Pin It

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου αντιμέτωπη στη Στέγη με τον πρώτο Μπρεχτ της καριέρας της

 

Η ταλαντούχα σκηνοθέτις, λίγο πριν από την πρεμιέρα του «Καλού ανθρώπου του Σετσουάν» με πρωταγωνίστρια τη Στεφανία Γουλιώτη, δεν κρύβει την απογοήτευσή της για το σήμερα, αλλά και δεν αθωώνει μια Ελλάδα που ήταν σε όλα θεατής, αποποιούμενη κάθε ευθύνη

 

Της Εφης Μαρίνου

 

«Πώς μπορώ να είμαι καλή την ώρα που όλα είναι τόσο ακριβά;» αναρωτιέται η Σεν Τε, η φτωχή πόρνη του Σετσουάν, όταν οι θεοί την επιλέγουν ως τον μοναδικό «καλό άνθρωπο» που θα σώσει τη γη αλλά, κυρίως, επειδή η παρουσία της θα εγγυηθεί την ύπαρξή τους. Γιατί αν οι θεοί δεν καταφέρνουν να εντοπίσουν το «καλό», είναι απολύτως περιττοί, άρα νεκροί…

 

«Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, μια θεατρική παραβολή για το καλό και το κακό, την ανθρώπινη φύση και τη δύναμη της κοινωνίας πάνω της, ανεβαίνει στις 28 Ιανουαρίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου. Μπορεί ένας άνθρωπος να παραμείνει καλός σε μια διεφθαρμένη κοινωνία; Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην ευγενική της φύση και τη βία της καθημερινότητας, η Σεν Τε επινοεί ένα κόντρα σ' αυτήν φανταστικό πρόσωπο: το alter ego της, τον ξάδελφο Σούι Τα. Κάθε φορά που η καλοσύνη της τη μετατρέπει σε «θύμα», εκείνος αναλαμβάνει να γίνει θύτης. Ομως σταδιακά οδηγείται στον διχασμό.

 

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, ανήσυχη, ταλαντούχα, μελετηρή με ό,τι καταπιάνεται, μας μιλάει για την αλλιώτικη παράσταση που ετοιμάζει.

 

- Γιατί Μπρεχτ;

 

«Δεν έχω στο μυαλό μου στοκ ρεπερτορίου. Κάθε φορά ψάχνω απ’ την αρχή, συχνά το κριτήριό μου αλλάζει. Ο Μπρεχτ ήρθε στο μυαλό μου ανεξήγητα. Δεν υπήρξα “οπαδός” του ως φοιτήτρια στο Λονδίνο και στη Μόσχα. Βουτώντας για ένα χρόνο στα έργα του και, κυρίως, στα πάμπολλα θεωρητικά του κείμενα, έγινε αυτό που μου συμβαίνει πάντα: κόλλησα».

 

- Είναι έργο που διαφέρει από τα υπόλοιπα του Μπρεχτ;

 

«Δεν είναι διδακτικό, στο κέντρο του θέτει ένα ηθικό ζήτημα. Επίσης είναι αστείο, διασκεδαστικό, βαθιά φιλοσοφικό, ποιητικό, αγγίζει περιοχές που συνδέονται με το υπαρξιακό του ανθρώπου».

 

- Εμμεσα όμως συνδέεται με τη δύναμη που ασκεί η κοινωνία πάνω στα πρόσωπα.

 

«Ολα τα θέματα του Μπρεχτ είναι υπό την ομπρέλα της κοινωνίας. Δεν μπορείς να αρνηθείς την ατομική ευθύνη, την αλλαγή που φέρνουν στη ζωή σου δυνατά αισθήματα. Εδώ έχουμε την αυτονομία του έρωτα, τη μητρότητα που κάνει τη Σεν Τε σκληρή».

 

- Πώς δουλέψατε την παράσταση;

 

«Αφιερώθηκε πολύς χρόνος για τη μελέτη του κειμένου και τη μετάφραση. Δεν είχα εμβαθύνει ποτέ στον Μπρεχτ, ούτε ισχυρίζομαι ότι έγινε τώρα. Ομως έμαθα πολλά. Στις πρόβες αναγκαστήκαμε να ξεκινήσουμε απ' την αρχή, αναζητώντας τρόπο έκφρασης του έργου. Μελετώντας τα κείμενα του συγγραφέα γύρω από την υποκριτική, την “αποστασιοποίηση”, το κινέζικο θέατρο, το επικό και διαλεκτικό, τα χαρακτηριστικά του ιδανικού θεατή, τις διαφορές του με τον Στανισλάφσκι, καταγοητεύτηκα. Στην εκκίνηση, λοιπόν, τα μηδενίσαμε όλα».

 

- Πατώντας πάνω σε τι;

 

«Σ' αυτό που καταλάβαινα ότι θέλω να φωτίσω γύρω από το πώς αρθρώνεται ο λόγος σήμερα, τρόπος που μπορεί να συνδέεται με τον Μπρεχτ, μπορεί και όχι…».

 

- Δεν είναι συγκεκριμένη η φόρμα του μπρεχτικού θεάτρου;

 

«Μπορεί να ακούγεται αντιφατικό, αλλά τα διαβάσματα υποχωρούν στην πράξη. Παρά τον βαθύ έρωτα με τα θεωρητικά κείμενα του Μπρεχτ -ένα χρόνο κοιμόμουν και ξύπναγα με τα βιβλία του στο μαξιλάρι μου-, όταν βούτηξα στο έργο, με οδήγησε αυτό. Το πώς κατανοείς θεωρητικά ζητούμενα, εν τέλει, είναι θέμα βαθιά υποκειμενικό. Ο Στρέλερ ανέβαλε την “Οπερα της Πεντάρας” γιατί δεν έβρισκε τους κατάλληλους ηθοποιούς. Κι έλεγε στον Μπρεχτ: “Δεν μπορεί να κάνω το επικό θέατρο που θέλεις, γιατί δεν είναι στη λογική των Ιταλών ηθοποιών η συνθήκη 'είμαι αυτός που κάνει τον ρόλο, δεν είμαι ο ρόλος’”. Κι ο Μπρεχτ του απαντούσε: “Μην ανησυχείς, ούτε οι Βερολινέζοι το πετυχαίνουν, μόνο στιγμές τα καταφέρνουν”. Το μπρεχτικό παίξιμο ίσως λοιπόν να είναι κάτι αναπάντεχα απλό, μια βαθύτατη λιτότητα στην έκφραση και στην αμεσότητα, κι όχι η φόρμα. Η δική μας κατεύθυνση είναι ψύχραιμη, ειλικρινής στο σχόλιό της. Κοιτάζεις τον θεατή χωρίς μάσκα».

 

- Η εξελικτική διαδρομή της Σεν Τε την οδηγεί στην απόλυτη αλλοτρίωση. Με το επιχείρημα να «προστατεύσει» το παιδί της περνά στην πλευρά του «ηθικού» νόμου;

 

«Η αλτρουιστική φύση της περνά στον “καλό” νόμο του καπιταλισμού. Γίνεται εργοστασιάρχης με σούπερ εμπορικό κέντρο όπου ανήλικα παιδάκια δουλεύουν γι’ αυτήν. Το επιχείρημα είναι πάντα η… προστασία του παιδιού της. Προδίδει φίλους, πουλάει αγαπημένα πρόσωπα, απαρνιέται τον έρωτά της».

 

- Η τελική σκηνή του έργου γίνεται σχεδόν παρωδία.

 

«Οι θεοί αντιλαμβάνονται ότι όχι έναν καλό άνθρωπο δεν κατάφεραν να βρουν, αλλά μόνο μισό: το μισό κομμάτι της Σεν Τε. Φεύγουν αιωρούμενοι πάνω σ' ένα ροζ σύννεφο. Σ’ ένα έργο με νιτσεϊκές επιρροές δώσαμε ένα μηδενιστικό φινάλε. Δεν μπορούσα να αγνοήσω ότι οι θεοί αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουν λόγο ύπαρξης πια»…

 

- Η όψη της παράστασης είναι σύγχρονη. Ενας ελληνικός θίασος παρουσιάζει το έργο με μοναδικό σκηνικό έναν επικλινή διάδρομο-πατάρι.

 

«Εχουμε απεύθυνση στο κοινό, όλα είναι εμφανή, μπροστά. Τα κοστούμια είναι βασισμένα στη μείξη σύγχρονων στοιχείων, θυμίζουν πρόβα κι έχουν την αίσθηση του χειροποίητου, διατηρώντας περισσότερο τη συνθήκη της υπενθύμισης παρά της μεταμόρφωσης. Η Σεν Τε μόνο περνά από ένα φουστάνι σε αντρικό κοστούμι».

 

- Το επόμενο έργο που σκηνοθετείτε είναι κόντρα σε ό,τι έχετε κάνει μέχρι τώρα: πολιτικό και ωμά ρεαλιστικό. Οι «Θεατές» του Μάριου Ποντίκα, που ανεβαίνουν τον Μάρτιο στο Εθνικό Θέατρο.

 

«Και ανατριχιαστικά επίκαιρο. Μιλά για δυο ζευγάρια απελπισμένων ανθρώπων που ζουν στα γειτονικά δωμάτια ενός εξαθλιωμένου ξενοδοχείου. Η γυναίκα δέχεται να εκτελέσει την επιθυμία του άντρα της, πρώην ταγματασφαλίτη, και μετά αυτοκτονεί. Ο άνεργος ηδονοβλεψίας γείτονας παρακολουθεί απαθής τα δρώμενα από μια τρύπα στον τοίχο και τα διηγείται με ψυχραιμία στην ερωμένη του. Οι δυο τους σχολιάζουν ανέμελα το πώς κατέρρευσαν οι γείτονές τους, ανίκανοι να αντιληφθούν τη δική τους τραγική αποξένωση. Είναι το είδος ανθρώπων που επιβιώνει. Πάνω σ’ αυτό το μοντέλο πάτησε η μοντέρνα Ελλάδα… Συνειδητοποιείς πώς φτάσαμε στον σημερινό πάτο, ότι πάντα ήμασταν θεατές στα πράγματα, αποποιούμενοι κάθε ευθύνη. Να κρεμάσουμε οποιονδήποτε αποδιοπομπαίο τράγο ή και ένοχο, αλλά να μας πιάνει πανικός όταν ακούμε “μαζί τα φάγαμε”. Εχουμε το αναλογούν μερίδιο».

 

- Τι σας τρομάζει περισσότερο απ’ όσα ζούμε τον τελευταίο καιρό;

 

«Ξέρω ότι η πείνα είναι πάνω απ’ όλες τις δυστυχίες, γιατί γεννάει κι άλλες, όπως την άνοδο της άκρας δεξιάς. Ομως, η πνευματική ένδεια που επικρατεί τα κάνει όλα χειρότερα και αποθαρρύνει ελπίδες για το μέλλον. Αυτό το είδος του σκοταδιού με τρομάζει. Η χώρα μας πέρασε πείνα, πολέμους, εμφυλίους, αλλά κράτησε ένα μικρό φως. Μελετώντας τη μετεμφυλιακή εποχή εν όψει των “Θεατών”, χρειάστηκε να δω τρία ντοκιμαντέρ για να πιστέψω πόσο κυνικά οι νικητές μοίρασαν μεταξύ τους τα Βαλκάνια».

 

- Σε τι ελπίζετε;

 

«Αρχίζει να λειτουργεί η αλληλεγγύη, η σκέψη για τον διπλανό. Ομως η πνευματική νύχτα που διανύουμε δεν βλέπω να τελειώνει. Ισως αρχίσουμε δειλά να παράγουμε. Να μην πετάμε τα πορτοκάλια μας, να μην εισάγουμε ελιές από την Ισπανία, το γάλα να μην κοστίζει ακριβότερα απ’ όλη την Ευρώπη. Αλλά δεν θα έχουμε μάθει στα παιδιά μας την αξία της γλώσσας, του βιβλίου, της καλής μουσικής. Και δεν θα πάψουμε να είμαστε ξενολάτρες. Δεν είμαι σίγουρη ότι τα γκρίκλις δεν θα επικρατήσουν!».

 

- Περάσατε ποτέ από τα «θρανία» της Αριστεράς;

 

«Οταν ήμουν 17 χρονών μού έλεγε πολλά η έννοια της Αριστεράς. Ηταν εποχή πυρετικών διαβασμάτων και συζητήσεων. Η μητέρα μου, παρόλο που δεν ήταν οργανωμένη, εμπνεόταν από τον ρομαντισμό της Αριστεράς, αγαπούσε τη γοητευτική της ιντελιγκέντσια, όπως και τον Λεωνίδα Κύρκο. Η Αριστερά είχε πάντα ένα ηθικό πλεονέκτημα, αλλά σήμερα ασφυκτιούμε μέσα στα πολιτικά της πλαίσια. Χρειάζονται προσωπικότητες και αρχές που θα σου επιτρέψουν να δεις πέρα από τους χώρους».

 

- Αλλά η μπάλα δεν είναι στη δική σας γενιά;

 

«Πολύ δύσκολα θα πάρουμε εμείς την μπάλα. Οι προηγούμενες γενιές διαμόρφωσαν έτσι το κλίμα που, δυστυχώς, για πολλά χρόνια δεν θα μπορούμε να επέμβουμε. Ισως μόνο σε κάποια πρακτικά πράγματα. Αυτά που προσδιορίζουν τη στάση μας στη ζωή, η παιδεία, η καλλιέργεια, ο πολιτισμός, θα εδραιωθούν σ’ ένα τεράστιο βάθος χρόνου. Κάποιες νησίδες θα υπάρξουν, αλλά δεν είναι η σωτηρία, μόνον η εξαίρεση, για να παίρνεις λίγο κουράγιο. Καμία χάραξη στρατηγικής για τον πολιτισμό –θεωρείται πολυτέλεια-, άρα κανένα μέλλον. Πώς να ελπίζεις με τέτοια, εξαρχής λάθος, τοποθέτηση;»…

 

INFO: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (λ. Συγγρού 107-109, τηλ. 2130178000) Μετάφραση: Αννυ Κολτσιδοπούλου. Σκηνοθεσία-δραματουργική επεξεργασία: Κατερίνα Ευαγγελάτου. Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος. Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη. Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης. Ερμηνεύουν: Στεφανία Γουλιώτη, Αλεξάνδρα Λέρτα, Δαυίδ Μαλτέζε, Νικόλας Παπαγιάννης, Ομηρος Πουλάκης, Νάνσυ Σιδέρη, Σωτήρης Τσακομίδης κ.ά.

 

 

Scroll to top