Του Τάσου Τσακίρογλου
«Εγώ προσπαθώ να κάνω καλά τη δουλειά μου» ήταν η κλασική απάντηση του Κώστα Σημίτη σε όσους, εντός και εκτός κόμματος, επέκριναν τις πολιτικές που εφαρμόζονταν επί δικής του διακυβέρνησης, μότο που μαζί με το περίφημο «μπλοκάκι» έγιναν το σήμα κατατεθέν του. Σε πρόσφατη παρέμβασή του (14/10/13) ο πρώην πρωθυπουργός δήλωσε: «Τελευταία γίνεται καλή δουλειά από τον Σαμαρά με τα ταξίδια του στο εξωτερικό και τον Στουρνάρα στην οικονομία». Σε σχεδόν παράλληλο χρόνο, προ ημερών, ο άχρωμος πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, ζητούσε επιπλέον μέτρα από την Ελλάδα, διαπιστώνοντας ότι «η δουλειά δεν έγινε ακόμα».
Ποια είναι, τέλος πάντων, αυτή η «δουλειά» στην οποία αναφέρονται εγχώριοι και ξένοι παράγοντες σαν να μιλούν για τη δουλειά ενός υδραυλικού, ενός ηλεκτρολόγου ή ενός μηχανικού;
Η αντίληψη της πολιτικής ως ενός οποιουδήποτε επαγγέλματος και της άσκησής της ως ακόμα μιας επαγγελματικής ενασχόλησης γίνεται εκ του πονηρού και αποτελεί την καρδιά, τον σκληρό πυρήνα, της τεχνοκρατικής ιδεολογίας. Δηλαδή εκείνης της αντίληψης που τραβηγμένη στ’ άκρα έφτασε τα τελευταία χρόνια να υποστηρίζει ότι η «δουλειά» μπορεί να γίνει από τους «ειδικούς», από τους «επαΐοντες», εν τέλει από τους ίδιους τους τεχνοκράτες (βλ. Μόντι, Παπαδήμος κ.λπ.), χωρίς τη διαμεσολάβηση από τους «ανίκανους και διεφθαρμένους» πολιτικούς.
Η αντίληψη αυτή αποπροσανατολίζει, επικεντρώνοντας τη συζήτηση στα μέσα και όχι στον σκοπό. Επιμένει στο ποιος είναι ικανότερος να εφαρμόσει μια πολιτική και «επιτρέπει» στους πολίτες να επιλέξουν πρόσωπα, αλλά πετά την μπάλα στην κερκίδα όσον αφορά το ερώτημα: «Τα μέσα για την επίτευξη τίνος σκοπού;». Γιατί γίνεται αυτό; Διότι αποκρύπτει την αλήθεια ότι οι σκοποί που αφορούν την κοινωνική ζωή και τις αξιακές επιλογές για τον τρόπο αναπαραγωγής της συζητούνται και αποφασίζονται εν κρυπτώ και αντιδημοκρατικά από οικονομικά και πολιτικά κονκλάβια, στα οποία έχουν καθοριστική επιρροή οι κυρίαρχες ελίτ.
«Τεχνοκρατία είναι η ιδέα σύμφωνα με την οποία η μηχανή, η Μεγαμηχανή, ως σύνολο όλων των υπαρχουσών και των μελλουσών μηχανών και μηχανισμών, είναι ο υπέρτατος σκοπός ή ο αυτοσκοπός της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού και ο ζωντανός άνθρωπος, το άτομο, είναι μόνο το μέσο, μόνο ένα εργαλείο που μιλάει, διά μέσου του οποίου πραγματοποιείται αυτός ο παμπεριεκτικός σκοπός». Αυτός είναι ο ορισμός που έδινε για την έννοια ο σπουδαίος Σοβιετικός φιλόσοφος Εβαλντ Ιλένκοφ, προειδοποιώντας ήδη από τη δεκαετία του 1970 για τις κοινωνικές καταστροφές που θα προκαλέσει η τεχνοκρατική προσέγγιση.
Σήμερα, η Μεγαμηχανή του καπιταλισμού στην πλέον επιθετική του φάση, μέσω της Τεχνοκρατίας και των Τεχνοκρατών, επιχειρεί να εγκλωβίσει τη συζήτηση για την πορεία της κοινωνίας σε ένα και μοναδικό ερώτημα, «λειτουργικού» και όχι ουσιαστικού περιεχομένου: δηλαδή στο πώς θα συνεχίσει να λειτουργεί απρόσκοπτα η «αγορά», ανεξαρτήτως των καταστροφικών συνεπειών που έχει για τον Ανθρωπο, το Περιβάλλον και την Κοινωνία. Ετσι χαρακτηρίζει από «άσχετα» έως και «επικίνδυνα» τα ερωτήματα που αφορούν τους στόχους, τους σκοπούς, τις αξίες, τα μέσα, αλλά και τα υποκείμενα της Ιστορίας, πρακτικά δηλαδή τις ζωές μας.
Ωραία «δουλειά»!