Του Θεόδωρου Μπενάκη
Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο κυκλοφόρησε το 1848 και έκτοτε έγινε η «Βίβλος» της Αριστεράς, ενώ μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Στην Ελλάδα όμως άργησε να εκδοθεί. Αυτό συνέβη μόλις το 1913, όταν το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα προσπαθούσε να αναδιοργανωθεί και να προωθήσει τη μόρφωση στους εργαζόμενους. Η μετάφρασή του, που έγινε απ’ ευθείας από τα γερμανικά από τον λογοτέχνη Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, έκανε την εμφάνισή της σε φυλλάδιο του Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών ως «Κοινωνιστικό Μανιφέστο».
Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα δραστηριοποιήθηκε από τις αρχές του 1890 και είχε να αντιμετωπίσει, μεταξύ άλλων προβλημάτων, τον αναλφαβητισμό και την έλλειψη θεωρητικών κειμένων. Για τον σκοπό αυτό, οι Ελληνες σοσιαλιστές ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την υπόθεση της μορφωτικής εργασίας. Αλλά οι μαρξιστικές ιδέες δεν έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής και παραγκωνίστηκαν από τη γοητεία που ασκούσαν οι ιδέες των αναρχικών. Γι’ αυτό και από τα πρώτα έργα που μεταφράστηκαν στα ελληνικά ήταν το «Προς τους Νέους» του Ρώσου αναρχικού Πέτρου Κροπότκιν.
Αλλά η καταστολή και η άνοδος του εθνικισμού στα τέλη του 19ου αιώνα οδήγησαν τις μικρές σοσιαλιστικές ομάδες σε διάλυση και η υπόθεση της σοσιαλιστικής οργάνωσης ξεχάστηκε για αρκετά χρόνια. Από το 1907 ξεκινά και πάλι η αναζήτηση, με πρώτο τον Γεώργιο Σκληρό, γιατρό από την Αλεξάνδρεια και με σπουδές στη Γερμανία, ο οποίος τότε έκανε την πρώτη απόπειρα ελληνικής κοινωνιολογικής ανάλυσης, με τη μελέτη «Το Κοινωνικόν μας Ζήτημα».
Επρεπε να φτάσουμε στο 1908 για να κάνει την εμφάνισή του ο Μαρξ. Τότε ο λογοτέχνης Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ζώντας στη Γερμανία, αποφάσισε να καταπιαστεί με τη μετάφραση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα του Βόλου «Ο Εργάτης».
Ο Χατζόπουλος (1868-1920), σημαντικός Ελληνας λογοτέχνης του 20ού αιώνα, είχε εγκατασταθεί για σπουδές στη Δρέσδη της Γερμανίας, όπου και προσχώρησε στις σοσιαλιστικές ιδέες. Στρατευμένος στην υπόθεση του δημοτικισμού –ενός ρεύματος που, σε ευθεία σύγκρουση με τη χρήση της καθαρεύουσας, είχε συσπειρώσει στις τάξεις του και δεξιούς και αριστερούς- προσπάθησε να ενώσει τον σοσιαλισμό με τον δημοτικισμό. Γι’ αυτό ίδρυσε το 1909 στο Μόναχο τη Σοσιαλιστική Δημοτικιστική Ενωση.
Η διαμάχη για τη δημοτική και την καθαρεύσουσα είχε τότε διχάσει βαθιά και τους Ελληνες σοσιαλιστές, με τους πιο συντηρητικούς να τάσσονται υπέρ της καθαρεύουσας, όπως ο Πλ. Δρακούλης, και τους πιο ριζοσπάστες υπέρ της δημοτικής.
Σκοπός του Χατζόπουλου, όταν έκανε τη μετάφραση, ήταν η προσφορά στους εργάτες, που μόλις συναντούσαν τότε τις ιδέες της εργατικής πάλης, ενός ισχυρού θεωρητικού όπλου. Ακόμη ένας σκοπός ήταν να αποδείξει ότι στη δημοτική μπορούσαν θαυμάσια να μεταφραστούν έργα θεωρητικά και επιστημονικά.
Η πολιτική κρίση, που θα οδηγούσε στις μεγάλες ανακατατάξεις ένα χρόνο αργότερα, ενθάρρυνε πολλούς ριζοσπάστες και σοσιαλιστές να αποπειραθούν νέες εκδόσεις καθώς και τη δημιουργία πολιτικών κινήσεων. Το 1908, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αργότερα πρωθυπουργός της Ελλάδας, ίδρυσε την Κοινωνιολογική Εταιρεία και ενίσχυσε την έκδοση της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Μέλλον», στις σελίδες της οποίας έκαναν την εμφάνισή τους αναφορές στον Μαρξ.
Ο Πλάτων Δρακούλης (1858-1934), από τους πρώτους σοσιαλιστές και γηραιότερος όλων, επέστρεψε στην Αθήνα από την Οξφόρδη, όπου δίδασκε Νεοελληνική Λογοτεχνία, μετέφερε το περιοδικό του «Ερευνα» και ίδρυσε αρχικά ένα υβρίδιο κόμματος-συνδικάτου, τον Σύνδεσμο των Εργατικών Τάξεων και στη συνέχεια το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο ίδιος έλαβε μέρος και στις δύο εκλογές του 1910, επιτυγχάνοντας σημαντική παρουσία. Αλλοι σοσιαλιστές εξέδωσαν, το 1910, την εφημερίδα «Κοινωνισμός», αυτή ανοιχτά σοσιαλιστική.
Ο Πόλεμος που ξέσπασε το 1912, ανέστειλε προσωρινά τη δραστηριότητα της ελληνικής Αριστεράς. Το 1913 πλήθυναν οι ομάδες και μαζί τους εντατικοποιήθηκε και η μορφωτική εργασία.
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η απόφαση να εκδοθεί σε φυλλάδιο η μετάφραση του Χατζόπουλου. Την ευθύνη ανέλαβε το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών, ομάδα υπό τον Νικόλαο Γιαννιό, η οποία βρισκόταν πλησιέστερα στις απόψεις του Μαρξ. Επρόκειτο για μια ομάδα που δραστηριοποιήθηκε από το 1911, έδωσε ιδιαίτερο βάρος στη θεωρητική κατάρτιση των μελών της, ενώ από τις γραμμές της πέρασαν πολλοί από τους πρωταγωνιστές της Αριστεράς.
Εκείνο τον χρόνο, το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών είχε συντάξει έναν κατάλογο τίτλων προς έκδοση και το «Κοινωνιστικό Μανιφέστο», όπως ονομάστηκε τότε, είχε αύξοντα αριθμό 2. Η έκδοσή του έγινε από το «Τυπογραφείο της Εφημερίδος των Εργατών» που βρισκόταν στην οδό Ανθίμου Γαζή 7. Κυκλοφόρησε κυρίως ανάμεσα στα μέλη του Κέντρου. Δεν γνωρίζουμε αριθμό αντιτύπων, ούτε πόσα πουλήθηκαν.
Η έκδοση του 1913 όμως ήταν λειψή. Δεν περιλάμβανε το 3ο Κεφάλαιο. Πρόκειται για το κεφάλαιο «Αστική και Κομμουνιστική Φιλολογία», στο οποίο οι Μαρξ και Ενγκελς παρουσιάζουν εν συντομία τις άλλες σοσιαλιστικές σχολές. Οι υποθέσεις για την παράλειψη αυτή είναι κυρίως δύο: Είτε ο Χατζόπουλος δεν είχε μεταφράσει ολόκληρο το Μανιφέστο, είτε οι εκδότες της ελληνικής έκδοσης προσπάθησαν να κάνουν μια έκδοση όσο το δυνατόν πιο οικονομική, παραθέτοντας τα τμήματα του έργου που θεωρούσαν απαραίτητα.
Μάλλον συνέβη το πρώτο γιατί η απουσία αντίστοιχων σχολών στην Ελλάδα θα έκανε την τότε παρουσίαση του 3ου κεφαλαίου ακατανόητη στο ελληνικό κοινό και θα έσπερνε σύγχυση στα ακόμη απαίδευτα πολιτικά μέλη. Ετσι οι Έλληνες αναγνώστες διάβασαν τα τρία μόνον από τα τέσσερα κεφάλαια του έργου.
Η έκδοση του 1913 είναι από κάθε άποψη σημαντική. Εχει αξία ως η πρώτη εμφάνιση ενός τόσο σημαντικού για την Αριστερά έργου 65 χρόνια μετά την πρωτότυπη έκδοσή του. Εχει επίσης ιδιαίτερη αξία ως μνημείο της δημοτικής και απόπειρας απόδοσης στη «μαλλιαρή» ενός θεωρητικού πολιτικού έργου.