tsoukalas

24/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΚΡΩΝ

Ποιος φοβάται τα «άκρα»;

«Πριν καν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, η θεωρία των δύο άκρων πνίγηκε στα θολά νερά» - Άρθρο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά στην «Εφημερίδα των Συντακτών».
      Pin It

Πριν καν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, η θεωρία των δύο άκρων πνίγηκε στα θολά νερά

 

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΑ

 

Στο πλαίσιο της μεταπολεμικής γεωπολιτικής σύγκρουσης, οι πολιτικές θέσεις και ρητορικές εξέφραζαν την αδυσώπητη αντίθεση ανάμεσα στα δύο αντιτιθέμενα στρατόπεδα. Περισσότερο ακόμα απ’ ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, ολόκληρο το πολιτικό στερέωμα σφραγιζόταν από τη σημειολογία του παραδοσιακού άξονα Δεξιά-Αριστερά. Οι ιδέες στοιχίζονταν γύρω από τη φαντασιακή αντιπαράθεση ανάμεσα στη «φιλελεύθερη συντήρηση» και τη «σοσιαλιστική επανάσταση». Ετσι, η «εποχή των άκρων» συνεπέφερε την κατίσχυση της ακραίας ρητορικής. Δεν έμενε χώρος για τριτοκαταστασιακούς συμβιβασμούς. Τα μέτωπα ήταν δεδομένα, ασύμβατα και αμείλικτα.

 

Ομως, μαζί με τις συγκυρίες, αλλάζει και ο πολιτικός λόγος. Με την κατίσχυση του δημοκρατικού φιλελευθερισμού, οι μορφές πολιτικής και ιδεολογικής σύγκρουσης στην Ευρώπη μετατοπίστηκαν αποφασιστικά. Επισφραγίζοντας μια διαδικασία που είχε ήδη προαναγγελθεί από την «ειρηνική συνύπαρξη», τους πρωτοφανείς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, τη βαθμιαία οικοδόμηση των κρατών πρόνοιας και την εμπέδωση των εργατικών κατακτήσεων, το κέντρο βάρους του πολιτικού λόγου μεταβαλλόταν γοργά. Από τη στιγμή που η πλειονότητα του πληθυσμού είχε πιστέψει ότι η επιβίωση του συστήματος εγγυόταν τη βελτίωση της μοίρας του, η διαζευκτική πρόσληψη του πολιτικού γίγνεσθαι άρχισε να αμβλύνεται. Η στρατηγική της σύγκρουσης έδινε τη θέση της στη στρατηγική της «συναίνεσης», της «σωφροσύνης» και της «νηφαλιότητας». Αποστασιοποιούμενος από τις «άκριτες ακρότητες» και από τους έμμονους ρητορικούς «δογματισμούς», ένας τρίτος «διάμεσος» χώρος άρχισε να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό. Ο δρόμος προς την πρόοδο περνούσε από την εμπέδωση του εργαλειακού ορθολογισμού. Τα «άκρα» δεν ήταν μόνο περιττά, αλλά και επικίνδυνα.

 

Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό παγιώθηκαν οι διάφορες εκδοχές του «συγκλίνοντος δικομματισμού». Ακόμα και αν η εναλλαγή στην εξουσία, δίχως μείζονες τριγμούς, συνεπαγόταν την προϊούσα αποπολιτικοποίηση των μαζών και τη θεατρικοποίηση και απο-ουσιαστικοποίηση του πολιτικού, ο «τρίτος δρόμος» της αέναης συνδιαλλαγής με τη δεδομένη πραγματικότητα φαινόταν πια να προκύπτει από τα ίδια τα πράγματα. Η επαγγελία του «τέλους» της ιστορίας, της ιδεολογίας και της πολιτικής σηματοδοτεί τη δομική ηγεμονία του «κεντρώου» ορθολογισμού. Οπως στα παραμύθια, όλα φαίνονταν να εξελίσσονται κατ’ ευχήν. Στον καλύτερο των παραμυθένιων κόσμων, για να ζούμε «εμείς» καλύτερα, όλοι πρέπει να πείθονται πως ζουν καλά!

 

Ομως, με την έλευση της κρίσης το ειδυλλιακό αυτό σκηνικό ανατράπηκε. Βαθμιαία, το «κεντρώο» σύνδρομο έπαψε να εκφράζει τις υπό κατάρρευσιν μεσαίες τάξεις. Με τη μετατροπή της κοινωνίας των δύο τρίτων σε κοινωνίες του ενός πέμπτου, ο «αδογμάτιστος» συναινετικός ορθολογισμός έδειχνε τα μυτερά του δόντια. Μοιραία, λοιπόν, η αυξανόμενη εξαθλίωση σε συνδυασμό με την όξυνση των ανισοτήτων, των αδικιών και των ανεπιεικειών επανέφερε στο προσκήνιο τα «ακραία» αιτήματα για ριζική αλλαγή.

 

Για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία, η αναπαραγωγή του συστήματος εξουσίας δεν φαίνεται πια αυτονόητη. Ανεξάρτητα από το τι θέλει και μπορεί να κάνει, ο κυρίαρχος λόγος πρέπει λοιπόν να καταπνίξει τα εκκολαπτόμενα καινά δαιμόνια εν τη γενέσει τους. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ρίζα της θεωρίας των δύο άκρων. Αμήχανη μπροστά στα γεγονότα, η εξουσία δεν έχει άλλη λύση από το να μεθοδεύει την άνευ όρων απαξίωση όλων των αιρετικών ή έκκεντρων θέσεων, όλων των στάσεων που αφίστανται από τον «κεντρώο» ορθό λόγο. Τα «άκρα» οφείλουν να καταγγέλλονται όχι για όσα συγκεκριμένα επαγγέλλονται, επιδιώκουν και «είναι», αλλά επειδή, εν δυνάμει τουλάχιστον, αμφισβητούν και απειλούν με ανατροπές.

 

Ομως, όπως δείχνει η προϊούσα ένταση της πολιτικής ατμόσφαιρας, στη σημερινή τουλάχιστον συγκυρία, η μόνη πραγματική απειλή για το κατεστημένο σύστημα προέρχεται από το ένα «άκρο», την Αριστερά. Τίθεται έτσι το ερώτημα των λόγων για τους οποίους, αντί να εμφανίζεται ρητά ως «μονομέτωπη», η ιδεολογική αντιπαράθεση με την Αριστερά εντάσσεται στο πλαίσιο μιας κατ’ επίφασιν «διμέτωπης» σύγκρουσης με τα εν γένει «άκρα».

 

Μπορεί κανείς να υποθέσει πως ο στόχος αυτής της ρητορικής επιλογής είναι η μετατόπιση του αντικειμένου της σύγκρουσης από την «ουσία» του κοινωνικοπολιτικού διακυβεύματος στη «μορφή» του. Η πολιτική δεν αξιολογείται με γνώμονα τις προεκτάσεις των αποφάσεών της στη ζωή των ανθρώπων, αλλά σε συνάρτηση με τον βαθμό «συναινετικότητάς» της. Τα «δύο άκρα» απαξιώνονται από κοινού και εις ολόκληρον όχι επειδή έχουν παρόμοιες επιδιώξεις, αλλά επειδή εμφανίζονται ως αδιάλλακτα, δογματικά και εξτρεμιστικά.

 

Εδώ ακριβώς εντάσσεται η ρητορική εμμονή στην αποδοκιμασία της βίας «από όπου κι αν προέρχεται». Θέτοντας σε παρένθεση όλα τα πολιτικά διλήμματα που αναφέρονται στην αξιακή συγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων και στο μέλλον της κοινωνίας, η συντηρητική παράταξη αντιπαρέρχεται το ζήτημα των «στόχων» και επικεντρώνει τον λόγο της στις διαδικασίες και στα «μέσα».

 

Η αδιαφοροποίητη αποδοκιμασία της βίας επιδιώκει την αποσιώπηση της διάκρισης ανάμεσα στην καταστατική θεσμική βία που θεμελιώνει τον νόμο και πηγάζει ευθέως απ’ αυτόν, την κατασταλτική βία που εφαρμόζει διασταλτικά και αυθαίρετα τον νόμο με στόχο να συντηρήσει πρακτικά το σύστημα εξουσίας και την ατομική βία που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το τρέχον κανονιστικό πλαίσιο. Από τη στιγμή που το κοινωνικό γίγνεσθαι θα αξιολογηθεί σε συνάρτηση με την ορθολογικότηα των μέσων, η πολιτική αντιπαράθεση θα απαλλαγεί από την ανάγκη να επιχειρηματολογεί επί της ουσίας. Η φαντασιακή συναίνεση υπερκαλύπτει και ακυρώνει τη διαπάλη ανάμεσα στη συντήρηση και την ανατροπή. Ελπίζεται πως η πολιτική θα μπει και πάλι σε παρένθεση.

 

Με αυτήν την έννοια, η άνοδος της Χρυσής Αυγής λειτούργησε εξ αντικειμένου σαν ουρανόπεμπτη ευκαιρία για τη συντηρητική παράταξη. Ο «εκ δεξιών» κίνδυνος για τη δημοκρατία θα προβληθεί με κύριο στόχο να ανακτηθεί ο κεντρώος χώρος μέσα από την αποδυνάμωση της «αριστεράς». Μέσα δε από την εσκεμμένη ηθικολογική αντιμετώπιση των ακραίων πρακτικών που εμφανίζονται όλες «ίδιες», επιχειρείται η υπέρβαση της θεμελιώδους ιδεολογικής και πολιτικής αντίθεσης της Δεξιάς και της Αριστεράς.

 

Δεν είναι τυχαία η ανομολόγητη συμβολική «ανακούφιση» με την οποία ένα τουλάχιστον μέρος των ορθώς σκεπτόμενων φαίνεται να αντιμετώπισε τη δολοφονία των δύο μελών της Χρυσής Αυγής. Καταγγέλλοντας συλλήβδην όλες τις μορφές βίας, επισείοντας το φόβητρο ενός νέου εμφυλίου και επαναλαμβάνοντας σε όλους τους τόνους την ανάγκη να σταματήσει αμέσως και άνευ όρων το αίμα, ο κυρίαρχος λόγος οχυρώνεται πίσω από μιαν ανώδυνη και εκ πρώτης όψεως αδιάβλητη «ηπιολογία» και «ηθικολογία». Η ρητορική απόρριψη του συμψηφισμού του αίματος αποσκοπεί στη συμψηφιστική αλληλοακύρωση ασύμβατων ακραίων ιδεών.

 

Αναγκαία παράμετρος αυτής της στρατηγικής είναι η αναγωγή στη διιστορική «φύση» των ιδεών. Υφέρπει πάντα η πεποίθηση ότι η Αριστερά δεν μπορεί παρά να εκτρέφει έκνομες, βίαιες και αντιδημοκρατικές παρυφές. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να τίθεται υπό ορθολογική κηδεμονία. Ακόμα λοιπόν και αν φαίνεται να έχει γίνει προσωρινά δεκτή ως αντεπιστέλλον μέλος του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου», εγκαλείται να υποβάλλει συνεχώς τα διαπιστευτήριά της, να παρέχει αδιάψευστα δείγματα ορθής γραφής, να ομιλεί συνετά και ορθολογικά, να συμβιβάζεται με τη διαρκή «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» και να πορεύεται στο πλαίσιο μιας αξιωματικά αναγκαίας «εθνικής συναίνεσης». Ο οποιοσδήποτε δισταγμός της μπορεί άλλωστε να ερμηνεύεται ως δείγμα του έρποντος σταλινισμού της.

 

Και στο σημείο αυτό, όμως, τα πράγματα δείχνουν ότι το σχέδιο απέτυχε οικτρά. Και δεν ήταν δυνατόν παρά να αποτύχει. Πριν καν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, η θεωρία των δύο άκρων πνίγηκε στα θολά νερά. Η κατάρρευση του ονείρου της μαζικής ευημερίας δεν αφήνει περιθώρια αναπνοής στη νηφάλια ουδετερότητα των προφητών της συναίνεσης. Ο συνδυασμός απελπισίας και εξαθλίωσης παράγει τη δική του ιστορική δυναμική. Ας περιμένουμε λοιπόν…

 

Scroll to top