροφοδοτήσουν τη θεωρία και την έρευνα. Το όποιο λοιπόν σώμα των ερευνητικών δεδομένων και της συλλογής περιπτώσεων για τα εγκλήματα μίσους παρέμεινε αναξιοποίητο και περιθωριοποιημένο. Ετσι κι αλλιώς, ο κυρίαρχος επιστημονικός λόγος που αρθρώθηκε στα χρόνια της κρίσης, ήταν ένας «οικονομίστικος» και επιφανειακός λόγος, χωρίς ποτέ να αναδειχτούν επί της ουσίας οι βαθύτερες κοινωνιολογικές, πολιτισμικές και πολιτικές όψεις της κρίσης, με στοιχειώδη αναγωγή στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Η «αμηχανία» των κοινωνικών επιστημόνων να μελετήσουν το αντικείμενό τους όχι πια από απόσταση, αλλά όντας οι ίδιοι δρώντα υποκείμενα και βιώνοντας οι ίδιοι την κρίση, είναι ακόμα εμφανής. Εχουμε αναλωθεί σε πληθώρα συζητήσεων και εκδηλώσεων για την κρίση, ενώ αντιθέτως οι έρευνες και οι δημοσιεύσεις σε ελληνικά αλλά κυρίως ξενόγλωσσα επιστημονικά περιοδικά με αντικείμενο την κρίση στην Ελλάδα είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.

 

Δυστυχώς στην Ελλάδα κλείναμε ερμητικά τα μάτια, ούτε καν αλληθωρίζαμε προς το φαινόμενο. Από την «υποκριτική αδιαφορία» και την «επιφανειακή άγνοια» για τις ρατσιστικές επιθέσεις και τα εγκλήματα μίσους με θύματα συχνά μετανάστες και αλλοδαπούς, φτάσαμε στην πρόσφατη εντυπωσιακή επίδειξη της πολιτικής βούλησης και της παρέμβασης του κράτους δικαίου. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο όρια, από την ατιμωρησία στην τιμωρία και από την άγνοια στην επέμβαση, υπάρχει το βαθύτερο ζητούμενο: εκείνο της διαμόρφωσης ενός αξιακού πλαισίου με γνώμονα τον σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

 

……………………………………………………………………………………………………….

 

* Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, π. αντιπρύτανις Παντείου Πανεπιστημίου

 

Scroll to top