09/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το εκκρεμές

      Pin It

Του Γιώργου Μαργαρίτη*

 

Το τρέχον πολιτικό σύστημα στη χώρα μας έχει τις ιστορικές του ρίζες στα τελευταία χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967-1974. Η δικτατορία ήταν το τελευταίο επεισόδιο στο καθεστώς έκτακτων μέτρων που επιβλήθηκε στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου και καθόρισε έκτοτε για πολλά χρόνια το πολιτικό σκηνικό. Από την αρχή της δεκαετίας του 1960 όμως η αναντιστοιχία ανάμεσα στις αναπτυξιακές επιλογές τμήματος της αστικής τάξης και του πολιτικού καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης» ήταν εμφανής. Το κύριο πρόβλημα βρισκόταν στο πεδίο της «ευρωπαϊκής προοπτικής», της σύνδεσης δηλαδή των ελληνικών οικονομικών ελίτ με τις αντίστοιχες της Ευρώπης που, στο πολιτικό πεδίο, οικοδομούσαν τότε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα – τον πρόγονο της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι ενδοαστικές αυτές συγκρούσεις ήταν μια από τις αιτίες της επιβολής της δικτατορίας, καθώς μάλιστα η φιλευρωπαϊκή, εκσυγχρονιστική πλευρά απείλησε να χρησιμοποιήσει –διαμέσου κυρίως της Ενωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου- τον λαϊκό παράγοντα για να επικρατήσει των αντιπάλων της που, κυρίως, στηρίζονταν στο βαρύ μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος.

 

Η επιβολή δικτατορίας το 1967 ανέστειλε για μικρό διάστημα τις ενδοαστικές αυτές συγκρούσεις. Για την ακρίβεια, οι διεκδικήσεις των χαμένων της διαμάχης πήραν υπόγεια μορφή και εκφράστηκαν μέσα από τον αντιδικτατορικό αγώνα δίνοντας στον τελευταίο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ουσιαστικά ο αγώνας αυτός διχοτομήθηκε: από τη μία πλευρά το λαϊκό κίνημα, η Αριστερά, με παραδοσιακά επικεφαλής τους κομμουνιστές, προώθησαν τη δική τους εκδοχή αγώνα με άξονα τη μαζική λαϊκή κινητοποίηση και την οικοδόμηση πλατιών οργανώσεων με κοινωνικό, ταξικό κριτήριο. Οι εργαζόμενοι, ο λαός, θα ζητούσαν μέσα από αυτές την ανατροπή της δικτατορίας και ταυτόχρονα τη δική τους κοινωνική απελευθέρωση.

 

Από την άλλη πλευρά, ένα σημαντικό τμήμα των αστικών ελίτ επιδόθηκε στη δική του μορφή αντιδικτατορικού αγώνα. Το κύριο χαρακτηριστικό τούτης της εκδοχής ήταν οι μικρές συνωμοτικές οργανώσεις με δραστηριότητα που περιοριζόταν στις πράξεις «εντυπωσιασμού». Επρόκειτο κυρίως για την τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών, μικρής συνήθως ισχύος, οι οποίες γίνονταν αμέσως πολιτικό θέμα στα ξένα, ευρωπαϊκά κυρίως, δημοσιογραφικά δίκτυα και συντηρούσαν ένα διαρκές ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Ετούτο το ενδιαφέρον μεταφραζόταν σε παρεμβάσεις από ευρωπαϊκά θεσμικά (Συμβούλιο της Ευρώπης) ή λιγότερο θεσμικά όργανα. Στην ουσία, αυτή η μορφή της αντιδικτατορικής δραστηριότητας ήταν ένα παιχνίδι για δύο: η εσωτερική αναταραχή τροφοδοτούσε τις παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών οργανισμών ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, επικαλούνταν και επιζητούσε την παρέμβασή τους. Με τη σειρά τους οι οργανισμοί αυτοί τοποθετούνταν προοδευτικά ως αυτονόητοι «προστάτες» και «επίτροποι» της Ελλάδας.

 

Η πρώτη εκδοχή του αντιδικτατορικού αγώνα, η αριστερή ας την ονομάσουμε έτσι, πρόσβλεπε πέρα από την ανατροπή της δικτατορίας. Στόχος της ήταν η ανάδειξη των λαϊκών δυνάμεων σε κυρίαρχο πολιτικό πόλο με στόχο την ανατροπή των ταξικών ισορροπιών. Η άλλη εκδοχή ήταν πιο σύνθετη. Συνυπολόγιζε την εσωτερική ισχύ του μετεμφυλιακού καθεστώτος που είχε μεθοδικά οικοδομηθεί στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Το καθεστώς αυτό, αν και εξυπηρετούσε στενό κύκλο ισχυρών συμφερόντων, συντηρούσε ένα πελατειακό, κορπορατιστικό σε ορισμένες εκδοχές του κράτος ως κοινωνικό στήριγμα της εξουσίας του.

 

Μη έχοντας αντίστοιχο οπλοστάσιο, η «εκτός νυμφώνος» πλευρά της αστικής τάξης επένδυσε στην από το εξωτερικό προώθηση της πολιτικής της χειραφέτησης. Οι κανόνες συμμετοχής στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και τη συνακόλουθη προοπτική της ευρωπαϊκής συνεργασίας θεωρήθηκαν απαραίτητο οπλοστάσιο για την επιβολή αλλαγών ερήμην των εσωτερικών πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών. Διά των εκρηκτικών μηχανισμών καλούνταν ουσιαστικά η Ευρώπη να επέμβει στα εσωτερικά της Ελλάδας και, αν είναι δυνατό, να αναλάβει τη διαχείρισή τους. Η τότε πολιτικά «αρμόδια» Γαλλία τοποθετήθηκε επικεφαλής των δυνάμεων που αποδέχθηκαν την πρόσκληση.

 

Εξαιτίας αυτών των εξελίξεων η Ελλάδα της μεταπολίτευσης κυβερνήθηκε στο όνομα της Ευρώπης, διά της Ευρώπης. Το κληροδοτημένο από τον Εμφύλιο καθεστώς έκτακτης ανάγκης –όπως και τα στενά συμφέροντα που εκπροσωπούσε- είτε ξηλώθηκε είτε αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τη νέα κατάσταση. Η τρέχουσα δυναμική επανεμφάνιση της Ακροδεξιάς, είτε με τη μορφή της Χρυσής Αυγής είτε στο επίπεδο κυβερνητικών παραγόντων, συμβούλων ή υπουργών, δείχνει τα όρια αυτού του ξηλώματος και αυτού του συμβιβασμού.

 

Η μεγάλη αδυναμία του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος είναι ότι πολιτεύεται αποκλειστικά και μόνο με ευρωπαϊκά μέτρα και σταθμά, χωρίς εθνικό σχέδιο και χωρίς εναλλακτικές προτάσεις διεξόδου. Το σύστημα βρήκε στην πασοκική δημαγωγία την κοινωνική πρόσβαση που του έλειπε. Η λύση αυτή αποδείχθηκε βραχύβια και εξαιρετικά εύθραυστη σε περιόδους κρίσης, όπου οι ευρωπαϊκές πολιτικές δεν έχουν πλέον ούτε άνεση χρόνου ούτε άνεση «παροχών». Το πολιτικό εκκρεμές της αστικής τάξης, αφού δοκίμασε την απατηλή συνταγή της σοσιαλδημοκρατίας, στράφηκε προς το παλαιό δοκιμασμένο κράτος και παρακράτος της μετεμφυλιακής κληρονομιάς.

 

Το εκκρεμές δεν μπορεί να επιλύσει όμως το αδιέξοδο. Η απουσία γενικότερα αποδεκτής πολιτικής πρότασης τρομάζει. Η μετατροπή της χώρας σε ευρωπαϊκό Μπανγκλαντές δεν είναι δυνατή – για δημογραφικούς, για παράδειγμα, λόγους. Ο δισταγμός ανάμεσα στην επιλογή μιας πιο «ριζοσπαστικής» -άρα πιο αποτελεσματικά δημαγωγικής– εκδοχής (ΣΥΡΙΖΑ) και μιας ακροδεξιάς εκτροπής (από την κυβερνητική κορυφή – η Χρυσή Αυγή δεν είναι παρά ο «λαγός» της υπόθεσης) απασχολεί έντονα τις πολιτικές αλλά και τις οικονομικές ελίτ του ελληνικού αστισμού. Το λαϊκό κίνημα κρατιέται ακόμα στο περιθώριο, αλλά πάντοτε υπάρχει ανησυχία για τυχόν δυναμική επανεμφάνισή του στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο.

 

Ο χρόνος τελειώνει. Και η σύγχυση στην κορυφή υπόσχεται ακόμα μεγαλύτερα δεινά.

 

………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Καθηγητής σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας ΑΠΘ

 

Scroll to top