30/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αιφνιδιασμένοι στις παρυφές

      Pin It

Της Σταυρούλας Ματζώρου

 

Εχω πολλά χρόνια να πάω σε παρέλαση. Τα παιδιά μου μεγάλωσαν, ανήκουν στη φοιτητιώσα νεολαία που δεν υποχρεούται να παρελαύνει, σε αντίθεση με τη μαθητιώσα και τις ένοπλες δυνάμεις. Οι παρελάσεις πάντα ήταν υποχρεωτικές και τα αισθήματα ποικίλα στους παρελαύνοντες – για άλλους χρέος, για άλλους καταναγκασμός.

 

Κάποτε οι εθνικές γιορτές και οι παρελάσεις τους ήταν το γεγονός της πόλης μας. Βάζαμε τα καλά μας και μαζευόμασταν στον κεντρικό δρόμο της Αλεξανδρούπολης, στην οδό Δημοκρατίας, έστω κι αν δεν είχαμε να χειροκροτήσουμε κανέναν δικό μας, μήτε μαθητή μήτε φαντάρο μήτε σπουδαστή. Με τις σημαιούλες στα χέρια μας μικροί μεγάλοι, γεμάτοι ενθουσιασμό που τον ανέβαζε στα ουράνια η ράβδος του επικεφαλής της φιλαρμονικής. Ηταν τα δύσκολα χρόνια του ’50 –απελπιστικά φρέσκος ακόμη στην κοινωνία ο πόλεμος και κυρίως οι απώλειές του.

 

Με το πέρασμα του χρόνου οι μόνοι που απολάμβαναν τις παρελάσεις ήταν οι γονείς. Καμάρωναν για τα παιδιά τους· για το παράστημά τους, για τον βηματισμό τους, και το κουκουβαγάκι τους ήταν τ’ ομορφότερο απ’ όλα και το πιο έξυπνο ελληνάκι, γι’ αυτό κι ενοχλούνταν αν τη σημαία κρατούσε ή αν παραστάτης της σημαίας ήταν το αλβανάκι, το παιδί της κυρίας που καθάριζε το σπίτι.

 

Τώρα και πάλι είναι οι γονείς εκείνοι που πηγαίνουν στις παρελάσεις. Στριμωγμένοι στις παρυφές του δρόμου, απελπισμένοι από την οικονομική ανέχεια, τσακισμένοι από τα μνημόνια. Αυτοί οι επικίνδυνοι –για τους «επισήμους»– γονείς, που βλέπουν να περνούν από μπροστά τους τα μελλοντικά άνεργα παιδιά τους, ακόμη μια φουρνιά μεταναστών που μπορεί να βρεθεί να παρελαύνει στην Εσπερία.

 

Μήπως πρέπει να τελειώνουμε μ’ αυτές τις οργανωμένες διελεύσεις ανέμπνευστων ομάδων, μ’ αυτές τις επιδείξεις των πολιτευτών και αξιωματούχων; Με τις χορηγίες που τις καταπίνει η θεσσαλονικιώτικη ομίχλη; Εχουμε κανέναν λόγο να αισθανόμαστε εθνικά περήφανοι που δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε στο συνεχές, επιβαλλόμενο σφυροκόπημα των οικονομικών, αντικοινωνικών μέτρων; Λαός φοβισμένος είμαστε, γεμάτος προσωπική αγωνία για το πώς θα τα καταφέρουμε όχι στο απώτερο μέλλον, αλλά μόλις αύριο. Ενας αιφνιδιασμένος λαός που δέχτηκε και καταδέχτηκε να οδηγηθεί στις παρυφές.

 

Scroll to top