Του Ι.Ν. Μαρκόπουλου*
Ενα από τα βασικά θεωρητικά προβλήματα που η φιλοσοφία της Παιδείας και της εκπαίδευσης θα πρέπει να συζητήσει είναι και το κατά πόσο ένα εκπαιδευτικό σύστημα θα μπορούσε να οδηγήσει σταδιακά σε μια Παιδεία και εκπαίδευση που αυτορρυθμιζόμενες θα ήταν δυνατόν να ανατρέψουν και αυτό ακόμη το ίδιο το αρχικό τους σύστημα, οδηγώντας το σε μια εκ βάθρων βελτίωσή του. Με άλλα λόγια, κατά πόσον το σύστημα διδασκαλίας –για να θυμηθούμε ένα γνωστό γκράφιτι στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα της δεκαετίας του 1960– δεν θα είναι απλά η διδασκαλία του συστήματος, αλλά θα εμπεριέχει ως επαναστατική, θα έλεγα, δυνατότητα, ως έναν δυνητικό σκοπό και αυτή ακόμη την πλήρη ανατροπή και βέλτιστη μεταλλαγή του. Μια τέτοια επαναστατική προοπτική πιστεύω ότι θα πρέπει να εμπεριέχεται στο έργο της Παιδείας και της εκπαίδευσης.
Δεύτερο, επίσης βασικό και σχετικό με το παραπάνω ερώτημα, που απαιτεί μια πιο επείγουσα απάντηση, είναι και το κατά πόσον το υπάρχον νεοφιλελεύθερο κοινωνικο-πολιτικό και οικονομικό σύστημα, που διαφεντεύει τον πλανήτη, θα μπορέσει να αναγνωρίσει εγκαίρως τη ζωτική, και για το ίδιο, αναγκαιότητα για μια πλήρη αλλαγή της εκπαιδευτικής του φιλοσοφίας· μιας καθαρά πραγματιστικής εκπαιδευτικής πολιτικής, που συμβαδίζει –και πώς θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά– με μια πραγματιστική πολιτική, ιδιαίτερα εμφανή στον αγγλοσαξονικό χώρο και ακριβέστερα στις ΗΠΑ, όπου ο πραγματισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί ένα κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα.
Η κατάσταση στην οποία έχει φέρει τον πλανήτη η επικίνδυνη αυτή πολιτική δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την αναγκαιότητα μιας πλήρους μεταλλαγής του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και για την πεισματική εμμονή που θα δείξει το σύστημα σε κάθε προσπάθεια αλλαγής του. Τα πράγματα δεν είναι διόλου αισιόδοξα. Τι περισσότερο όμως άραγε θα μπορούσε να περιμένει κανείς από τις διακηρύξεις της Μπολόνια και πόσο οι διακηρύξεις αυτές θα μπορούσαν να διαφέρουν από τις νεοφιλελεύθερες, πραγματιστικές σκοπεύσεις του πλανητικά επικυρίαρχου κοινωνικο-πολιτικού και οικονομικού συστήματος;
Εν τω μεταξύ, όλο και πιο συχνά διαβάζουμε και ακούμε για σοβαρά προγράμματα εποικισμού ώς ακόμη και του Αρη, που υπόρρητα δηλώνουν τη συνειδητοποιημένη πλέον από πολλές μεριές δραματική κατάσταση του πλανήτη, αλλά και τον πανικό που αρχίζει σιγά σιγά να κυριεύει ένα πολύ μικρό προνομιούχο κομμάτι της ανθρωπότητας για μια έγκαιρη δική του διαφυγή και διάσωση – γιατί για διαφυγή και διάσωση θα πρέπει να μιλάμε, όταν όλα θα τα έχει καταστρέψει εδώ η ανθρώπινη απληστία και βαρβαρότητα.
Η άκρως χρησιμοθηρική σκέψη, για μια πλήρη εκμετάλλευση της φύσης από τον άνθρωπο, που πρωτοεμφανίζεται ήδη από τον 17ο αιώνα με τη ραγδαία άνοδο της επιστήμης, έρχεται σήμερα να συνταιριαστεί ωφελιμιστικά με τις εργαλειακές ικανότητες-κλειδιά και τις δεξιότητες που οι διακηρύξεις της Μπολόνια επιβάλλουν, ως πανάκεια. Κάπου εκεί, μεταξύ άλλων, εμφανίζεται και η κριτική σκέψη, που νοείται αποκλειστικά και μόνο ως εργαλειακός ορθολογισμός, πλήρως απαλλαγμένος από οποιαδήποτε αναφορά στην έννοια της ουσίας των πραγμάτων, των μεταξύ τους σχέσεων και των μεταβολών τους.
Είναι επομένως αναμενόμενο –στο πλαίσιο μιας πραγματιστικής και εμπειρικής εκπαιδευτικής πολιτικής, χρησιμοθηρικής, αγοραία προσανατολισμένης και σχετικιστικής ως προς τις αξίες της– το επικυρίαρχο σύστημα να αποδυναμώνει και να υποβαθμίζει συνεχώς την κλασική Παιδεία και τις ανθρωπιστικές σπουδές, να παραμελεί την Παιδεία και να στηρίζει την όσο το δυνατόν πιο εξειδικευμένη εκπαίδευση, που θα επιδιώκεται να έχει όλο και περισσότερο ιδιωτικό και όχι δημόσιο χαρακτήρα, να προωθεί την επαγγελματοποίηση και τον οικονομισμό στην εκπαίδευση, να λειτουργεί σχολεία και πανεπιστήμια με τον τρόπο που λειτουργούν οι εταιρείες, να θέτει την εκπαίδευση υπό την κηδεμονία της αγοράς, να επιτρέπει τη χρηματοδότηση της δημόσιας εκπαίδευσης από εταιρείες που θα διαφημίζονται μέσα στα σχολεία και να προάγει την εφαρμοσμένη έρευνα εις βάρος της βασικής.
Η πραγματιστική, άκρως αντιθεμελιοκρατική και ωφελιμιστική αυτή σκέψη –κάνουμε πάντα ό,τι μας είναι βολικό και αποδεχόμαστε ως αλήθεια ό,τι μας είναι χρήσιμο (είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί εδώ παρενθετικά, ότι κύριος σκοπός ιδρύσεως της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, το 1742, ήταν η προώθηση της «χρήσιμης γνώσης»)– δεν είναι ορατή μόνο στον εκπαιδευτικό χώρο. Την έχουμε συχνά δει να δρα μέσα από αγγλοσαξονικές στρατιωτικές συμμαχίες, αλλά και σε ζητήματα υγείας όπως και στην οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική πολιτική, σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά και ανεξαρτήτως ακόμη εθνοπολιτισμικών και γεωγραφικών συντεταγμένων. Οταν η φύση αντιμετωπίζεται ως χρηστικό κυρίως αντικείμενο, που μπορεί να οδηγηθεί από τον ανθρώπινο δυνάστη της μέχρι και στην πλήρη καταστροφή της, και όταν η εκπαίδευση έχει κυρίως μια ανούσια και όλως διόλου χρηστική σημασία, τότε η Παιδεία και η εκπαίδευση καλούνται να αναλάβουν ένα τιτάνιο έργο, που θα πρέπει να αρχίζει από τη δική τους ριζική αλλαγή και αναμόρφωση. Αλλιώς, θα πρέπει κι εμείς να αρχίσουμε σιγά σιγά να σκεφτόμαστε τον τρόπο διαφυγής μας από αυτόν τον πλανήτη.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
*Καθηγητής Τεχνολογικής και Φιλοσοφικής Θεώρησης της Τεχνοεπιστήμης στο ΠΤΔΕ της Παιδαγωγικής Σχολής του ΑΠΘ.