09/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Εχουν μέλλον οι εφημερίδες;

Ο Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Μπερνάρ Πουλέ αναλύει σε βάθος την κρίση του Τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
      Pin It

Ο Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Μπερνάρ Πουλέ αναλύει σε βάθος την κρίση του Τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης

 

Στο βιβλίο του «Το τέλος των εφημερίδων και το μέλλον της ενημέρωσης» (Πόλις, 2009), ο Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Μπερνάρ Πουλέ αναλύει σε βάθος την κρίση του Τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η ακόλουθη συνέντευξη του Μπερνάρ Πουλέ δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Le Nouvel Observateur».

 

ΕΡ. Οι αναγνώστες των εφημερίδων παίρνουν ο ένας μετά τον άλλον τον δρόμο για τα νεκροταφεία, γράφετε, ενώ γεννιούνται πολλοί νέοι άνθρωποι που δεν θα τις διαβάσουν ποτέ. Επιμένετε σε αυτή σας τη διάγνωση;

 

ΑΠ. Είναι αλήθεια ότι παρακολουθούμε μια ανθρωπολογική μεταβολή: η σχέση με το γραπτό κείμενο και με την ανάγνωση αλλάζει. Στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού, για παράδειγμα, εδώ και 20 χρόνια όλοι οι φοιτητές διάβαζαν καθημερινά την εφημερίδα «Le Monde». Σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση, τη διαβάζουν γύρω στο 20% με 30% των φοιτητών. Εξάλλου, όλα συντείνουν στο να καταδεικνύουν ότι το σημερινό οικονομικό μοντέλο των περισσότερων εφημερίδων έχει συντριβεί: η πτώση της κυκλοφορίας (3,8 εκατομμύρια εφημερίδων πωλούνταν καθημερινά στη Γαλλία το 1974, ενώ το 2007 πωλούνταν 1,9 εκατομμύρια), η κατάρρευση της αγοράς των μικρών αγγελιών, ο ανταγωνισμός των εφημερίδων που διανέμονται δωρεάν, η αύξηση του κόστους παραγωγής, της τιμής του χαρτιού, το κλείσιμο πολλών πρακτορείων διανομής, η αυξανόμενη αδιαφορία για τον έντυπο λόγο και βέβαια η δραματική μείωση των εσόδων από τη διαφήμιση.

 

ΕΡ. Δεν είναι μόνον οι αναγνώστες που εγκαταλείπουν τις εφημερίδες, αλλά είναι και οι διαφημιστές…

 

ΑΠ. Η ενημέρωση δεν είναι πλέον ο προνομιακός αποδέκτης της διαφήμισης. Οι διαφημιζόμενοι αμφιβάλλουν για την αποτελεσματικότητα της διαφήμισης στα «μεγάλα» μέσα ενημέρωσης (εφημερίδες, Τύπο, τηλεόραση). Τα μέσα χρηματοδότησης της μαζικής ποιοτικής δημοσιογραφίας εκλείπουν. Αυτό το φαινόμενο επήλθε βίαια με την έλευση της ψηφιακής τεχνολογίας και του Ιντερνετ, που προκάλεσε έναν κατακερματισμό των «φορέων», όπως λένε οι διαφημιστές. Οι διαφημιζόμενοι δεν είναι πλέον υποχρεωμένοι να περάσουν μέσα από τα όργανα πληροφόρησης για να διαδώσουν το μήνυμά τους. Επομένως, δεν διαθέτουμε πλέον τα μέσα για να χρηματοδοτήσουμε την παραγωγή της πληροφόρησης έτσι όπως τη γνωρίσαμε εδώ και ενάμιση αιώνα.

 

ΕΡ. Μπροστά σε αυτό το ναυάγιο του γραπτού Τύπου εσείς μιλάτε για «απαγορευμένη συζήτηση» και για «άρνηση».

 

ΑΠ. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στη Γαλλία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου μετριούνται σε εκατοντάδες οι απολύσεις δημοσιογράφων των πιο μεγάλων εφημερίδων, το θέμα του τέλους του γραπτού Τύπου και τα ερωτήματα για την επιβίωση της πληροφόρησης αποτελούν μέρος της δημόσιας συζήτησης εδώ και πολλά χρόνια. Στη Γαλλία προτιμούν πάντα να μιλούν για «μεταρρύθμιση», «μεταβατική φάση» ή «προσαρμογή». Δεν αναμετριούνται με το βάθος του προβλήματος. Αναφέρονται στην οικονομική κρίση ως δικαιολογία, για να εξηγήσουν προβλήματα που είναι στην πραγματικότητα προγενέστερα και βαθύτερα – οι μεγάλες καθημερινές εφημερίδες μπήκαν στη θύελλα της οικονομικής κρίσης ήδη πολύ άρρωστες. Η άρνηση, αυτή η αυταπάτη ότι θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε έτσι, ότι θα ξανάρθει η διαφήμιση και ότι θα μπορέσουμε να βγούμε από την κρίση με μικροδιορθώσεις είναι απλώς αυτοκτονική.

 

ΕΡ. Δηλώνετε θιασώτης του «φωτισμένου καταστροφισμού», που είναι προσφιλής στον φιλόσοφο Ζαν-Πιερ Ντιπιί, καθώς είστε πεισμένος ότι μια σκληρή συνειδητοποίηση μπορεί να ευνοήσει μια αναθεώρηση των παλιών συνηθειών στους κόλπους των συντακτών των εφημερίδων. Δεν είναι όμως ήδη πολύ αργά;

 

ΑΠ. Είμαι πιο απαισιόδοξος από τον φιλόσοφο Μαρσέλ Γκοσέ, ο οποίος πιστεύει ότι θα διατηρηθεί ο γραπτός Τύπος επειδή διαβλέπει μια «μυστηριώδη σχέση» του αναγνώστη με το χαρτί. Κατά τη γνώμη μου, μετά από είκοσι ή τριάντα χρόνια οι περισσότερες εφημερίδες μπορεί να έχουν χαθεί. Αρκεί να δούμε αυτό που συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες και που προδιαγράφει αυτό που θα συμβεί και στη Γαλλία λίγο αργότερα. Εκεί οι μεγαλύτερες εφημερίδες χρεοκοπούν ή δυσκολεύονται πολύ να αντιμετωπίσουν τα χρέη τους, όπως η «New York Times». Το σημείο όπου συμφωνούμε με τον Μαρσέλ Γκοσέ είναι η ιδέα ότι, καθώς ο μεγάλος παραδοσιακός Τύπος θα εξαφανίζεται, πιθανόν να δούμε να εμφανίζεται μια πληροφόρηση –γιατί πάντοτε θα χρειαζόμαστε πληροφορίες– δύο ταχυτήτων: μια πλούσια πληροφόρηση για τους πλούσιους και μια άλλη, «φτωχή», για τους φτωχούς ή απλώς για τη μεγάλη μάζα. Από τη μια μεριά μια ποιοτική πληροφόρηση για τους ανθρώπους που είναι έτοιμοι να την πληρώνουν ακριβότερα από όσο σήμερα και από την άλλη μια γρήγορη και επιφανειακή πληροφόρηση για τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, οι οποίοι, τουλάχιστον σε έναν πρώτο χρόνο, θα αρκούνται σε αυτήν. Γιατί μια άλλη αυταπάτη είναι το να λέμε ότι «οι άνθρωποι ποτέ άλλοτε δεν ενδιαφέρονταν τόσο πολύ όσο σήμερα για την επικαιρότητα». Από πού προκύπτει αυτό; Οι άνθρωποι θέλουν να είναι «ενημερωμένοι», αλλά πολύ λίγοι επιθυμούν να εμβαθύνουν στα θέματα.

 

ΕΡ. Ποιες είναι οι επιπτώσεις στο επάγγελμα του δημοσιογράφου;

 

ΑΠ. Η έλευση της ψηφιοποίησης παρήγαγε για τη δημοσιογραφία το ίδιο αποτέλεσμα που είχε η παγκοσμιοποίηση στη μεσαία τάξη. Η ψηφιακή επανάσταση στον Τύπο είναι η ευθανασία της μεσαίας τάξης των δημοσιογράφων.

 

ΕΡ. Πώς συμβαίνει αυτό;

 

ΑΠ. Το επάγγελμα αλλάζει. Βλέπουμε να μεγαλώνει μια μάζα ειδικευμένων εργατών της πληροφορίας, που τροφοδοτούν τα δίκτυα της ταχείας πληροφόρησης. Και πλάι σε αυτούς θα υπάρχουν δημοσιογράφοι που θα εισφέρουν μια υπεραξία, με αληθινά βαθιά γνώση και μεγάλη ποιότητα γραφής. Αυτοί που αντιπροσωπεύουν τη μεσαία τάξη, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των συντακτών, θα σαρωθούν.

 

ΕΡ. Πιστεύετε ότι η τάση των εφημερίδων να πραγματεύονται στον ίδιο χρόνο τα ίδια θέματα ευθύνεται και αυτή για την αποχώρηση των αναγνωστών;

 

ΑΠ. Βεβαίως. Γιατί να πληρώσει κανείς όταν βρίσκει το ίδιο πράγμα δωρεάν; Στον φρενιτιώδη αγώνα δρόμου για την ισοσκέλιση των λογαριασμών τους, οι εφημερίδες λεκιάζουν την εικόνα τους και φτωχαίνουν το περιεχόμενό τους, αποθαρρύνοντας όλο και περισσότερους αναγνώστες. Μπαίνουν σε έναν φαύλο κύκλο που τις οδηγεί να φτωχαίνουν την προσφορά τους, προκειμένου να κλείσουν τις οικονομικές τους τρύπες. Ο λόγος ύπαρξης μιας πληροφόρησης για την οποία πληρώνει ο αναγνώστης θα είναι όλο και περισσότερο η ποιότητα και η βαθύτερη γνώση. Τα προσεχή χρόνια θα αναδυθούν περισσότερες απαιτήσεις απέναντι στους δημοσιογράφους. Το να είναι πρωτότυποι, ανεξάρτητοι, το να εισφέρουν μια υπεραξία με την έρευνα και τη γραφή, ιδού τι θα τους επέτρεπε να διακρίνονται από τον κρουνό των πληροφοριών.

 

ΕΡ. Σκέφτεστε, επομένως, όπως και ο Μαρσέλ Γκοσέ, ότι είναι επείγον ο Τύπος να επικεντρωθεί ξανά σε αυτό που αποκαλούμε «απαιτητικό αναγνωστικό κοινό»;

 

ΑΠ. Ο Μαρσέλ Γκοσέ μιλάει για ένα αναγκαίο «αντίδοτο» στη συνεχή ροή εικόνων-σοκ και σε μια επικαιρότητα όλο και περισσότερο στερούμενη μνήμης. Θα προσέθετα ότι οι οικονομικοί και πολιτικοί υπεύθυνοι και όλοι εκείνοι που καλούνται να πάρουν συλλογικές αποφάσεις θα νιώθουν πάντοτε την ανάγκη να είναι καλά πληροφορημένοι. Θα δεχθούν να πληρώσουν γι’ αυτό, όταν δεν θα μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Σήμερα είμαστε σε μια καθοδική πορεία αλλά όχι στο τέρμα αυτής της καθόδου. Θα χρειαστεί η κατάσταση να επιδεινωθεί προκειμένου να επιβληθούν πιο ριζικές λύσεις. Για να πάρουμε ένα πιο συγκεκριμένο παράδειγμα, σε δύο αμερικανικές πολιτείες, στο Κονέκτικατ και την Πενσιλβάνια, οι τοπικές εφημερίδες –με κυκλοφορία 200.000 φύλλα– απειλήθηκαν με χρεοκοπία. Πολλοί τοπικοί πολιτικοί υπεύθυνοι εκτίμησαν ότι η απώλειά τους δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, επειδή θα αποδυναμώνονταν σοβαρά η κοινότητα των πολιτών και η δημοκρατική ζωή. Δεν δίστασαν να προτείνουν, όπως έγινε και με τις τράπεζες, ένα bail out για τον Τύπο, μια οικονομική ενίσχυση από τη δημόσια εξουσία.

 

Επιμέλεια-μετάφραση: Θανάσης Γιαλκέτσης

 

Scroll to top