Της Πέπης Ρηγοπούλου
Ο πρώτος κύκλος συγχωνεύσεων πανεπιστημιακών τμημάτων έχει ολοκληρωθεί με βάση το σχέδιο Αθηνά. Οι καταργήσεις άλλων έχουν, όπως λέγεται, «δρομολογηθεί». Ωστόσο κάθε φορά που ένα σύστημα αναδιπλώνεται στον εαυτό του με αμηχανία, αυτομαστιγούμενο, προβάλλοντας λέξεις πιο μεγάλες από τα πράγματα, μικρομέγαλες λέξεις, λέξεις για ένα νέο ξεκίνημα που είναι ήδη παλιό, ανοίγει κάποιες ρωγμές που θα μπορούσαν να κατοικηθούν από νέες σκέψεις και προτάσεις.
Μια τέτοια προοπτική θα ήθελα να συζητήσω εδώ ελπίζοντας ότι εκφράζω και άλλους από τον χώρο των πανεπιστημίων αλλά και ευρύτερα της κοινωνίας. Που ακόμα και όταν δεν έχει άρτο, δεν μπορεί να ζει μόνον γι' αυτόν. Υπάρχει η ανάγκη της τέχνης, της καλλιτεχνικής παιδείας και δημιουργίας, όπως το αποδεικνύουν και τα τόσα θέατρα –νεανικά και μη- που αν και λειτουργούν στο όριο της φυσικής επιβίωσης των συντελεστών τους, παράγουν εξαιρετική δουλειά.
Στην ολομέτωπη απαξίωση που υφίσταται ο ελληνικός λαός -και που κινδυνεύει να την ενσωματώσει, καθώς ασφυκτιά στη συνάφεια με τον διπλανό του, διερωτάται διαρκώς πού έχει φταίξει, χρησιμοποιεί ένα προβληματικό «εμείς» που έχει αντικαταστήσει το παλαιότερο προβληματικό και ενισχυμένο «εγώ»- η απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί θα ήταν από τις οδούς της δημιουργίας και της σκέψης για τη δημιουργία.
Ποιες προτάσεις μπορούν να γίνουν σήμερα σε όλους τους τομείς για να σταθούμε απέναντι στην παγιωμένη πλέον αντίληψη ότι «η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα»; Προϊόντα και άνθρωποι, ατάκτως ερριμμένοι στο απόσπασμα. Των άλλων και του εαυτού. Ενας λόγος άλογος, μια επίθεση στον εαυτό μας που τον αντιμετωπίζουμε ως το κακό αντικείμενο που πρέπει να τιμωρηθεί. Και μάλιστα από τους άλλους, τους ξένους επιτηρητές και ανθύπατους, που αυτοί δεν θα είναι κακοί, αλλά δίκαιοι, σαν τους καβαφικούς βαρβάρους που ήταν μια κάποια λύση.
Η ιδέα για μια Σχολή Τεχνών ( δηλαδή θεάτρου–κινηματογράφου) στην Ελλάδα εξαγγέλθηκε ως βούληση του -εν συνεχεία εκπεσόντος- ηγεμόνα επί πρωθυπουργίας Καραμανλή. Σκόνταψε, και δικαιολογημένα, πλην των άλλων στο ότι θα ήταν μια ανώτατη σχολή με δίδακτρα, δηλαδή ένας πολιορκητικός κριός για να αλωθεί η δωρεάν δημόσια παιδεία, κεκτημένο του ευρωπαϊκού πολιτικού και κοινωνικού πολιτισμού.
Η ουσία όμως του αιτήματος για ένα δημόσιο ανώτατο θεσμό με αντικείμενο τις παραστατικές τέχνες – πιθανώς με δύο ή τρία τμήματα, θεάτρου, κινηματογράφου, ηλεκτρονικής τέχνης, παραμένει. Σχολή που να ενώνει θεωρία και δημιουργία, να συνθέτει τη μια τέχνη και την άλλη, σχολή που όπως η Καλών Τεχνών να επιλέγει η ίδια τους φοιτητές της, σχολή που να μην απαξιώνει αλλά να κεφαλαιοποιεί ό,τι καλό ήδη υπάρχει στη θεατρική και την κινηματογραφική παιδεία.
Η απόφαση μπορεί να εναπόκειται στην πολιτεία με την όποια ηγεσία της. Αλλά είναι η κοινωνία, με πρώτους υπεύθυνους και υπόλογους τους πανεπιστημιακούς, που πρέπει, εγκαταλείποντας το τέλμα της μικρόψυχης σιγουριάς των κεκτημένων και των κατεστημένων καταστάσεων, να ανοιχτεί στο ρίσκο, στον πειραματισμό που, όπως είναι τα πράγματα, είναι η μόνη ασφάλεια.