Του Τάσου Παππά
Η πολυφωνία είναι ένα αγαθό το οποίο τα μέσα ενημέρωσης οφείλουν να προστατεύουν. Ακόμη κι αυτά που έχουν σαφές πολιτικό στίγμα (δεν μιλάμε για τα κομματικά όργανα) έχουν υποχρέωση, για να θεωρούνται στοιχειωδώς σοβαρά, να δίνουν χώρο και στην αντίπαλη άποψη. Τα περισσότερα δηλώνουν ότι το κάνουν. Βεβαίως, η αντικειμενικότητα είναι μια έννοια που απαντά στα θεωρητικά εγχειρίδια και στα κείμενα αρχών των συνδικαλιστικών ενώσεων. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Και είναι φυσικό. Τα μέσα έχουν ιδιοκτήτες κι αυτοί έχουν συμφέροντα. Στα μέσα εργάζονται δημοσιογράφοι κι αυτοί «προσέρχονται» στην κάλυψη των θεμάτων με τις ιδεολογικές αποσκευές τους και τις πολιτικές προτιμήσεις τους. Ωστόσο, η υποκειμενικότητά τους πρέπει και να είναι και να δείχνει ανιδιοτελής. Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις ήταν η συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ και η ΔΗΜΑΡ επέλεξαν διαφορετικές θέσεις. Το πρώτο τάχθηκε υπέρ της πρότασης, αλλά ταυτοχρόνως κατήγγειλε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι αποπροσανατολίζει τους πολίτες καλλιεργώντας αυταπάτες πως είναι δυνατόν σε συνθήκες αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να υπάρξουν ρήξεις που θα θίγουν την οικονομική ολιγαρχία και θα οδηγούν στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Ουδεμία έκπληξη. Αυτή είναι η γραμμή του κόμματος και την υπηρετεί με συνέπεια.
Η ΔΗΜΑΡ, από την πλευρά της, αποδοκίμασε την κυβέρνηση για τις πολιτικές που εφαρμόζει, ζήτησε αλλαγή πορείας και ουσιαστική διαπραγμάτευση με τους δανειστές και την ίδια στιγμή επιτέθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ γιατί με την κίνησή του συσπειρώνει το κυβερνητικό στρατόπεδο και του δίνει ανάσες. Πρόκειται για μια απόπειρα συμβιβασμού ανάμεσα στην αντιπολιτευτική ρητορική του κόμματος και στον φόβο του για πρόωρες εκλογές, επειδή είναι πολύ πιθανόν να προκύψουν από τις κάλπες δυσάρεστες εκπλήξεις για το νεοπαγές κόμμα της Δημοκρατική Αριστεράς, το οποίο αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα και πιέζεται ασφυκτικά να συμμετάσχει στην προσπάθεια αναγέννησης της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας μαζί με τον νεκροθάφτη της, το ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτόν τον λόγο η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ κατέληξε στο «παρών».
Αν, όμως, κάποιος πολίτης επέλεγε να ενημερωθεί για τις θέσεις των συγκεκριμένων κομμάτων από ορισμένα τηλεοπτικά μέσα, θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι ο στόχος της κριτικής των στελεχών του ΚΚΕ και της ΔΗΜΑΡ ήταν μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ. Με τη μέθοδο της κοπτοραπτικής αναδεικνύονταν και προβάλλονταν από τις ομιλίες εκείνα τα αποσπάσματα που αφορούσαν την αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ απουσίαζαν οι αναφορές στην κυβέρνηση και τα πεπραγμένα της. Η επιδίωξη είναι προφανής: να περάσει στην κοινή γνώμη η άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στη γωνία, αφού βάλλεται και από το δικομματικό κυβερνητικό μπλοκ και από τα σοβαρά κόμματα της αντιπολίτευσης, βρίσκοντας υποστήριξη από τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή και το περίεργο κόμμα του κ. Καμμένου.
Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης ανταποδίδουν στον ΣΥΡΙΖΑ τα χτυπήματα που έχουν δεχτεί απ’ αυτόν. Η απάντησή τους στις αιτιάσεις της Κουμουνδούρου για εκτεταμένη διαπλοκή και στις καταγγελίες ότι η κυβέρνηση με την πρόσφατη ρύθμιση για τις ψηφιακές συχνότητες έκανε ένα μεγάλο δώρο στους καναλάρχες, είναι η χοντροκομμένη προπαγάνδα κατά της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ετσι, δικαιούται ο καθένας να ισχυριστεί ότι η υποκειμενικότητά τους είναι ιδιοτελής.